«Το όνειρο»
Ελένη Χρ. Γούλα
Έπαιρνε λαχεία κάθε βδομάδα. Ο λαχειοπώλης την ήξερε με το όνομά της. Κάθε μέρα σχεδόν περνούσε απ’ το μαγαζί. Κουβεντιάζανε κιόλας. Λογαριάζανε τα κέρδη και φανταζόντουσαν μαζί τις επενδύσεις
Εκείνη τη Δευτέρα μπήκε ολόχαρος. Την αγκάλιασε.
¬–Είκοσι εκατομμύρια! Ακόμη είχαμε τις δραχμές.
Ψάχνει για το λαχείο. Μέσα στο συρτάρι του μαγαζιού, εκεί που είχε τα χρήματα. Το κλειδί στη μικρή του τρυπούλα. Μόνο μερικά χαρτονομίσματα!
–Θα είναι στο σπίτι…
Τρέχει, Είκοσι εκατομμύρια, ιλιγγιώδες ποσόν. Πόσα πράγματα θα έκανε, πόσο θα άλλαζε η ζωή τους. Τα είχε τόσες φορές υπολογίσει, τα είχε ονειρευτεί και να τώρα, επιτέλους!
Πότε ανέβηκε τις σκάλες, πότε ανακάτωσε τα συρτάρια. Έψαχνε σαν τρελή. Είχε τρελαθεί. Οι σφυγμοί της στο κόκκινο.
–Δε μπορεί γαμώτο να χάθηκε το λαχείο! Το μόνο λαχείο που κέρδισε τόσα χρόνια! Δε μπορεί γαμώτο!
Ποιοι ήταν κείνη τη μέρα στο μαγαζί; Ποιος άλλος ήξερε για το λαχείο, το κλειδί, τον αριθμό; Μία υπάλληλο είχε. Την ίδια όλα τα χρόνια, από μικρό κοριτσάκι.
–Μάγδα, σώσε με. Σε παρακαλώ, ψάξε!
Ψάξανε όλοι. Και ο αδερφός της και ο άντρας της και η μάνα της…
Το λαχείο δε βρέθηκε κι εκείνη δεν έμαθε ποτέ τι είχε απογίνει.
Μπορεί να πλύθηκε στο πλυντήριο, μπορεί να το πέταξε μαζί με άχρηστα χαρτιά κατά λάθος, μπορεί να της έπεσε καθώς έκανε κάποια κίνηση. Κάπου –κάπως, να παράπεσε.
Δεκαπέντε χρόνια. Τόσα έχουν περάσει από τότε και άλλο όνειρο τόσο ολοφάνερο δεν είχε ξαναδεί.
–Όλο το μπάνιο είχε γεμίσει σκατά. Βγαίνανε από παντού, ανεβαίνανε και σκεπάζανε τα πλακάκια, τη μπανιέρα, το νιπτήρα. Στεκόμουνα στην πόρτα και τα κοίταζα πανικόβλητη, όταν ξαφνικά, χωρίς καμιά αιτία, χωρίς να μπει κανείς στο μπάνιο, χωρίς τίποτα να μεσολαβήσει, το δάπεδο άρχισε να καθαρίζει! Το σιφόνι με κάποιο μαγικό τρόπο, ρούφηξε όλη τη βρωμιά, το μπάνιο έγινε μεμιάς λαμπίκο!
Ολοφάνερο! Αν ονειρευτείς σκατά, λεφτά θα λάβεις.