Εξομολόγηση
Είν’ άλλο πράμα η αυγή
οι καρποί η αγάπη
άλλο πράμα τ’ άνθη τα
φλογερά
εγώ είμαι το βαθύ μαβί
τ’ αψέντι
το δηλητήριο το πικρό
τ’ αχείρωτο
η αχλή που σωρεύεται
στα βάθη σου
το άωρο αποτύπωμά σου
στην άμμο
η ακύμαντη άβυσσος
είν’ άλλο πράμα τα
πλεγμένα χέρια των εραστών
κάτι άλλο είμ’ εγώ
το θλιμμένο κρούμα του
ανέμου
η ακύμαντη άβυσσος
Παράσημο
Περπατάει μ’ ένα μαχαίρι
στο στήθος
καμμιά φορά αυτό βογγά
σαν αναπνέει
δακρύζει απ’ την λεπίδα
αίμα
και βάφει οξύθυμα
το ξεθωριασμένο πουκάμισο
πρόσωπο την στάχτη
καπνισμένο
και πόδια πυρωμένα την
λάβα
σαν εκδίκηση επιστρέφει
ο πόνος
τον τυλίγει και χαμογελά
περπατάει μ’ ένα μαχαίρι
στο στήθος
που γυαλίζει σαν παράσημο
πια
Ψυχέλκος
Μέρες μαυρισμένες γύρω
άβυσσος —η
πόλη στοιβαγμένη
ανάκατα στο αποθηκευμένο
μυαλό — το σκοτάδι
φίδι τυλιγμένο
πουθενά
κρεμασμένο σε άγνωστο λήθαργο
πάθη
βαπτισμένα στις ανοιχτές πληγές —
σύσσωμη έλξη
ένας
πνιγμός φωλιάζει στα ξανά χέρια — σφιχτά
λαιμός
αδιάφορες
μέρες σαν εκτύπωση ανθρώπου
βάλτος
βαθύς ξαπλωμένος στα πόδια των σειρήνων
θόλος
άφατος στο παρατεταμένο — μάτια κρίσιμα
λέπια
μυρωδιές
να ξεχειλίζουν απ’ τους τοίχους
η
προσευχή βολεύει την υγρασία
αναμενόμενη
πρόσπτωση σε ακόρντα απωλείας
η
προσευχή εκλιπαρεί την συγχώρεση
κι
η απόσταση του ήθους το μέτρημα