Δημήτρης Μανουήλ
Τέσσερα ποιήματα
Ο βασιλιάς είναι κουτός
Τον φώναξαν να βοηθήσει.
Ήτανε βασιλιάς – καταπώς ένιωθε.
Όταν αντίκρισε την μαύρη γη
και τα κορμιά που έχυναν το δέρμα τους
στο χώμα,
με μια του διάφανη κίνηση
πέταξε στέμμα και χλαμύδα.
«Θα βοηθήσω ως απλός εργάτης.
Δεν μπορώ ως κάτι άλλο.
Κανένας δεν μπορεί.»
Βούτηξε τα χέρια
ως τους αγκώνες
μέσα στην πίσσα
και σφήνωσε εκεί.
Οι ακόλουθοι μιμήθηκαν
την ξαφνική σπουδή του.
Η μαύρη γη
ακόμη ανέκφραστη.
Τα εργατικά κορμιά
γύρισαν ευγενώς από την άλλη.
Ήτανε βασιλιάς – καταπώς γνώριζαν.
Υπουργείο Δημόσιας Τάξης
Κάθε συμφιλίωση
είναι μια παγίδα
που υπονομεύει
τα χέρια σου,
ξεφλουδίζει τις γροθιές σου
αφήνοντας τζούφιες
παλάμες απλωμένες,
για να μασάνε
οι χειραψίες και
να χωνεύουν τα φιλικά
χτυπήματα στην πλάτη
Κάθε συμφιλίωση
κραδαίνει υποτιμητικά
ένα φάκελο
με τα στοιχεία σου
διαγραμμένα
και ένα νουμεράκι
από πάνω,
για να μην νομίζεις
δηλαδή ότι σε ξέχασαν,
κι ας σου έκοψαν
το πρόσωπο
Όσοι κι αν παίζουν
monopoly,
εσύ, που κοιτάς,
πάντα θα χάνεις
και θ’ απορείς
πώς σε βάλανε φυλακή,
εσύ μια φιλική επίσκεψη
τους έκανες
για μια φιλική κουβεντούλα,
τι φταις ο δύσμοιρος που ξέχασες
τους κακούς σου τρόπους.
Τα χρόνια της Ωγυγίας
Έμενε στην άκρη του Φθινοπώρου,
σ’ ένα ξεχασμένο απ’ τον Αύγουστο κοχύλι.
Είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τα σύννεφα,
μισό ερωτηματικό πριν το ζητούμενο.
Ξεκρέμαστος πλανήτης και αδέξιος.
Περπατούσε στις σελίδες του Μέλλοντος,
διασχίζοντας τη στεγνή του διώρυγα.
Σφύριζαν τα γράμματα και φεύγαν’,
από τον φάρο πέφταν’ τα πουλιά.
Ξυπνούσε με το κύμα πανωσέντονο.
Η παλιά πατρίδα
ήταν ένα στρογγυλό κομμάτι γης
που χανόταν μακριά
μέρα τη μέρα
κι οι συγγενείς
κλειδωμένοι στο ύπαιθρο
έσπαγαν πόδια και χέρια
στατικοί.
Έτσι, τ’ αποφάσισε
και το ‘σκασε κάποτε.
Καθώς κλείνει τα μάτια
και θυμάται τη νεροποντή,
ξέρει πόση απόσταση
μπορείς να διανύσεις
χωρίς να πας πουθενά
και πόσο αλλιώτικος μοιάζει ο κόσμος
μόλις διανύσεις τόση απόσταση.
21 γραμμάρια
Ένα κοπάδι αστέρια
καταδύθηκε
στον βαθύ της πυρετό.
Διέσχισε τα δωμάτια
πίσω από τα μάτια
πεταρίζοντας.
Οι οπλές άφησαν
μια γούβα στα χείλη,
ένα χνάρι μακαριότητας.
Ήταν απλή.
Το πρόσωπο, τα πόδια
έφεγγαν αθώα.
Ένα κοπάδι αστέρια
αναδύθηκε
απ’ τον βαθύ της ύπνο.