Μη μου μιλάς άλλο πια

(Ούρλιαζε μου)

Δε μπορείς να μου μιλάς για βηματισμό.

Για συρροή, ίσως.

Η μέθοδος εξέλειψε νωρίς.

Στις κόψεις των ρημαγμένων ξυραφιών,

στις φαγωμένες μασέλες των γκρεμών.

Άνω ποταμών και μετά των καταρρακτών,

παραληρώντας, δεν μπορείς πια να μιλάς

για τον πυρετό.

Βιβλικά παρατηρώντας όμως, η όμορφη

Ραχήλ,

ακόμη φοράει κρίκο στην μύτη και στον

αριστερό λοβό, μέχρι και στον αφαλό

και αλλού ακόμα – πυρετώδες αυτό.

Οι κάτοικοι χτίζουν ως τώρα τους πύργους

ψηλούς που να ξύνουν τα ουράνια,

Καθώς οι Σοδομαίοι ξεψυχούν

και ξεφτιλίζουν τα εσώψυχα κι αυτοί όσο μπορούν.

Στα Γόμορρα;

Στα Γόμορρα ληστεύουνε, πορνεύουν,

μα κυρίως εξαπατούνε,

τα γομάρια.

Δεν μπορείς πια να μιλάς για

κεφαλάρια στης αϋπνίας τα

στρώματα,

γιατί ξεστρωμένες,

υστερικές, ευνουχισμένες,

μοναχικές,

ψυχασθενείς, ναρκωτικές, άπληστες,

βαμπιρικές, παραδόπιστες, ανόητες,

εγωιστικές, ζηλιάρες, μισαλλόδοξες,

ειδωλολατρικές, τσογλάνισσες ταλαίπωρες

ψυχές,

μικροαστικά

και

ζημιάρικα,

τσαλακώνονται.

Φίδι

Σιωπηλά

κι ύπουλα,

τσουλάει ο χρόνος

σα μαύρο φίδι

βουβά εκτυλίσσεται.

Τυλίγει σ’ άγριο σύμπλεγμα,

γονείς και απογόνους.

Αφήνει ξάφνου τους ανίδεους,

απόμερους και μόνους.





Θεοφάνεια

Αρχίσαν πάλι τα οράματα,

σφαίρες φλεγόμενου φωτός,

που εν τω μέσω της νυκτός με διαπερνούνε.

Κι εγώ σου λέω: Μην είσαι συ,

που σα μια δύναμη ασαφής,

ξέρεις καλά να μ’ οδηγείς

σε τρομερά σημεία της Γής

με το χαμόγελο στο στόμα;