σελ:68

εκδόσεις Ενδυμίων




Προσομοίωση

δεν προσποιούμαι

δε φοβάμαι

οι άγκυρές μου σε μια ξέρα ριζωμένες

σε παγερό κρεβάτι χειρουργείται

η ψυχή μου και η αναισθησιολόγος

ανήσυχη

χρόνος μηδέν ξανά

σμήνη αποδημητικών

των άλλων οι ζωές

ο πόνος ποντικός που βγαίνει απ’ τ’ αλεύρι

πυρ και μανία να ιριδίσει το φουρνάρικο

της νοσοκόμας η μορφή σκουραίνει ολοένα

αγγέλου μοιάζει σκοτεινού που κάνει χρέη θανάτου

φριχτό των φίλων το φιλί

ήσυχος ύπνος


Μέρες δίσεκτες



χωρίς διάθεση για παιχνίδια

τις αποκριές θα ντυθώ μεταξοσκώληξ

να’ χω μια σοβαρή πιθανότητα 

να πετάξω

Ανάνηψη

ρίγησα δέος με τον Κάλβο

μια νύχτα στο Λιβόρνο

ήμουν το σφάγιον

ένοιωσα το βλέμμα του

το παγερό χαμόγελο

τον ήχο του καθαρτηρίου

φωνές-να τον προλάβουμε έλεγαν-

φωτάκια αναβόσβηναν

με λύσσα ενός πνιγμένου

στης Γόρτυνας το δίστρατο

είπα να πάω στα μέρη μου

μήπως και ξαποστάσω 

να ξαναπάρω τα βουνά

την άβολη χαρά μου να γιορτάσω 

μια επιβίωση ακόμα ξεκινά .