Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Χωρίς στεφάνι
Μεταγραφή: Ευάγγελος Ι. Τζάνος
Σημείωμα
Κάποιοι από τη γενιά μας είχαμε τη δυνατότητα να μελετήσουμε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στο πρωτότυπο, όπως και τον Εμμανουήλ Ροΐδη, μολονότι μας ήταν πιο εύκολος ο Γ. Μ. Βιζυηνός. Όπως είναι γνωστό, ο Παπαδιαμάντης δεν έγραψε για κάποιον κύκλο λογίων, αλλά, όπως συνηθιζόταν, για το αναγνωστικό κοινό των εφημερίδων, όσο συγκεκριμένο κι αν ήταν αυτό. Σήμερα, νομίζω, αρκετοί λάτρεις της λογοτεχνίας δυσκολεύονται να κατανοήσουν τον σημαντικό σκιαθίτη συγγραφέα. Στο μεγάλο διάστημα που μεσολάβησε από την εποχή της συγγραφής του έργου του η γλώσσας μας εξακολούθησε την πορεία της, όπως συμβαίνει τόσους αιώνες, με αποτέλεσμα, για τους πολλούς αναγνώστες και όχι για κάποιους συγγραφείς, η μεταγραφή του έργου του Παπαδιαμάντη να είναι απαραίτητη. Μόνον έτσι θα κατορθώσουν να περάσουν στο σήμερα η θέση του, οι εύστοχες παρατηρήσεις του για τον σύγχρονό του κόσμο και, όσο αυτό είναι δυνατό, το ύφος του. Μακάρι, στο μέλλον, η παρούσα μεταγραφή να θεωρηθεί δυσνόητη, ώστε να χρειάζεται καινούργια.
– Ευάγγελος Ι. Τζάνος
Χωρίς στεφάνι[1]
Τάχα δεν ήταν νοικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλή της; Τάχα δεν ήταν κι αυτή, έναν καιρό, νέα με ανατροφή; Είχε μάθει γράμματα στα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειο.
Και τηρούσε όλες τις κοινωνικές υποχρεώσεις της, κι έκανε τις δουλειές του σπιτιού καλύτερα από την καθεμιά. Στο σπίτι της και στα κατώφλια της είχε μεγάλη καθαριότητα, πρόθυμη ν’ ασπρίζει και να σφουγγαρίζει χωρίς ποτέ να βαριέται και χωρίς να δείχνει την παραξενιά εκείνη που συνηθίζεται σε όλες τις γυναίκες που αγαπάνε την καθαριότητα υπερβολικά. Και όταν έμπαινε η Μεγάλη Εβδομάδα διπλασίαζε τ’ ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσο, ώστε έκανε το πάτωμα ν’ αστράφτει και τον τοίχο να ζηλεύει το πάτωμα.
Ερχόταν η Μεγάλη Πέμπτη κι αυτή άναβε τη φωτιά της, έστηνε τη χύτρα της κι έβαφε κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά. Ύστερα ετοίμαζε τη λεκάνη της, γονάτιζε, σταύρωνε τρεις φορές τ’ αλεύρι, και ζύμωνε αγνά και με τέχνη τις κουλούρες κι έμπηγε σταυρωτά τα κόκκινα αυγά.
Και όταν νύχτωνε δεν τολμούσε να πάει ν’ ανακατωθεί με τις άλλες γυναίκες για ν’ ακούσει τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε να υπήρχε τρόπος να κρυφτεί πίσω από καμιά ψηλή και χοντρή γυναίκα ή στο τέλος της ουράς του γυναικείου πλήθους, κολλητά με τον τοίχο, αλλά φοβόταν μήπως γυρίσουν και την κοιτάξουν.
Τη Μεγάλη Παρασκευή όλη την ημέρα ρέμβαζε και μέσα της έκλαιγε και μοιρολογούσε τα νιάτα της και όσα αγαπούσε και είχε χάσει και ονειρευόταν ξυπνητή και σκεφτόταν να πάει κι αυτή το βράδυ προτού αρχίσει η Ακολουθία, ν’ ασπαστεί κλεφτά κλεφτά τον Επιτάφιο και να φύγει, όπως η Αιμορραγούσα εκείνη που έκλεψε από το Χριστό την ίασή της. Αλλά την τελευταία στιγμή, όταν άρχισε να σκοτεινιάζει, αποθαρρυνόταν και δεν αποφάσιζε να πάει. Της ερχόταν κόλπος.
Αργά τη νύχτα, όταν η ιερή πομπή με τους σταυρούς και τα λάβαρα και τα κεριά έβγαινε από το ναό, ανάμεσα σε ψαλμούς, ωδές και ανεβοκατεβάσματα μουσικών φθόγγων από τα ορφανά του Χατζηκώστα, και γινόταν θόρυβος και υπήρχε πλήθος κόσμου στο ημίφως, τότε ο Γιαμπής ο επίτροπος έτρεχε μπροστά για να φτάσει στο σπίτι του και να φορέσει τον μεταξωτό κεντητό σκούφο του και, κρατώντας το κεχριμπαρένιο κομπολόι του, να βγει στον εξώστη με τη ματαιωμένη από χρόνο σε χρόνο ελπίδα ότι οι ιερείς θ’ αποφάσιζαν να κάνουν στάση και ν’ αναπέμψουν δέηση κάτω από τον εξώστη του· τότε και η φτωχή Χριστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν έναν καιρό στη γειτονιά) στο μικρό παράθυρο του σπιτιού της, μισοκρυμμένη πίσω από το παραθυρόφυλλο, κρατούσε τη λαμπαδίτσα της με το φως φραγμένο στην παλάμη της, κι έριχνε άφθονο μοσχολίβανο στο πήλινο θυμιατό, προσφέρουσα από μακριά το μύρο σ’ Εκείνον που δέχτηκε κάποτε τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλής, χωρίς να τολμάει να πλησιάσει και να ασπαστεί τα άχραντα, τα τρυπημένα με καρφιά, τα στάζοντα αίμα πόδια Του.
Και την Κυριακή το πρωί, ώρες μετά τα μεσάνυχτα, στεκόταν πάλι μισοκρυμμένη στο παράθυρο κρατώντας την ανωφέλευτη και αλειτούργητη λαμπάδα της, και άκουγε τις χαρούμενες φωνές και τους κρότους, κι έβλεπε από μακριά και ζήλευε εκείνες που επέστρεφαν άρον άρον από την εκκλησία κρατώντας τις λειτουργημένες λαμπάδες τους αναμμένες μέχρι το σπίτι, ευτυχείς, και σκοπεύοντας να διατηρήσουν για όλο το χρόνο το άγιο φως της Ανάστασης. Και αυτή έκλαιγε και μοιρολογούσε τη φθαρμένη νεότητά της.
Μόνο το απόγευμα της Λαμπρής, όταν σήμαιναν οι καμπάνες των ναών για την Αγάπη, τη Δεύτερη Ανάσταση όπως αποκαλείται, μόνο τότε τολμούσε να βγει από το σπίτι, αθόρυβα κι ελαφροπατώντας, τρέχοντας και κολλώντας από τοίχο σε τοίχο, με τέτοιο τρόπο σα να επρόκειτο να μπει στην αυλή καμιάς γειτόνισσας για κάποια εξυπηρέτηση. Και από τοίχο σε τοίχο έφτανε στη βόρεια πλευρά του ναού, και από τη μικρή πλαϊνή πόρτα, κρυφά και κλεφτά, έμπαινε μέσα.
Όπως είναι γνωστό, στην Αθήνα η πρώτη Ανάσταση είναι για τις κυράδες, η δεύτερη για τις δούλες. Η Χριστίνα η Δασκάλα φοβόταν να πάει νύχτα στην εκκλησία μήπως την κοιτάξουν, και δε φοβόταν να πάει μέρα μήπως τη δουν. Γιατί οι κυράδες την κοίταγαν, οι δούλες απλώς την έβλεπαν. Σ’ αυτό έβρισκε μεγάλη διαφορά. Δεν ήθελε ή δεν άντεχε να έρχεται σ’ επαφή με τις κυρίες και υποβιβαζόταν στην τάξη των υπηρετριών. Αυτή ήταν η τύχη της.
Ωραίο και πολύ ζωντανό και γραφικό και πολύχρωμο ήταν το θέαμα. Οι πολυέλαιοι με όλα τα φώτα αναμμένα, οι άγιες εικόνες αστραφτερές, οι ψάλτες ψάλλοντες τα Πασχάλια, οι παπάδες όρθιοι με το Ευαγγέλιο και την Ανάσταση στο στέρνο τους τελούντες τον Ασπασμό.
Οι δούλες με τις κορδέλες τους και με τις λευκές ποδιές τους μοίραζαν βλέμματα δεξιά κι αριστερά και φλυαρούσαν μεταξύ τους χωρίς να προσέχουν την ιερή ακολουθία. Οι παραμάννες, οδηγώντας τα, κρατούσαν από το χέρι τρίχρονα και πεντάχρονα αγόρια και κορίτσια, που βάσταγαν τις χρωματιστές λαμπάδες τους κι έκαιγαν τα χρυσόχαρτα με τα οποία ήταν στολισμένες, κι έπαιζαν και μάλωναν μεταξύ τους και επιδίωκαν να κάψουν από πίσω τα μαλλιά του μπροστινού τους παιδιού. Οι λούστροι έριχναν βαρελότα σε πολλά απόμερα σημεία του ναού και κατατρόμαζαν τις δούλες. Ο μοναδικός αστυφύλακας τους κυνηγούσε, αλλ’ αυτοί έφευγαν από τη μια πλαϊνή πόρτα κι αμέσως ξανάρχονταν από την άλλη. Οι επίτροποι περιέφεραν τους δίσκους κι έραιναν με ανθόνερο τις παραμάννες.
Δύο ή τρεις νεαρές μητέρες της κατώτερης τάξης του λαού και επτά ή οκτώ παραμάννες κρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη αγκαλιά. Τα μικρά άνοιγαν κατάπληκτα τα γλυκά μάτια τους κι έβλεπαν με απληστία το φως των λαμπάδων, των πολυέλαιων και των μανουαλίων, τους κύκλους και τα σύννεφα του ανερχόμενου καπνού του θυμιάματος, και το κόκκινο και πράσινο φως που έμπαινε από τα βιτρό του ναού, το ανεμίζον ράσο του εκκλησιάρχη καλόγερου που έτρεχε μέσα-έξω σε διάφορα θελήματα, τα γένια των παπάδων που πήγαιναν πέρα-δώθε σε κάθε χαμήλωμα του κεφαλιού, σε κάθε κίνηση των χειλιών για να επαναλάβουν σε όλους το Χριστός ανέστη· έβλεπαν και θαύμαζαν όλα όσα έβλεπαν: τα αστραφτερά κουμπιά και τα στριφτά μουστάκια του αστυφύλακα, τους λευκούς κεφαλόδεσμους των γυναικών, και τις παρατάξεις των άλλων παιδιών, όσα ήταν αραδιασμένα κοντά ή μακριά· κι έπαιζαν με τις μπούκλες των μαλλιών των γυναικών που τα βάσταγαν κι έβγαζαν άναρθρους αγγελικούς φθόγγους.
Δυο οκτάμηνα βρέφη στις αγκαλιές δύο νεαρών μητέρων, οι οποίες στέκονταν όρθιες κοντά σε μια κολώνα και ακουμπούσαν η μια στον ώμο της άλλης, μόλις είδαν το ένα το άλλο, αμέσως γνωρίστηκαν και ήρθαν σ’ επαφή, και το ένα, ωραίο και καλό και εύθυμο, άπλωσε το μικρό απαλό χέρι του προς το άλλο, και το τραβούσε προς το μέρος του και ψέλλιζε ακατάληπτους ουράνιους φθόγγους.
Αλλ’ η φωνή του βρέφους ήταν διαπεραστική και ακούστηκε με ευκρίνεια εκεί γύρω, και ο Γιαμπής ο επίτροπος δεν αγαπούσε ν’ ακούει θορύβους. Σε όλες τις εσπερινές ακολουθίες των Παθών είχε γυρίσει πολλές φορές τις πυκνές τάξεις των γυναικών για να επιπλήξει κάποια φτωχή μητέρα του λαού επειδή το παιδάκι της είχε κλαψουρίσει. Ο ίδιος έτρεξε και τώρα να επιπλήξει και αυτή τη φτωχή μητέρα για τους άκακους άναρθρους φθόγγους του βρέφους της.
Τότε η Χριστίνα η Δασκάλα που στεκόταν λίγο παρακεί, πίσω από την τελευταία κολώνα, κολλητά με τον τοίχο, σύρριζα στη γωνία, σκέφτηκε άθελά της –και το σκέφτηκε όχι ως δασκάλα, αλλ’ ως ανίδεη και ανόητη γυναίκα που ήταν– ότι, καθώς αυτή νόμιζε, κανείς, ας είναι και επίτροπος ναού, δεν έχει το δικαίωμα να επιπλήξει φτωχή νεαρή μητέρα για το κλαψούρισμα του βρέφους της, όπως δεν έχει το δικαίωμα να την αποκλείσει από το ναό επειδή έχει βρέφος που ακόμη θηλάζει. Δεν μεταδίδουν καθημερινά τη θεία κοινωνία σε νήπια που κλαίνε; Και πρέπει να τα αποκλείσουν από τη θεία μετάληψη επειδή κλαίνε; Ως πότε όλη η αυστηρότητα των «αρμόδιων» θα απαιτείται και θα ξεθυμαίνει μόνο σε βάρος των φτωχών και των ταπεινών;
Από το μικρό αυτό περιστατικό, η Χριστίνα πήρε αφορμή να θυμηθεί ότι πριν χρόνια, μια νύχτα, κατά την ύψωση του Σταυρού, όταν πήγε να εκκλησιαστεί στο ναΐσκο του Αγίου Ελισσαίου, κοντά στην Πύλη της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγε τον Απόστολο και όταν απήγγειλε τις λέξεις «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός», ξαφνικά, κατά θαυμάσια σύμπτωση, ένα βρέφος άρχισε από το γυναικωνίτη να ψελλίζει δυνατά, αμιλλώμενο τη φωνή του αναγνώστη. Και οποία γλυκύτητα είχε το παιδικό εκείνο κελάδημα! Τόσο ωραίο πρέπει να ήταν το Ωσαννά που έψαλλαν τότε τα παιδιά των Εβραίων προς τον ερχόμενο Λυτρωτή. «Την κραυγή των μικρών και των ανίσχυρων την κάνεις δύναμη εναντίον των εχθρών σου, ώστε να βουβαθεί ο εχθρός κι ο διώκτης τους»[2].
Τέτοια ξαναθυμόταν η Χριστίνα, σκεπτόμενη ότι καμιά μητέρα δε θα ήταν τόσο αφιλότιμη ώστε να μη στενοχωριέται και να μην κάνει, βιαστική, να σωπάσει το βρέφος της, και να μην παρακαλεί ν’ ανοιχτεί μια πόρτα στον τοίχο κοντά της, σαν από θαύμα, για να βγει όσο πιο γρήγορα γίνεται. Οι νουθεσίες του επιτρόπου ήταν περιττές, προξενούσαν πρόσθετο θόρυβο, και αφού σε βρέφος σε ηλικία θηλασμού όλα τα συνηθισμένα μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα, και μόνη η μητέρα είναι κάτοχος άλλων μέσων πειθούς, είναι περιττό να έρθει κάποιος για να της τα υπενθυμίσει. Κι έπειτα λένε ότι οι άντρες έχουν περισσότερο μυαλό από τις γυναίκες!
Έτσι πίστευε η Χριστίνα. Αλλά τι να πει; Αυτηνής δεν της έπεφτε λόγος. Αυτή ήταν η Χριστίνα η Δασκάλα, όπως την έλεγαν κάποτε. Παιδιά δεν είχε ώστε να φοβάται τις επιπλήξεις του επιτρόπου. Τα παιδιά της τα είχε θάψει χωρίς να τα έχει γεννήσει. Και ο άντρας που είχε δεν ήταν σύζυγός της.
Ήταν ανδρόγυνο χωρίς στεφάνι.
Χωρίς στεφάνι! Πόσα τέτοια παραδείγματα…
Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσουμε σήμερα. Ελλείψει όμως άλλης πρόνοιας, χριστιανικής και ηθικής, για να είναι τουλάχιστον συνεπείς προς τους εαυτούς τους και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσουν τον πολιτικό γάμο.
Από τον καιρό που είχε ανάγκη τις συστάσεις των κομματαρχών για να διορίζεται δασκάλα, ένας από τους κομματάρχες αυτούς, ο ταβερνιάρης Παναγής ο Ντεληκανάτας, την είχε εκμεταλλευτεί. Άμα άλλαξε η κυβέρνηση και δεν μπορούσε πλέον να τη διορίσει, της είπε: «Έλα να ζήσουμε μαζί κι αργότερα θα σε στεφανωθώ». Πότε; Ύστερα από λίγους μήνες, μετά ένα εξάμηνο, μετά ένα χρόνο.
Έκτοτε παρήλθαν χρόνια και χρόνια, κι εκείνος είχε ακόμη μαύρα τα μαλλιά κι αυτή είχε ασπρίσει. Και δεν τη στεφανώθηκε ποτέ.
Αυτή δεν γέννησε παιδί. Εκείνος είχε κι άλλες ερωμένες. Και γεννούσε παιδιά μ’ αυτές.
Αυτή η ταλαίπωρη μαθαίνοντας, επιπλήττοντας, διαμαρτυρόμενη, υπομένοντας, εγκαρτερώντας, έπαιρνε τα νόθα του αστεφάνωτου άντρα της στο σπίτι και τα ζέσταινε στην αγκαλιά της αποκτώντας μητρική στοργή, τα πονούσε. Και τα ανάσταινε και πάσχιζε να τα μεγαλώσει. Και όταν γίνονταν δύο ή τριών χρόνων, και τα είχε πονέσει πλέον σαν δικά της παιδιά, τότε ερχόταν ο Χάρος συνοδευόμενος από την οστρακιά, την ευλογιά και άλλες δύσμορφες συντρόφους… και της τα έπαιρνε από την αγκαλιά της.
Τρία ή τέσσερα παιδιά τής είχαν πεθάνει έτσι μέσα σε επτά ή οκτώ χρόνια.
Κι αυτή πικραινόταν. Γερνούσε και άσπριζε. Κι έκλαιγε τα νόθα του άντρα της σα να ήταν αληθινά δικά της. Κι εκείνα τα φτωχά, τα μακάρια, πετούσαν γύρω από τα άνθη του παραδείσου συντροφιά με τα αγγελάκια.
Εκείνος δεν της έκανε πλέον λόγο για στεφάνωμα. Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερε σιωπηλά.
Και όλο το χρόνο έπλενε και συγύριζε. Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαφε τ’ αυγά κόκκινα. Και τις καλές ημέρες δεν είχε την τόλμη να πάει κι αυτή στην εκκλησία.
Μόνο το απόγευμα του Πάσχα, στην ακολουθία της Αγάπης, χωνόταν κρυφά και δειλά στο ναό για ν’ ακούσει το «Αναστάσεως ημέρα» μαζί με τις δούλες και τις παραμάννες.
Αλλ’ Εκείνος, που αναστήθηκε «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων», που δέχτηκε το μύρο και τα δάκρυα της αμαρτωλής, και του ληστή το Μνήσθητί μου, θα δεχτεί και αυτής της φτωχής τη μετάνοια, και θα της δώσει χώρο και τόπο χλοερό και άνεση και αναψυχή στη βασιλεία Του την αιώνια.
Βιογραφικό
Ο Ευάγγελος Ι. Τζάνος γεννήθηκε το 1962 στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Διήγημά του δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέες Τομές», (1984). Κυρίως, εκδίδει βιβλία πεζογραφίας. Οι συλλογές του «Σύνεργα», «Ενέδρα», «Λαβή» και η νουβέλα «Αφανισμός» αποτελούν τα τέσσερα μέρη της τετραλογίας με τον τίτλο «Το Τυχαίο». Το 2021 εκδόθηκε η εργασία του «Γεράσιμος Βώκος. Η ζωή και το έργο του. Η βιβλιογραφία του (1886–2020)». Στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο εκπόνησε τη Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία με θέμα: «Η Αγία Γραφή και η μαρτυρία της Ορθοδοξίας στο συγγραφικό έργο του Φώτη Κόντογλου» (2018–2019).
[1]Όπως βρίσκεται στο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τόμ. 1-5, κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1984, τόμ. 3, σελ. 131-137.
[2]Ψλ, 8:3. Ο Παπαδιαμάντης παραθέτει από τους Εβδομήκοντα. Η μετάφραση προέρχεται από το Η Παλαιά Διαθήκη, Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, εκδ. Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 2003, σελ. 797. Υπάρχει και σημείωση.