Έχω
ένα καρφί στο λαιμό

και δυο στα γόνατα

κρεμιέμαι
ανάποδα

σε μαύρο φόντο

γελώ τον πόνο για λίγο

με
τις γραμμές των φρυδιών μου

η
μία που καταλήγει σε απρόσφορο γέλιο

η
άλλη πρόσφορο του γελωτοποιού

ώσπου
να κολυμπήσω στο αίμα

ώσπου
κολυμπάνε σμέρνες

κομματιάζοντας τη
σάρκα μου

για
να στηρίζομαι πάνω της με τα χέρια

όπως
κάνει κατακόρυφο ένα παιδί

σε μια παραλία με
πέτρες

ρωτώντας πόσο κοστίζει

η
ηρεμία στον ουρανό

Κι
έπειτα τρίζω τα δόντια

σαν να τρέχω σε παλιές
σκάλες

Κατάβαση

Κατάβαση

για να μάθω πώς
ακονίζεται η ταραχή

του τυφλοπόντικα

υπόγεια

Γι αυτό φοβάμαι τα
αιχμηρά αντικέιμενα

μαχαίρι

ψαλίδι

κονσέρβα

Αλλά
κυρίως τα αιχμηρά υποκείμενα

ανθρώπους που με
πληγώνουν

ή εγώ που πληγώνω
ανθρώπους

ή πάλι εγώ που πληγώνω
τον εαυτό μου

Κι ακόμα περισσότερο
φοβάμαι τις αιχμηρές έννοιες

έρωτας

θάνατος

μνήμη

Όμως θα κοπώ

απ’όλα τούτα στο
σκοτάδι

για να γεμίσω τρύπες

ξεριζώνοντας
το πρωί

ένα καρφί στο λαιμό

και δυο στα γόνατα

ξεκρέμαστη

πέρα δώθε

ζούδι που επιμένει
να χορεύει

γύρω
από την ενέργεια μιας αιμάτινης χορδής

του αγαλήνευτου
ουρανού