Πηνελόπη Ζαρδούκα

Τρία ανέκδοτα ποιήματα

Το πουλί

Έχω μιαν ανάμνηση

Μεταξύ τρείς και μισή με τέσσερεις

Εσύ κοιμόσουν

Ήσυχα

Ένα πουλί μπήκε απ’ το παράθυρο

Με κοίταξε έντονα

Σχεδόν προφητικά

Και είπε:

«Εγώ πιστεύω πιο πολύ στο Θεό

Από σένα.»

Εσύ κοιμόσουν ήσυχα

Και γω

Το μόνο που είδα

Ήταν το Θεό

Μέσα απ’ τα δάκρυά μου

Η λέξη

Έγραψε την ορθογραφία της λέξης

Την ίδια τη λέξη, τα γράμματα της λέξης

Φοβήθηκε να την προφέρει

Την κράτησε κλειδωμένη στην καρδιά του

Μετά από χρόνια η λέξη είχε μεγαλώσει μέσα του

Την πότιζε κι αυτός

Άπλωσε κλαδιά και αγκάλιασε όλο το σώμα

Απ’ το κεφάλι ως τα πόδια

Μικρά φύλλα έβγαιναν από το στόμα και τ’ αυτιά του

Πράσινα και ζωηρά

Η λέξη βρήκε πρόσφορο έδαφος

Μουρμούρισε γλυκά

Ολόκληρο το κορμί του

Και αυτός, πόσο όμορφα της δόθηκε

Που το όνομά του

Έγινε λίπασμα

Χώμα

Σκουλήκια

Τα πουλιά πετούν χαμηλά

Αναπνέει κάποιος στη Συρία και μυρίζω την ανάσα του στην Αθήνα

Τη μυρωδιά του αίματος και της καυτής κατσαρόλας

Που όλο καίει και μαγειρεύει τα ανθρώπινα μέλη

Μυρίζω

Τον ιδρώτα του ορίζοντα, κόκκινο απ’ τα αποδημητικά βλέφαρα

Απ’ όλα τα δειλινά του κόσμου πιο κόκκινο και πηχτό

Συρματοπλέκεται

με τα στόματα, τα βλέμματα ,τα χέρια ,τους μπόγους

τις απευθείας αναμεταδόσεις, τις τέντες, τα συσσίτια

Οδοστρωτέμνεται

Απ’ τη Βαγδάτη ως την Ειδομένη και ως τα προπύργια της Νέας Δουλείας

Κατά τα άλλα

 το κορίτσι δεν θα δει ποτέ την ανατολή του ήλιου απ’ το παράθυρό της

Και το αγόρι θα φωνάζει ξένες λέξεις, ακαταλαβίστικες μέχρι να τις ξεχάσει