ΟΤΑΝ
ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ΤΗ ΜΟΥΣΑ ΜΟΥ


Την
κοίταξα στα γρήγορα κι έβγαλα τα γυαλιά 

μου
–τραγούδαγαν ακόμη. Σαν τζίτζικας

τερέτισαν στο
τραπεζάκι του καφέ κι έπειτα 

σίγησαν.
Πρόβαλε η φωνή της σαν καμπάνα και το 

ηλιόφως
ευθύς διεθλάσθη. Ένιωσα το ταβάνι

τής
αψίδας να παίρνει τη μορφή κι ήξερα πως

τ’
ακρόνυχα κει πάνω αλλιώς αισθάνονταν

ό,τι
αγγίζαν. «Εγώ είμ’ ο δικός σου τρόπος 

αντίληψης των
πραγμάτων», είπε. «Σαν 

μ’
αφήσεις να ζήσω πλάι σου, κάθε σου 

βλέμμα
στον κόσμο γύρω σου δεν θα ‘ναι πια παρά

ένα
είδος σωτηρίας». Κι εγώ της έπιασα το
χέρι.



ΡΩΤΑ
ΜΕ


Κάποια
στιγμή σα θα ‘χει παγώσει το ποτάμι

ρώτα
με 

για
λάθη που ‘χω κάνει. Ρώτα με αν 

ό,τι
έχω κάνει στη ζωή είναι κι η ίδια η
ζωή μου. Κάποιοι 

με
βήμα αργό εισχώρησαν στη σκέψη μου,
κι άλλοι

είτε γιατρειά είτε
πληγή προσπάθησαν σε μένα

να
χαρίσουν: ρώτα με τι διαφορά έκανε 

η
πιο δυνατή αγάπη τους ή το σφοδρότερό
τους μίσος.


Θ’
ακούσω ό,τι έχεις να μου πεις.

Μπορούμε
να στρέψουμε μαζί το βλέμμα

στ’
αμίλητο ποτάμι περιμένοντας. Ξέρουμε

πως
το ρεύμα είναι

εκεί,
κρυμμένο· όπως και ένα

συνεχές
πήγαινε-έλα από μίλια μακριά

που

συγκρατεί
την ηρεμία του νερού εδώ ακριβώς μπροστά
μας.

Ό,τι
λέει το ποτάμι, τούτο λέω και εγώ.



Επίμετρο:

Ο
Ουίλιαμ
Στάφορντ

(Κάνσας, 1914 – Όρεγκον, 1993) ήταν Αμερικανός
ποιητής, πατέρας του επίσης ποιητή και
δοκιμιογράφου Κιμ Στάφορντ. Καταγό
μενος
από εύπορη οικογένεια, είχε πασιφιστική
δράση και ήταν «ένας εκ των ήσυχων της
γης», όπως χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό
του. Δίδασκε στο
Lewis
&
Clark
College
του Όρεγκον έως και την συνταξιοδότησή
του το 1980 και εξέδωσε την πρώτη του
ποιητική συλλογή σε ηλικία 48 χρόνων, η
οποία και του χάρισε το 1963 το Εθνικό
Βραβείο Βιβλίου για την Ποίηση. Έκτοτε,
ακολούθησε μια πληθώρα ποιητικών
συλλογών (
γύρω
στους 65 τόμους ποιητικού και πεζού
λόγου)
,
διακρίσεων και βραβείων. Ωστόσο, είναι
χαρακτηριστική η ανεξαρτησία που
διέκρινε τον βίο του από τις όποιες
κοινωνικές και λογοτεχνικές προσδοκίες.
Τα ποιήματά του είναι σύντομα κι ο λόγος
του ήπια εκπεφρασμένος

η ποίηση του εκπέμπει μιαν ηρεμία σαν
απόρροια διαλογισμού. Η γλώσσα του, όπως
και η ποίησή του, είναι απατηλά απλή

ήτοι
φαινομενικά μόνον. Χαρακτηριστική
είναι, επίσης, και η μοναδικής τεχνοτροπίας
σύνθεση του λόγου του. Η ποίησή του
αποτελεί για τον αναγνώστη μιαν ιδιαίτερα
ξεχωριστή οδό προς στην καρδιά του
κόσμου. Τα περισσότερα ποιήματά του
λαμβάνουν χώρα στις όχθες ενός ποταμού,
στην πλαγιά ενός βουνού, στην άκρη του
δρόμου ή δίπλα σε μια έξοδο. Δεν έπαψε
ποτέ να γυρίζει, με όλες τις αισθήσεις
του, πίσω στην σύνδεσή του με τόπους και
χρόνους μακρινούς: τα σύνορα των παιδικών
του χρόνων κι η έρημη απεραντοσύνη της
ιθαγενούς Αμερικής. Έγραφε καθημερινά,
και το ημερολόγιό του έφτασε εν τέλει
τις 20,000 σελίδες. Στα 79 του χρόνια, τον
πρόδωσε η καρδιά. Το πρωινό της ημέρας
του θανάτου του, είχε γράψει ένα ποίημα
με τον εξής χαρακτηριστικό στίχο: «‘Δεν
έχεις ν’ αποδείξεις τίποτα’, είπε η
μάνα μου, ‘να ‘σαι μονάχα έτοιμος για
ό,τι σου στείλει ο Θεός’».