Henri Cartier-Bresson |
Νάνσυ Αγγελή , Πού είναι το σπίτι;
Είναι απόγευμα και περπατώ αργά. Βρίσκομαι στον επαρχιακό δρόμο πάνω απ’ το ποτάμι και βαδίζω κατά μήκος των χαμηλών σπιτιών που εκτείνονται σε ευθεία γραμμή ως εκεί που φτάνει το μάτι. Ο ήλιος είναι γλυκός, ο αέρας ελαφρύς, αν και δεν ξέρω να πω με σιγουριά αν είναι άνοιξη ή χειμώνας, Δευτέρα ή Τρίτη, ή μέχρι πού φτάνει πραγματικά το μάτι… Προσπερνώ τσιμεντένιες αυλές, κλειστές αυλόπορτες, πράσινα κάγκελα, μαδημένα γιασεμιά. Την προσοχή μου μονοπωλούν πράγματα άνευ σημασίας, παρατημένα εργαλεία, φύλλα στην άκρη του χωμάτινου μονοπατιού, ένα εκκρεμές, ξεχαρβαλλωμένα ελλενίτ… τίποτα αξιόλογο, ενδείξεις μόνο ανθρώπινης δραστηριότητας, η οποία αυτή τη στιγμή που περπατώ μοιάζει απολύτως απούσα. Δεν είναι η πρώτη φορά που περνώ από δω, γνωρίζω το μέρος, όχι όμως όπως λέμε σαν την παλάμη του χεριού μου. Θεωρητικά, ξέρω πού βρίσκομαι ή πού τελειώνει ο δρόμος κι έτσι συνεχίζω να περπατώ σχετικά ανέμελα, αν και η τόση ησυχία, στα όρια της εγκατάλειψης, αρχίζει σιγά σιγά να με ανησυχεί. Δεν αφήνω τον εαυτό μου να πανικοβληθεί πάντως, δεν πρόκειται παρά για έναν απλό περίπατο λέω μέσα μου. Εν μέρει το να περπατώ έτσι μοιάζει να είναι η μόνη λογική επιλογή, η μοναδική λύση. Πρέπει να φτάσω στο τέλος του δρόμου κι ύστερα θα μπορώ να δω το σπίτι από μακριά. Έτσι έχουν τα πράγματα. Αν θέλω να βρω το σπίτι, πρέπει να βρω το τέλος του δρόμου.
Αυτή η σκέψη, που μοιάζει με αξιώμα, ξεκαθαρίζει τα πράγματα μέσα μου και συνεχίζω όσο ο δρόμος συνεχίζει. Προσπαθώ να μην δείχνω αγχωμένη, έχω μια περίεργη αίσθηση πως κάποιος με παρατηρεί κρυφά από κάπου κι είναι σαν να περνώ κάποιου είδους δοκιμασία της οποίας τον τελικό στόχο δεν γνωρίζω. Δεν τολμώ να βάλω τα χέρια στις τσέπες γιατί αυτό θα μπορούσε να εκληφθεί ως υπερβολική σιγουριά, οι μηχανισμοί της τύχης που με έφεραν σ’ αυτή τη θέση είναι μάλλον ανώτεροι από μένα και θα ήταν ανώφελο να τους προκαλέσω. Το γεγονός πως ο δρόμος δεν φαίνεται να εγκυμονεί ιδιαίτερους κινδύνους, μπορεί να είναι παραπλανητικό. Τίποτα αντικειμενικά επικίνδυνο δεν υπάρχει γύρω μου, κι όμως μια αόριστη αίσθηση επικινδυνότητας πλανιέται κατά κάποιο τρόπο. Σαν να προσπαθεί κανείς να μαντέψει την άγρια ζωή που κρύβεται πίσω από την γαλήνια επιφάνεια, στον σκοτεινό βυθό μιας λίμνης. Ή σαν να παρατηρεί κάποιος ένα σουρεαλιστικό τοπίο. Κάπου υπάρχει κάποιο λάθος. Κάτι βρίσκεται σε λάθος θέση, κάτι που μοιάζει ρεαλιστικό είναι ψεύτικο. Ένα λάθος δέντρο, μια αντιστρόφως ανάλογη απόσταση, ένας φαινομενικά εύκολος γρίφος… Ή η παντελλής έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας.
Όση ώρα περπατώ σ’ αυτόν τον εξοχικό δρόμο που γνωρίζω και με ξενίζει ταυτόχρονα, σαν πίνακας πολύ ρεαλιστικός για να είναι αληθινός, έχω χρόνο να σκεφτώ διάφορα πράγματα. Οι σκέψεις που έρχονται στο νου μου είναι στην αρχή αθώες, αλλά σιγά σιγά μοιάζουν να περιπλέκονται, αν έχει ψύχρα ή όχι, τί έφαγα χτες, αν πλήρωσα τη δόση του γυμναστηρίου, πού είναι το τέλος του δρόμου, θα φτάσω ποτέ, γιατί περπατώ, ποιό είναι το νόημα; Κι ύστερα, σαν τα υπαρξιακά ερωτήματα να λύνονταν μόνο μέσα από την εμπειρία, προσηλώνομαι στις πέτρες, το χώμα, το δρόμο, τα βήματα μου…
Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει, μα μοιάζει σαν να περπατώ αιώνες. Κάποια στιγμή φτάνω στο τέλος του δρόμου, αλλά αυτό που βλέπω από μακριά δεν είναι το σπίτι που ξέρω. Είναι ένα άλλο σπίτι, το οποίο βλέπω για πρώτη φορά στη ζωή μου και στο σημείο αυτό η αίσθηση του παράλογου που με καταδίωκε ως τώρα κορυφώνεται σαν μεγάλο ολόγιομο φεγγάρι που εμφανίζεται στο μέσο ενός γαλάζιου ουρανού. Αλλά ο ήλιος συνεχίζει να είναι γλυκός, ο αέρας ελαφρύς. Έτσι μου’ ρχεται να φωνάξω με όλη μου τη δύναμη «Πού είναι το σπίτι; Πού είναι το σπίτι;», αλλά για κάποιο λόγο αυτό δεν γίνεται γιατί υποτίθεται ότι αυτό είναι το σπίτι. Στέκομαι εκεί και νιώθω ένα πρωτόγνωρο φόβο να με τυλίγει όσο όλες οι αισθήσεις μου μοιάζουν να με προδίδουν. Συγκεντρώνω το βλέμμα μου στην εικόνα του ξένου σπιτιού, που είναι το δικό μου, και δεν μπορώ να πιστέψω στα μάτια μου. Κάπου αλλού το δικό μου σπίτι θα μοιάζει ξένο σε κάποιον που το κοιτάζει από μακριά όπως εγώ.