Alfred Stieglitz

ΠΟΙΗΣΗ, ΤΡΑΥΜΑ ΚΑΙ ΜΕΣΟ-ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

της Κωνσταντίνας Κοντοπούλου

   

Τι νέο ξημερώνει για τη λογοτεχνία μετά τη σειρά τρομοκρατικών χτυπημάτων μετά την 11η Σεπτεμβρίου; Ποιός είναι ο ρόλος της στην κάθαρση και την ψυχολογία του αναγνώστη και του πολίτη που βιώνει την αλλαγή σε μια Δύση που διαρκώς απειλείται; Υπάρχει άραγε χώρος η χρόνος για λογοτεχνία κι αν ναι, υπό ποιες συνθήκες και οπτικές;

   Η ταυτότητα της εποχής αυτής ως μιας μεσοτρομοκρατικής εποχής είναι  αδιαμφισβήτητη.  Αν θεωρήσει κάνεις πως το μεταίχμιο στο χαρακτηρισμό της ως τέτοια προέκυψε με το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου και σε συνδυασμό με όσα ακολούθησαν και ακολουθούν, μπορεί κάνεις να οικειοποιηθεί την ιδέα της “μεσοτρομοκρατικής” ως επίθετο που χαρακτηρίζει την εποχή που βιώνουμε. Στη σκιά αυτού του κλίματος άνθισε κι μια νέα λογοτεχνική οπτική, εκείνη της ανάγκης για λογοτεχνία που αφορά το τραύμα της δίνης αυτής. Μπορεί κάνεις να κατανοήσει βαθύτερα το νόημα μιας τέτοιας ενεργείας καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που η λογοτεχνία έχει υπάρξει σημαντικός αρωγός κατά τη διάρκεια η μετά από κάποια πολεμική επιχείρηση η δυσάρεστο γεγονός που θα άλλαζε την πορεία της ιστορίας σε μεγάλο βαθμό και ως συνέπεια θα άλλαζε ένα μέρος της ιστορίας  όπως την ήξερε ο κόσμος πριν. Στην Ελλάδα και Κύπρο όπου περισσότερο η εσωτερική τρομοκρατία δέσποζε για δεκαετίες, η σκιά της εποχής αυτής ήρθε αργοπορημένα το 2015, σε μια εποχή που πλέον η Ευρώπη έγινε το επίκεντρο μιας επικείμενης δυσπλασίας με αβέβαιη εξέλιξη από την πλευρά της διεθνούς τρομοκρατίας.

   Η σημασία της “ίασης” ή καλυτέρα της “κάθαρσης” των μετατρομοκρατικων τραυμάτων μέσα από την ποίηση είναι μια ιδιαίτερη διαδικασία που απαιτεί πολύ προσεκτική ανάλυση εξαιτίας της διαφορετικότητας της. Η ποίηση αυτή σχετίζεται με το υπαρξιακό τραύμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε μπορεί πια να συγκριθεί με θεωρίες τραύματος που αφορούν και την ψυχολογία. Έτσι ξημερώνει μια νέα εποχή κατά την οποία το έργο της λογοτεχνίας γίνεται πιο δύσκολο αφού πλεον στόχο έχει ακόμη και την κάθαρση από ένα νέο καθημερινό φαινόμενο. Η αβεβαιότητα και η φύση της απώλειας περιπλέκονται με την πολιτική σ’ ένα παιχνίδι οράματος και τέρψης που δεν έχει ξαναβρεθεί στην ανθρωπινή ιστορία και δεν μπορεί τελικά να έχει κάποια σύγκριση με την ποίηση εποχών μεσοπολέμου, παγκοσμίων πολέμων και μεταπολεμικών εμπειριών. Γι αυτό και σε πολλά βιβλία θεωρητικών στην παγκόσμια λογοτεχνία το τραύμα αυτό έχει ονομαστεί ιστορικό, ένα γεγονός που αδιαμφισβήτητα πιστοποιείται από την ιδία την ιστορική πραγματικότητα στη σύγχρονη της εκδοχή. Ο Baudrillard το τοποθετεί στο αρχείο της προσωπικής του θεωρητικής προσέγγισης ως ένα συμβολικό γεγονός το όποιο άλλαξε την πορεία της Ιστορίας όπως μέχρι τότε την ξέραμε. Μπορεί όμως η λογοτεχνία σ’ έναν κόσμο όπου τα τραύματα πολλαπλασιάζονται να γίνει αρωγός στο να καταπραΰνει τους διαρκείς φόβους ενός απλού ανθρώπου καθώς περπατά στο δρόμο μιας πλέον ακόμη και Ευρωπαϊκής πόλης; Μπορεί τελικά να πιστοποιήσει πως η δύναμη της ποίησης αφορά “ ενθύμια φρίκης” (  Καρούζος 1979)   Τι όμως κάνει τον πόνο τόσο διάχυτο πλεον ακόμη και σε όσους δε βιώνουν τα γεγονότα στην “απόσταση βολής” τους ; Τα γεγονότα μαθαίνονται και το ότι μαθαίνονται τόσο γρήγορα είναι ζήτημα εικόνας.Η εικόνα μεταφέρει μαζί με την εμφάνιση των δεδομένων και των περιστατικών, το αίσθημα και την ατμόσφαιρα του γεγονότος που προβάλλεται. Κουβαλά όλες εκείνες τις ιστορίες των ανθρώπων που ποτέ δε γνωρίσαμε και αποτελούν ένα κομμάτι της Ιστορίας. Αυτό δρα οντολογικά ως έναυσμα για ένα είδος παγκοσμιοποιημενης ταύτισης με τον πόνο των άλλων ενώ ταυτόχρονα θέτει γεγονότα και καταστάσεις ως γενικές σταθερές παγιώνοντας τον κίνδυνο που αφορά όλα τα κράτη, όλα τα ταξίδια και όλα τα μέσα μεταφοράς. “Απ’ όλες αυτές τις ανατροπές, κρατάμε προ πάντων την όψη των εικόνων. Πρέπει να κρατήσουμε το δέος που προκαλούν αυτές οι εικόνες και την σαγήνη τους, γιατί αυτές αποτελούν, είτε το θέλουμε είτε όχι, την πρωταρχική σκηνή μας. Τα γεγονότα της Νέας Υόρκης, έχοντας ταυτόχρονα εξωθήσει στα άκρα την παγκόσμια κατάσταση πραγμάτων, εξώθησαν στα άκρα και την σχέση της εικόνας με την πραγματικότητα.” ( Baudrillard, Το Πνεύμα της Τρομοκρατίας, 2002). Η φύση λοιπόν της εικόνας δρα καθοριστικά στον τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας μας.

   Ταυτόχρονα το γεγονός ότι καθένας θα μπορούσε να είναι θύμα η μάρτυρας πανομοιότυπων γεγονότων επιτείνει την παγκόσμια μελαγχολία θέτοντας την ως ένα όπως θα χαρακτήριζα “σύμπτωμα της ψυχοπαθολογίας της εποχής” που οριστικοποιείται από τη ροη της εικόνας. Μάλιστα η επιρροή της εικόνας ακόμα και πριν την εξάπλωση του φαινόμενου στην Ευρώπη είχε επηρεάσει και ευρωπαίους ποιητές όπως  η μεγάλη ποιήτρια πολωνικής καταγωγής  Wislawa Szymborskaπου επιχείρησε στο ποίημά της “Φωτογραφία από την 11η Σεπτεμβρίου” που γράφτηκε το 2005, να γράψει για την εικόνα της μέρας που άλλαξε τον κόσμο.   Παραθέτω ένα απόσπασμα του ποιήματος

“They jumped from the burning floors—
one, two, a few more,
higher, lower.

The photograph halted them in life,
and now keeps them  
above the earth toward the earth.

Each is still complete,
with a particular face
and blood well hidden.”
 

Ο βραβευμένος με Pulitzer Galway Kinnell με στόχο την κάθαρση μέσω απεικόνισης στο ποίημά του «Όταν οι Πύργοι Έπεσαν,” (που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Α Yorker, τον Σεπτέμβριο του ’02) περιγράφει μέσω λογοτεχνικών μεταφορών, έντονες εικόνες που παραπέμπουν σ’ ένα κλίμα απελπισίας και μυστικισμού που θυμίζει ταινίες τρόμου. Από το πρωτότυπο κείμενο, το χαρακτηριστικό αυτό απόσπασμα δίνει μια αίσθηση του ποιήματος

 “Some with torn clothing, some bloodied
some limping at top speed like children
in a three-legged race, some half dragged,
some intact in neat suits and dresses,
they swarm, in silence, up the avenues,
many dusted to a ghostly whiteness,
with eyes rubbed red as the eyes of a Zahoris,
who can see the dead under the ground.”

Οι περιγραφές είναι αρκετά δυνατές με έντονες εικόνες που ακόμα κι αν δεν τις βίωσε κάνεις, μπορεί να τις οραματιστεί. Οι οντολογικοί συλλογισμοί ωστόσο βγαίνουν στο προσκήνιο με μερικούς ποιητές που επικαλούνται τη μοίρα όπως ο Ιρλανδός Seamus Heaney ο όποιος προσαρμόζοντας ένα από τα ποιήματα του Οράτιου, συνδέει τον τρόπο που η μοίρα αυθυπαραβάλλεται ανάμεσα στις εποχές μετατρέποντας την Ιστορία σ’ ένα φαύλο κύκλο γεμάτο αθώα θύματα. Το ποίημα με τον τίτλο “ Το καθετί μπορεί να συμβεί” (Anything can happen)  θέτει λοιπόν ως δεδομένο ότι ακόμη και κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό, όλα μπορούν να συμβούν. Ο τρόπος γραφής είναι αποσπασματικός και απλός χωρίς όμως να χάνει σε ρυθμό. Η απουσία ρημάτων τονίζει την απελπισία του ποιητή καθώς η στροφή περιέχει προτάσεις που στέκονται σαν “εκπνοές” στο λόγο.

“Across a clear blue sky. It shook the earth
And the clogged underearth, the River Styx,
The winding streams, the Atlantic shore itself.
Anything can happen, the tallest towers”

Ο Ατλαντικός στέκει σαν σύμβολο προστασίας του Αμερικανικού ονείρου το όποιο όμως απειλείται. Ο τίτλος του ποιήματος το όποιο είναι ένα ιδιαίτερο είδος μετάφρασης-προσαρμογής και περιλαμβάνει μελέτη της κλασικής φιλολογίας του Οράτιου είναι ένα ποίημα που μέσα στη διαχρονικότητα του, σήμερα δεκαπέντε χρόνια μετά από την έναρξη μιας νέας εποχής για τη Δύση, δρα σαν παραοικονομία των γεγονότων που  βιώνουμε σήμερα.
   Το ερώτημα ωστόσο παραμένει. Υπάρχει κάθαρση στη μεσοτρομοκρατική εποχή μέσω της ποίησης; Είναι ικανή μια μορφή τέχνης τελικά να σκορπίσει μακριά το φόβο ενός πολίτη που περπατά αμέριμνος ; Το ερώτημα είναι αρκετά δύσκολο να απαντηθεί δεδομένων των σημερινών συνθηκών. Το σίγουρο όμως είναι ότι η λογοτεχνία αποκτά ένα νέο παγκόσμιο σκοπό, εκείνον της μετά-τρομοκρατικής κάθαρσης και επανακτά τον οντολογικό της ρόλο με μια νέα μορφή υπαρξισμού.
 

Καρούζος Νίκος , “Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος” από την ποιητική συλλογή «Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας» , 1979

Baudrillard, Jean, “Το πνεύμα της τρομοκρατίας”, Le Monde, 2001 σε μετάφραση Πάρη Μπουρλάκη, Εκδόσεις Κριτική, 2002, 38.

Szymborska Wislawa http://www.poetryfoundationorg/poem/178603
Heaney Seamus, https://www.poets.org/poetsorg/poem/anything-can-happen
Galway Kinnell, http://www.newyorker.com/magazine/2002/09/16/when-the-towers-fell

 

 

Βιογραφικό


Η
Κωνσταντίνα Κοντοπούλου είναι γεννημένη το 1987 και είναι φοιτήτρια
 και υποψήφια διδάκτωρ Φιλοσοφικής Σχολής. Διδάσκει ως βοηθητικό
προσωπικό σε τμήμα της σχολής της ενώ έχει διδάξει στη δημόσια και
ιδιωτική εκπαίδευση και έχει ολοκληρώσει μεταπτυχιακές σπουδές σε
Ψυχολογία και Αγγλική Φιλολογία. Ποιήματα και κείμενα της έχουν
δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά.