Tων διακοπών
Και πάλι τα αμέριμνα πλήθη
Και πάλι τα σκουπίδια τους
Οι ταβέρνες και τα ουζερί
Η γλυκερή φωνή της επαγγελματία
Τα μισθωμένα οράματα των διακοπών.
Αποκατάσταση
Στις πλατείες ξεχειλίζουν μίση.
Αφού καθαριστούν οι πλάκες, όπου εχθές
Δεκάδες είχαν ξεψυχήσει
Ο Δήμος θα τοποθετήσει
Αγάλματα και παιδικές χαρές.
Άγονο
Στο Νίκο Τ.,
δυο ασπρόμαυρες φτερούγες
Τη νύχτα που δε σου ‘βγαινε το ποίημα
Ό,τι σκατά κι αν μασουλούσες
Ώρα μοναχική και περασμένη
Βάρυνε εικόνα απόλυτη
Εκείνο το έντρομο σκυλί επάνω στη νησίδα
Ώρα αιχμής, σ’ οδό ταχείας κυκλοφορίας
Χωρίς να ξέρει πού το μπρος και πού το πίσω.
Ένα περαστικό οδηγούσες αυτοκίνητο.
Τι κι αν το σκέφτηκες σ’ όλη τη διαδρομή;
Τι κι αν το πασπαλίζεις τώρα καραμελωμένη τύψη;
Σκατά. Ούτε το ίδιο ούτε το ποίημα ωφελεί.
Μη νοιάζεσαι
Ξέρει ο Χρόνος
―Εσύ μη νοιάζεσαι―
Και διαλεχτής
Και βουτηχτής
Και σφουγγάρι.
Ως και ημείς
Βροντή κι αντάρα οι ρόδες
Απ’ το αυτοσχέδιο καρότσι της
Σέρνουν μαζί τους τη σκουριά
Κι από τους κάδους ξεπηδάν
Αναμαλλιάρικα γατιά, ενώ
Μ’ ένα παλιό ρολό στο χέρι
Αυτή ξεθάβει.