Η αναγνώριση




Τα νέα τον βρήκαν
στο δρόμο για την Ρώμη. Ο μικρός αδερφός
του είχε σκοτωθεί σε μια ενέδρα του
στρατού. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου.
Από τα δυτικά ερχόταν μια τρομερή
καταιγίδα. Το πρόσωπο του αδερφού του
έφεγγε ξεκάθαρο. Αύριο πρέπει να γίνει
η αναγνώριση. Και έπειτα οδικώς ξανά
για την κοιλάδα της Τσέζια. Αν βιαστεί
θα είναι εκεί πριν το χάραμα. Έτσι δεν
είναι φίλε, βάζεις στοίχημα πως θα
κατορθώσω την καλύτερη ταχύτητα. Τώρα
τρέχει κόντρα στον καιρό, δώδεκα κύλινδροι
και ατέλειωτα μίλια. Οι τραυματιοφορείς
μεταφέρουν τη σωρό του. Φέρει ένα τραύμα
στον δεξιό ώμο από πυροβόλο όπλο. Ένας
ακαθόριστος αριθμός θραυσμάτων έχει
πληγώσει αναπενόρθωτα σκόρπια σημεία
του σώματος. Ξημερώνει, μπορείς να πεις
πως η καρδιά σου γίνεται εκείνη η ψυχή
του αηδονιού που ανέκαθεν υποπτευόμουν
όταν σε κοιτούσα να καίγεσαι μες στα
θεωρήματα. Σε λίγο η πόλη ρίχνει τα πέπλα
της, μια ολόκληρη ταξιαρχία εργοστασίων,
υψικάμινων, ανόθευτων, βιομηχανικών
μαρτυριών κάνει την εμφάνισή της. Απ΄έναν
άλλο δρόμο φθάνεις. Βλέπεις για πάντα
πια εκείνο τ΄όνειρο μες στην αυλή με
τον κόσμο που βαδίζει περίλυπος. Εσύ,
μ΄ένα μπουκέτο κοιτάς απ΄τ΄άδειο
παράθυρο. Ρωτάς τι συνέβη, ποιος πέθανε,
ρωτάς για να συμμεριστείς τον πόνο τους.




Οι κόκκινοι
δέχθηκαν ένα ολέθριο πλήγμα. Χθες αργά,
μια περίπολος του απελευθερωτικού
στρατού εντόπισε ίχνη των εναπομείναντων
αξιωματικών μιας φανταστικής μεραρχίας.
Τους έστησαν ενέδρα, τους κύκλωσαν,
αποφάσισαν να τους σκοτώσουν. Κάτι
κουβέντες περί αμνηστείας μοιάζουν
κάπως καθυστερημένες, ωστόσο η πολιτεία
πασχίζει ν΄αποκαταστήσει τη μνήμη τους,
να γεφυρώσει τους επικίνδυνους γκρεμούς.




Σ’ όλο τον δρόμο
μιλούσαν. Για ποδόσφαιρο, κορίτσια, για
παλιούς φίλους. Εκείνος με το καλοκαιρινό
του κοστούμι, με φόντο τον Σκαραμαγκά
και έναν σωρό ιδέες. Οι σιδηρόδρομοι
μετέωροι, οι φοιτητές που χαιρετούν
απ΄τα βαγόνια τους, γερνώντας εκεί
μπροστά στα μάτια μας. Ύστερα σε κερνάω
ένα τσιγάρο ακόμη, κάτι μου υπενθυμίζεις,
κάτι που τέλειωσε για πάντα μαζί σου.
Ανοίγεις μια πόρτα, μου λες εδώ θα΄ναι
το καταφύγιό σου. Δεν αφήνεις κλειδιά,
δεν αφήνεις τίποτε. Κανείς δεν φεύγει
δίχως κουβέντα.




Οι επιζώντες
θα δικαστούν αύριο. Η καταδίκη τους
είναι βέβαιη.




Τώρα φθάνουμε
στο τέλος. Έχει πια ξεσπάσει η παλιά
καταιγίδα και εγώ γυρίζω σαν αγρίμι
πάνω απ΄την φωλιά, ψιθυρίζοντας τ΄ονομά
σου. Κάνω σινιάλα με τα φώτα,, να δεις
κάτι θαύματα.




Έφθασε στην
Ρώμη χαράματα. Ο στρατός την είχε
κατακτήσει. Το μητροπολιτικό
νοσοκομείο,ανάβει μ΄έναν πελώριο σταυρό.
Μοιάζει μ΄ωραίο, ιερατικό θεσμό στο
βάθος ενός δρόμου.




Και η ιστορία
να χάνεται ξανά μες σε εκείνες τις
ομίχλες που τη γέννησαν και που ξανά θα
την φέρουν σ΄αυτό το παράξενο προσκήνιο.