Στο
Λευκό του βυθού, Λεωνίδα
Κακάρογλου
Το
ποιητικό έργο Στο
Λευκό του Βυθού του
Λεωνίδα Κακάρογλου – επανέκδοση 2019, εκδ.
Ραδάμανθυς – είναι μια ενιαία σύνθεση
κατά την οποία υπερρεαλιστικά κείμενα
που παραπέμπουν σε διηγήσεις ονείρων,
όπως το προλογικό Γενέθλιο
απόντων,
εισάγουν ενότητες με ποιήματα υπαρξιακού
χαρακτήρα. Το έργο ολοκληρώνεται με το
ποίημα που φέρει τον τίτλο 20/07/1952,
γενέθλια ημέρα του ποιητή. Έτσι, ως προς
το χρόνο, η ποιητική αφήγηση εξελίσσεται
σε ένα αινιγματικό παιχνίδι αρχής και
τέλους, θανάτου και ζωής, με διπλή κι
αντίστροφη γραμμική και ταυτόχρονα
αναδρομική διαδρομή .
Θεματικός
πυρήνας του ποιητικού έργου είναι ο
χρόνος και η μνήμη. Ο χρόνος ως φυσική
διάσταση, ως χρόνος του κόσμου, και η
συλλογική κοινή μνήμη ως σωματική,
διανοητική και ψυχική ταυτότητα, ως
κοινό πεπρωμένο: Μικρός
βυθός η μνήμη του κόσμου, κι όλοι μέσα
της κολυμπάμε τα χρόνια μας. Και
παράλληλα ο χρόνος ο ανθρώπινος, ο
πεπερασμένος, ο χρόνος που αφαιρεί, και
η μνήμη η προσωπική, που καταμετρά τις
αφαιρέσεις με νοσταλγία και οδύνη για
ό,τι χάθηκε, με αγωνία και φόβο για ό,τι
θα χαθεί.
Φτάνει
που οι μέρες μου
Ποδοπατήθηκαν
από τον χρόνο
Φτάνει
που πλήγιασαν
Από
το πήγαινε-έλα στην αναμονή
Κάτι
να μείνει απ’ αυτές
Να
τις θυμίζει
Στις
προσευχές
Της
μάνας μου
Γύρω
από τον πυρήνα της μνήμης και του χρόνου,
αναπτύσσονται ως παράλληλα θεματικά
κέντρα η ζωή και ο θάνατος, το όνειρο,
και η ποίηση, σε σχέσεις σύζευξης ή
αντινομίας, ως απόλυτα όρια ή ως γέφυρες
ανάμεσα σε παράλληλους κόσμους. Έτσι,
η μνήμη ανακαλεί τη ζωή και τον θάνατο,
το όνειρο τη μνήμη και αντίστροφα, η
ποίηση συναντά το όνειρο και την μνήμη,
και ούτω καθεξής, σε ένα ποιητικό ταξίδι
με καταλύτη τον χρόνο, όπου όλες οι
συναντήσεις είναι εφικτές και ταυτόχρονα
ανέφικτες, όλα συνυπάρχουν ή διαλύονται,
ενοποιούνται ή χάνονται σε ένα αινιγματικό
παιχνίδι φωτός και σκότους.
Leitmotif
του ποιητικού έργου είναι η θάλασσα, ως
επιφάνεια ή ως βάθος, ως φυσικό τοπίο ή
μεταφορά. Η
θάλασσα έραψε πάνω της τα κύματα/και
δεν με ταξιδεύει/για τούτο και τη
φωτογραφίζω ολημερίς… Η
θάλασσα λειτουργεί κατά περίπτωσιν ή
ταυτόχρονα ως σκηνικό ονείρου ή
πραγματικότητας, φωτογραφία, ακουαρέλα
ή κάδρο, ή ανάμνηση φωτός και θέρους.
Ακόμη, ως σύμβολο ποιητικό του χρόνου
και του αγνώστου, ως αλληγορία του
ανθρώπινου ασυνείδητου, της ανθρώπινης
ψυχής και μνήμης, αλλά και της ίδιας της
ποίησης.
Τ΄
άσπρο χαρτί
Θάλασσα
που κυματίζει
Και
πώς να κολυμπήσουν
Οι
λέξεις μου
Έτσι
που τα νερά γεμίσαν
Φύκια
Και
υπολείμματα ναυαγίων;
Άλλα
θεματικά μοτίβα – ενισχυμένα στις
επόμενες ποιητικές συλλογές του Λεωνίδα
Κακάρογλου, ως στέρεα πλέον και διακριτά
δομικά στοιχεία της ποίησής του-
είναι
το σκοτάδι σε αντιδιαστολή με το φως,
το φθινόπωρο και ο χειμώνας σε αντιδιαστολή
με το καλοκαίρι, η σκόνη, η νύχτα, το
χιόνι, η βροχή και η υγρασία, το σπίτι
και ο εγκλεισμός, η σιωπή και η αγρύπνια.
Στα
λυπημένα σπίτια
τα
βράδια, έχουν σβηστά τα φώτα
Φωνές
δεν αντηχούν
Μονάχα
σεργιανούν καημοί
Σμίγουν
σιωπές με ήχους μακρινούς της πόλης
Με
γλωσσική και υφολογική απλότητα, ο
ποιητής άλλοτε αναπαριστά παράδοξα
όνειρα – συναντήσεις με τη μνήμη και τον
θάνατο μέσα από την αποτύπωση, εναλλαγή
και διαδοχή υπερρεαλιστικών ή απολύτως
ρεαλιστικών εικόνων. …Μια
ανθρώπινη πομπή ερχόταν από το βάθος
της μεγάλης πλατείας. Τότε, η νέα γυναίκα
άρχισε να βγάζει τα ρούχα της. Έμεινε
τυλιγμένη μ΄ ένα θαλασσί πανί που κι
αυτό όμως άρχισε να το ξετυλίγει.
Όταν
τέλειωσε, στάθηκε ολόγυμνη μπροστά μου
και μου είπε: και τη θάλασσα κλέψαμε για
χάρη σου. Στη φέραμε να΄ χεις να κολυμπάς
εκεί που πηγαίνεις.
Πού
πηγαίνω: ρώτησα.
Οι
δυο γυναίκες γέλασαν κι άρχισαν να
τρέχουν προς το μέρος της πομπής που
όλο και πλησίαζε. Ο αέρας σήκωσε το πανί
ψηλά και με τύλιξε ολόκληρο…
Άλλοτε,
με τόνο χαμηλόφωνο και εξομολογητικό,
μοιράζεται διαπιστώσεις και εκμυστηρεύσεις
που ανασύρει στις ώρες της προσωπικής
μοναξιάς και αναμέτρησης με τον βαθύ
εαυτό.
“Περίλυπη
η ψυχή μου έως θανάτου”
Ποιος
είπε αυτή τη φράση;
Και
για τη λύπη δε με νοιάζει
Μα
για αυτό το έως θανάτου
Θανάτου
Θ…α…ν…
Φοβάμαι
Πρόκειται
για ποίηση με έντονη συναισθηματική
αποτύπωση των ψυχικών διαθέσεων του
ποιητή, με έντονη αυτοαναφορικότητα
και με εμφανή απόπειρα να γεφυρώσει
αντιθέσεις θεματικές και μορφολογικές.
Ο
ίδιος ο τίτλος Στο
λευκό του βυθού,
αποτυπώνει το ποιητικό ταξίδι του
Λεωνίδα Κακάρογλου μέσω όλων αυτών των
αντινομικών αναζητήσεων. Αν ο βυθός με
τη σκοτεινότητά του συνιστά τη βαθιά
μνήμη, ατομική και συλλογική, το άχρονο
και το άχωρο, το άγνωστο και το αινιγματικό
της ανθρώπινης ύπαρξης, την οδύνη των
πάσης φύσεως ναυαγίων, έναν παράλληλο
κόσμο ονείρου ή και τον ίδιο τον θάνατο,
ταυτόχρονα συνιστά και τη μήτρα της
ζωής και της γνώσης. Το λευκό αντίστοιχα
ανιχνεύεται και αναδύεται ως η
πραγματικότητα της ίδιας της ζωής που
γεννιέται ή ως η επίγνωση της αιώνιας
ροής – διαδοχής των πάντων. Ο ίδιος ο
ποιητής ολοκληρώνοντας την ποιητική
του σύνθεση στο γενέθλιο ποίημα καταλήγει
:
Στην
άκρη της καταπακτής
Με
τράβηξαν στο φως …
… Μικρές
φωνές πολιορκούσαν
Τη
μυρωδιά
Του
κόσμου.
Ίσως
εν τέλει στο
λευκό του βυθού
ο ποιητής να συναντά μια ολότητα φωτός
που υπερβαίνει και ενοποιεί ό,τι υπήρξε,
υπάρχει ή θα υπάρξει: όνειρο ή μνήμη,
ζωή ή θάνατο. Ίσως ακόμη να συναντά και
την ίδια την ποίηση, σύνθεση ζωής και
ονείρου, σιωπής και φωνής, ερώτηση και
ταυτόχρονα απάντηση στο αίνιγμα του
χρόνου και της μνήμης.
Άννα
Λαμπαρδάκη, φιλόλογος
(Το
κείμενο εκφωνήθηκε στις 7/10/2019
κατά την παρουσίαση του βιβλίου στα
Χανιά)