ΠΡΌΛΟΓΟΣ ΣΤΑ ΑΡΑΒΙΚΆ ΠΑΡΑΜΎΘΙΑ ΤΗΣ ΑΘΉΝΑΣ
στον Ιχάμπ
Παρέα κουτσοπίνει, βράδυ Τρίτης
ήρθε η κουβέντα και στα παραμύθια
δάσος των κύκνων, λαίδη και αλήτης•
σιωπούσες. «Για να πω και την αλήθεια
δεν είχα παραμύθια ούτε κασέτες»
κι έχωσες το πιρούνι στα ρεβίθια
και του ψωμιού μας μοίρασες τις φέτες.
«Παιδιά, ζήσαμε εμείς στην ίδια πόλη;»,
ρωτάω και γελώ. Απ’ τις μπασκέτες
φαντάζομαι κρεμιόσουν. Οι, όλοι κι όλοι,
τρεις-τέσσερις Αιγύπτιοι, των γονιών σου
φίλοι, ιδέα δεν είχαν για την Ντόλυ,
ιδέα κι η αδελφή σου. Ο κανών σου
τα κλασικά εικονογραφημένα
δεν συμπεριλάμβανε. Στον νου σου
έχε, πως αν και λες ότι κανένα
δεν διάβασες βιβλίο απ’ όλα τούτα
τουλάχιστο όπως φαίνεται σ’ εμένα
κοιτώντας παραμύθια μου στην κούτα
στον Όλιβερ, στα δράματα των έξι
στα πονηρά της Φρουτοπίας φρούτα
στο κάθε τι, ένα ρόλο έχεις παίξει
κι έχεις παντού δική σου μια ιστορία
και πρωταγωνιστείς -ποιος να πιστέψει
σε κάθε παιδική μου αλληγορία
ΌΝΕΙΡΟ ΠΑΡΑΜΟΝΉ ΤΗΣ ΜΕΤΆΓΓΙΣΗΣ
στη γιαγιά Σταυρούλα
Είπε η μαμά ότι πέθανες. Η μαμά πάντα καταστροφολογεί.
Δεν πέθανες, δεν θα πεθάνεις τώρα. Ήρθαμε στα μαύρα να
σε δούμε, κι όπως ήσουν με τα μάτια κλειστά ξαπλωμένη στο
ντιβάνι σου, σηκώθηκες, πέταξες από πάνω σου το σεντόνι,
και με το αντρικό κουστούμι που φορούσες έτρεξες προς την
πόρτα, άνοιξες την πόρτα, δεν ήταν εκεί το κλιμακοστάσιο,
ήταν ο δρόμος, οι δρόμοι• έτρεξες, και χωρίς να φοβάσαι,
πέρασες όλα τα φανάρια με κόκκινο.
1η δημοσίευση, έντυπη θράκα, τεύχος 3-4