ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΠΡΟΤΙΘΕΜΕΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΓΙΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΕΔΟΥΑΡΔΟΥ Δ΄
Ω για μια φωνή σα βροντή, και μια γλώσσα
Να πνίξει του πολέμου το λαρύγγι! Όταν οι αισθήσεις
Κλονίζονται, και η ψυχή στην παραφροσύνη οδηγείται,
Ποιος να σταθεί μπορεί; Όταν των καταπιεσμένων οι ψυχές
Στον ταραγμένο που μαίνεται αέρα πολεμάνε, ποιος να σταθεί μπορεί;
Όταν της μανίας η λαίλαπα απορρέει από τον
Θρόνο του Θεού, όταν οι δυσθυμίες της όψης Του
Αντάμα τα έθνη οδηγούν, ποιος να σταθεί μπορεί;
Όταν η Αμαρτία τινάζει τα πλατιά της φτερά πάνω από τη μάχη,
Και ιστία αγάλλονται στου θανάτου την πλημμύρα:
Όταν οι ψυχές ξεσχίζονται σ’ αέναο πυρ,
Και δαίμονες της κόλασης αγάλλονται στη σφαγή,
Ω ποιος να σταθεί μπορεί; Ω ποιος το έχει προκαλέσει αυτό;
Ω ποιος ν’ απαντήσει μπορεί στον θρόνο του Θεού;
Της γης οι βασιλείς κι οι ευγενείς το έχουν πράξει!
Δεν το ακούς, Ουρανέ, οι διάκονοί σου το έχουν πράξει!
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ ΙΩΑΝΝΗ
Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ έχει σηκώσει ένα ξίφος για να βυθίσει στης Αλβιώνας
το στήθος• διότι οι αμαρτίες της Αλβιώνας είναι πορφυρο-βαμμένες, και η
κόκκινη μάστιγα τους έρημους γιους της ακολουθεί. Έπειτα ο Πατριώτης
ξεσηκώθηκε• απανωτά ξεσηκώνεται ο Πατριώτης, όταν η Τυραννία έχει
κηλιδώσει της ωραίας Αλβιόνας το στήθος με την αιματοχυσία των παιδιών
της. Γύρω από τα μεγαλοπρεπή του πόδια βροντές κυλάνε βαθιά• κάθε
καρδιά τρέμει, και κάθε γόνατο λύνεται. Τρέμουν τ’ αστέρια τ’ ουρανού•
η βρυχώμενη λαλιά του πολέμου, η σάλπιγγα, σε μάχη καλεί. Ο αδελφός
στο αίμα του αδελφού του πρέπει να λουστεί, ποταμούς θανάτου. Ω γη η
πιο άμοιρος! Ω νήσος περικαλλής, πόσο εγκαταλειμμένη! Θρήνησε από τα
ασημένια σου σιντριβάνια, από τα ήπιά σου ποτάμια θρήνησε! Θρηνεί του
νησιού ο άγγελος! Οι χηρευόμενες παρθένες σου θρηνούν υπό τις σκιές σου!
Οι ηλικιωμένοι σου πατέρες για πόλεμο ζώνονται! Το θηλασμένο βρέφος
ζει για να πεθάνει στη μάχη• η θρηνούσα μητέρα για τη σφαγή το ταΐζει!
Παρατάει ο αγρότης την λυγισμένη του συγκομιδή! Το αίμα ουρλιάζει
από μακριά! Η γη μόνη της σπέρνεται! Η απαστράπτουσα νεολαία των
αυλών πρέπει να λάμψει στα όπλα! Οι ηλικιωμένοι γερουσιαστές τ’ αρχαία
τους ξίφη λαμβάνουν! Οι τρεμάμενοι του γήρατος τένοντες να εργαστούν
πρέπει το έργο του θανάτου έναντι των απογόνων τους• διότι έχει εκτείνει
η Τυραννία το πορφυρένιο της χέρι, κι «Αίμα», ουρλιάζει: «τ’ άρματα και
τ’ άλογα, ο θόρυβος της κραυγής, και η φοβερή βροντή της μάχης από
μακριά ακούγονται!» Πρόσεχε, Ω περήφανε! εσύ να ταπεινωθείς πρέπει•
το βίαιό σου μέτωπο, η σιδερένια σου καρδιά, χτυπημένη, ωστόσο η επίμονη
Τύχη είναι αργή. Ω ακόμη να ξαναχαμογελάσει η Αλβιόνα μπορεί, και
τα ειρηνικά της χέρια να εκτείνει, και να σηκώσει το χρυσό της κεφάλι,
θριαμβευτικά! Οι πολίτες της θα συναθροιστούν γύρω από τις πύλες της,
θα τραγουδήσουν στη θάλασσα επάνω οι ναύτες της και μυριάδες στους
ναούς της θα πληθύνουν! Τραγουδούν οι θυγατέρες της έως το έτος του
ξεσηκωμού!