Αλέξανδρος Αραμπατζής

Τρία ποιήματα

1.-

Στο τρένο νιώθει την τσίκνα της ανθρώπινης σάρκας – μια κλωστή

αδιόρατη δένει τα χέρια του μ΄ ασημένιες παγίδες- ένα έντομο δίπλα του κάνει

βρούτσου βρούτσου και κατακερματίζει τις λεπτεπίλεπτες ίνες της σκέψης του-

στο τζάμι αντιφεγγίζει το μπακιρένιο χρώμα μιας φούστας – η ασπρομάλλα γιαγιά

κεντάει τις αναμνήσεις της σε μια μωρουδιακή ζακέτα – το βλοσυρό καπέλο του ελεγκτή εστιάζει στις κόρες των ματιών του – μυρμηγκιάζει στην αφή του  η υπερβατική ανατριχίλα από τον σμαραγδένιο της ύπαρξης μαρασμό–

τι άλλο να περιμένει; -στο μικρό ταξιδιωτικό του σακίδιο ενεδρεύει η απαράμιλλη ματαιότητα-

το φως βουλιάζει μαλακά κάτω από τα βλέφαρά του- άγνωστα τρένα πηγαινοέρχονται με άγνωστους και ξυλιασμένους επιβάτες- μήπως τελικά  ο πιο μακρινός προορισμός της ζωής είναι η ανθρώπινη καρδιά;

Robert Frank

2.-    

Τα πέντε δάχτυλα του ενός χεριού

Είναι εκατομμύρια σήματα και χειρονομίες

Είναι εκατομμύρια κρυφοί σχηματισμοί

Που δένουν την κίνηση με το νόημα

Και την ζωή με την άρνηση και την κατάφαση

Τα πέντε δάχτυλα του ενός χεριού

Είναι ένα πανέρι με παράδοξες αλχημείες

Όταν αυτές τις βαφτίζουν με λαθραία ονόματα

Όπως λ.χ. νύχι, δέρμα, γραμμή της ζωής

Μοχλοί μοιρασμένοι στην δράση και στην αδράνεια

Κλειδωμένοι ιδανικά σ΄ ένα εωσφορικό κουτί

Π΄ ανοίγει γεμίζει και κλείνει στην στιγμή

Και ξανανοίγει για ν΄ αδειάσει στην στιγμή

Εκατομμύρια πόθους και πάθη που ψηλαφήσανε

Τ΄ άγρυπνα μάτια της σολιψιστικής μου παλάμης

Alfred Stieglitz

3.-

Δεν μας ξαφνιάζουν πια οι καλοί άγγελοι

΄Εχουν ρίξει τόσες σπαθιές μπρος στα μάτια μας

Που κάθε τους μάχη την πιστέψαμε  δική μας

Και  στην κάθε τους μάχη όλοι λαβωθήκαμε

Αλλά  ακόμα και σήμερα ακριβώς δεν ξέρουμε 

Τι ρόλο παίξαμε εμείς

΄Η παίζουμε ακόμη σ΄ αυτήν την αιματοχυσία

Εκτός από το να τρέχουμε δηλαδή να  φτυαρίζουμε

Σωρούς από κόκαλα  θνητών   κι  αποτελειωμένα  ιδανικά

Και να ταίζουμε  μ΄  αυτά κι άλλα τέτοια πολλά

Της  φρικαλέας κόλασης τα  βρώμικα καζάνια