Παναγιώτης Δημητριάδης

πικροδάφνη (6/8/’45)

ο κηπουρός δεν δίστασε

ξεκοίλιασε το κίτρινο λουλούδι

φυτεύοντας ένα σπάνιο πορφυρό μανιτάρι

καημό είχε να το δει σαν μεγάλωνε

δίπλα, μια παλιά φωτογραφία

μαρτυρούσε το χαμόγελό της

στο βάθος πικροδάφνες

αγόρευαν την ομορφιά της

άσπρα, μωβ και κόκκινα ρόδα

ξεγύμνωναν το κορμί της

εκείνη, παρέμεινε στις στάχτες

μόνο το νήριον ξαναφύτρωσε

θεραπευτικό, μα τοξικό φυτό

σκέτο δηλητήριο αν το καπνίσεις

την αγαπάς ακόμα;

το κωφό βλέμμα

στέρησε την απάντηση

ρίγος με χάραξε, Όχι!

‘η αυτοχειρία είναι των αδύναμων

δειλών κι επαίσχυντων

εκείνων των μικροπρεπών

που σκιάζονται στον ήλιο

το βλέμμα μην τολμώντας

ν’ αγκιστρώσουν πουθενά’

θυμήθηκα τα λόγια του δασκάλου

φίλε, μ’ ακούς, κοιμάσαι;

μόνο το νήριον ξαναφύτρωσε

από το κάρβουνό της

με πράσινο χρώμα των ματιών

και ρόδα σαν τα στήθη

μες στην τρέλα το ’κοψε

και το ’πιε

πώς δοξάζεις Έρωτα

με στεφάνια νηριίνης

αν και πολλοί σε γνώρισαν

μόνο νεκροί σε πίστεψαν



σε πολέμους κι έρωτες επιτρέπεται ο θάνατος

παρακαλώ λοιπόν

όπως σκοτώνετε ελεύθερα



αλληγορία ενός λεπτού

ήμουν εγώ

ο τυφλός θεατής

στο ασύμμετρο σώμα

που λείπει

ήμουν εγώ που ψιθύρισα

με φάλτσο φερέφωνο

στον κωφό ακροατή

λέξεις δίχως κόκκαλα

που έκρυψα

με περίσσια τέχνη

κάτω απ’ τη γλώσσα

δεν ήμουν εγώ

αλλά ό,τι χώρεσε η σιωπή

σε μια λέξη