Λ (Λάμδα)

Amo ergo mundus talis est.

    Προχωρούσαμε, φεύγοντας από μια θεατρική παράσταση (θέατρο-ντοκουμέντο) και κατευθυνόμασταν σε κάποιο μπαρ, στο Κουκάκι. Στη διαδρομή, καταθέσαμε τις κριτικές μας για την παράσταση.

    Παραγγείλαμε μπύρες και σφηνάκια μπέρμπον. Σύντομα βρεθήκαμε -ως συνήθως- να μιλούμε για τους αγαπημένους μας φιλοσόφους και, κάποια στιγμή, εκείνη μου είπε κάτι που είχε σκεφτεί από μόνη της και που το είχα σκεφτεί κι εγώ από μόνος μου, και εκείνη την περίοδο με απασχολούσε πολύ. Το γεγονός ότι κάποιες φορές έχεις μια ιδέα ή ίσως την ιδέα μιας ιδέας ή καλύτερα την ιδέα για μια ιδέα, που ήδη κάποιος φιλόσοφος έχει καταθέσει, πριν από σένα. Διαβάζεις τις σκέψεις σου στο κείμενο κάποιου άλλου που έχει ζήσει μια άλλη ζωή, σε έναν άλλο χρόνο και χώρο, ενίοτε ακόμα και με τις ίδιες λέξεις.

    Είναι κάπως περίεργο που διαφορετικοί άνθρωποι (μοναδικότητες), είναι σε θέση να συλλάβουν κάτι κοινό γι’ αυτούς, είτε σε μεγάλη χρονική απόσταση, είτε στην ίδια χρονικότητα, χωρίς να γνωρίζονται, χωρίς να έχουν κοινά βιώματα, αναγνώσματα, χωρίς καν να μοιράζονται απαραίτητα κοινές αντιλήψεις για τα πράγματα και τον κόσμο, κοινές αξίες, ήθη, έθιμα, συνήθειες.

    Το “πως” συμβαίνει αυτό, ένιωθα ότι πρέπει να εξερευνηθεί μέσα από το “γιατί”. Γιατί τα σχήματα στη λογοτεχνία του Μπόρχες (του κρυφού μαθηματικού της τέχνης) απασχολούν τη σύγχρονη κοσμολογία; Ακόμα ακόμα, αν το σκεφτούμε παραπέρα, προηγείται η ιδέα ή αυτή συντίθενται; Θα ήταν δυνατόν να ψαρεύεται από μια απέραντη θάλασσα, από ικανούς ψαράδες; Έστω όχι ακριβώς η ιδέα καθεαυτή και όχι το πλαίσιό της, αλλά ο ενστικτώδης παλμός που ενδιαιτεί εκεί. Μπορούμε να έχουμε την ίδια ιδέα, επειδή δε μας ανήκει; Πñvς (και εννοώ γιατί) μπόρεσε να συλλάβει επί παραδείγματι ο Αϊνστάιν, την κοσμολογική σταθερά που τόσο δημιούργησε όσο και υπήρχε εκεί; Ίσως να μην είναι απλά ικανότητα· την αποκήρυξε ως την μεγαλύτερή του γκάφα, άλλωστε (η μεγαλύτερή του γκάφα ήταν ότι την αποκήρυξε ως τη μεγαλύτερή του γκάφα), γιατί τη δημιούργησε για να αποδείξει ότι το σύμπαν δε διαστέλλεται -κι όμως, η κοσμολογική σταθερά μας βοηθάει σήμερα να κατανοήσουμε γιατί το σύμπαν διαστέλλεται. Ίσως λοιπόν να είναι αναγκαιότητα; Μοίρα; Τη συνέλαβε γιατί έπρεπε να τη συλλάβει, για να βοηθηθούμε εμείς;

    Το μυαλό μου άρχισε να σκέφτεται σε μεγαλύτερη κλίμακα χώρου. Γιατί υπάρχει αυτό το σύμπαν, που διαθέτει -ακριβώς- τις ιδιότητες που απαιτούνται, ώστε να περιλαμβάνει ζωή και νοήμονα όντα; Η ανθρωπική αρχή ή έστω μια απλή εκδοχή της (αδύναμη), μας λέει ότι το σύμπαν φέρει νοήμονα ζωή για να μπορέσει αυτή να παρατηρήσει και να προσπαθήσει να κατανοήσει το σύμπαν. Σαν μια ταυτολογία: “Σ’ αγαπώ γιατί σ’ αγαπώ”.

2.036 x 10^(-35) s^(-2)

    Ενδεχομένως να είναι πιο σύνθετο· υπάρχουν και πιο σύνθετες εκδοχές της ανθρωπικής αρχής (καταλήγουν σε κάτι απλό κι αυτές, γιατί όλα εναποθέτονται στην απλότητα). Ίσως ζούμε σε ένα μετα-σύμπαν που περιλαμβάνει πολυσύμπαντα και σε διαφορετικά τμήματα αυτού του απροσδιόριστα μεγάλου μετα-σύμπαντος, υπάρχουν διαφορετικές ιδιότητες. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, το γεγονός ότι μπορούμε και υπάρχουμε εκεί που μπορούμε να υπάρξουμε. Κι όμως, δεν αποκλείει αυτή η συνθήκη, την ίδια στιγμή, την τυχαιότητα της ύπαρξης αυτού του χώρου, μέσα σε τόσους πολλούς χώρους. Ένα λελογισμένο συμβεβηκός.

    Οι σκέψεις μου δεν ήταν συλλογισμοί, αλλά άμορφα τοπία που περνούσαν γρήγορα σαν να τα κοίταζα μέσα από ένα τραίνο κι έτσι δεν ήμουν τόσο κουραστικός με τις φλυαρίες μου, όσο τώρα. Βοηθούσε φυσικά και η μουσική του Nick Cave που έπαιζε το μπαρ και το αλκοόλ. Ο διάλογός μας, στην πραγματικότητα, ήταν πολύ πιο σημαντικός και ενδιαφέρων από ό,τι αυτός δημιούργησε τυχαία για τις ανάγκες αυτού του διηγήματος, όμως εδώ δεν κατατίθεται γιατί εδώ δεν είναι η πραγματικότητα, αλλά μια υπερβολική προσπάθεια διάσωσης των τοπίων. Ο διάλογος δεν κινδυνεύει- δεν ξεχνώ ποτέ τι μου λέει· δεν έχει ανάγκει να γραφτεί.

    Σε εκείνο το σημείο που ήξερα ότι πρέπει να σταματήσω να μιλάω, σταμάτησα να σκέφτομαι φωναχτά και την άφησα να συλλογιστεί τα παραπάνω και να πιει την μπύρα της, όσο εγώ συνέχιζα να σκέφτομαι πως εκείνο το απόγευμα της 14ης Μαΐου του 2015 που την έβλεπα να φεύγει μετά την πρώτη μας συνάντηση, ήταν η στιγμή που σταμάτησα να είμαι μόνος και να με απασχολούν συμπτώματα σε μηχανές αναζήτησης στο διαδίκτυο και συμπτωματολογίες. Ήταν γραφτό κι όμως τυχαίο να έρθει στην ζωή μου και να μου δώσει αυτό το πολύτιμο δώρο που είναι αρχή και σταθερά στον κόσμο· το δώρο που τόσο κοντά στον έρωτα είναι (αν και οι άνθρωποι δεν το έχουν καταλάβει) και που απασχολούσε τον Αριστοτέλη σε όλη του την ζωή. Το δώρο της ύπαρξης μέσα στην ύπαρξη, να παρατηρώ την ζωή της, μέσα στη ζωή και vice versa.

    Τώρα, αρκετούς μήνες μετά από εκείνο το βράδυ, μετά από αρκετά χρόνια από τότε που ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες ζούσε κι έγραφε, τώρα, ανοίγω τα μάτια, μόνο και μόνο ως μια λογική συνέχεια, ως ένα εργαλείο, μόνο και μόνο επειδή έγραψε ο Μπόρχες: “Κλείνω τα μάτια”, χωρίς να γράψει πότε τα ανοίγει, και προσθέτω την τελευταία φράση που λείπει από το Argumentum Ornithologicum και που δεν είναι καν δική μου, αλλά τη δανείζομαι από τον Αϊνστάιν (την έχω όμως σκεφτεί από πριν την διαβάσω):

(η [προ]τελευταία φράση του Argumentum Ornithologicum λέει: “Άρα ο Θεός υπάρχει”.)

What really interests me is whether God had any choice in the creation of the world.”

    Κλείνω εκ νέου τα μάτια, για να τα ανοίξει κάποιος άλλος και να δει το ίδιο πράγμα που είδα κι εγώ, χωρίς να το έχει διαβάσει εδώ.

Νίκος Δασκαλόπουλος