Το Λυκόφως των Απειλών
Χωρίς
αποχαιρετισμούς κινούμε για την άπω
ανατολή, την άπω Δύση
-η
κόμη φλόγα ιπτάμενη κατά την άπω Δύση-
τόσο
σιωπηλά, φυγή πιο άδοξη κι από τη γέννησή
μας
όσο
γίνεται πιο μακριά από τον ομφαλό του
κόσμου
όσο
γίνεται πιο μακριά από το βλέμμα του
ομφαλοσκόπου κόσμου
να
αποδράσουμε από τη σκιά των κυνικών
ειδώλων.
e
piu con un gigante io mi convegno, che I giganti non fan con le sue
braccia
vedi
oggimai quant’ esser dee quel tutto ch’ a cosi fatta parte si
confaccia
Δεν
με εντυπωσιάζει ωστόσο: έχοντας διαβεί
και τους εννιά κύκλους
ομολογώ
ότι όλοι οι κάτοικοι της κόλασης έχουν
τις διαστάσεις του Σατανά
τιτάνεια
σώματα και τιτάνειες δυνάμεις και
προπαντός τιτάνειες γνωριμίες
σαν
να με προκαλούν να τους υπονομεύσω. Αλλά
αν είναι αυτός ο ηγέτης τους,
με
αυτόν θα αρχίσω, θα τον χλευάσω, θα του
φωνάξω και θα του δαγκώσω τη μύτη
και
στην αιωνιότητα maestro σου
το ορκίζομαι πως με τα καμώματά μας ο
κοινός μας ο πατέρας θα γελάσει!
-Γλυκάκι
δεν φοβάσαι; -Ποτέ δεν θα την καταλάβω
αυτή τη λέξη
αν
σε αντίποινα με χτυπήσουν, θα υποφέρω.
Πώς θα μπορούσα ποτέ να υποφέρω πριν το
χτύπημα;
δεν
κατάλαβα, θεωρείς πως θα ‘πρεπε; Ποιος
νόμος το προβλέπει;
Για
μένα δεν κινητοποιούνται οι ερινύες εκ
των προτέρων
L’
amour n’a plus de gout, non plus que la dispute
δεν
είμαι ο κανένας για να τυφλώνω κύκλωπες
χωρίς καμία συνέπεια
μα
αδυνατώ εκ των προτέρων να τις συλλογιστώ
κι
ας τις γνωρίζω. Τις βλέπω από μακριά να
συνωμοτούν, πίσω από ισχνά πέπλα ομίχλης
τόσο
λεπτά, κι όμως αρκούν γα να μη μοιάζει
τίποτα αληθινό πίσω από αυτά
και
τόση ντροπή, που θα βρει αναδρομικά το
δρόμο της ανάμεσα στις λέξεις
στις
λέξεις τις ανεπανόρθωτες που ακόμη κι
ο ίδιος ο Θεός αδυνατεί να ανακαλέσει
που
δείχνουν την ψυχή τόσο γυμνή όσο γυμνό
δε φάνηκε ποτέ ένα σώμα
αλλά
αυτός, ως είναι ολόκληρος, μου διαφεύγει
ακόμα
κι
ας είναι μου οικεία η όψη του, η αφή του
κι η αχρονή του φήμη
αυτός
που ελέγχει τι θα πούμε και σε ποιον,
αυτός
που εξηγεί πώς θα κινηθούμε και γιατί,
ο
φόβος που τους απαγόρευσε τον ύπνο για
ακόμη μια νύχτα
και
τους επέτρεψε έτσι να αντικρύσουν για
άλλη μια φορά το φως της μέρας
για
το χρόνο που σήπεται κάτω από τα μάταια
μας έργα
και
το μένος που υποκρύπτουν τα συγκεχυμένα
μας βλέμματα
για
τη βεβαιότητα και την αβεβαιότητα που
δεν τολμάμε πια να ξεχωρίσουμε
και
για τα βήματα τα ασυναίσθητα που στο
βάραθρο μας φέρνουν πιο κοντά
-αυτός
την επικράτεια οριοθετεί της προδοσίας
κι
έτσι αυθαίρεται διακρίνει την παρόρμηση
απ’ την πίστη
με
την αρωγή του χρόνου πάντοτε, του χρόνου
που εγώ ποτέ δεν θα χρειαστώ
που
εγώ με νεύματα μονάχα βδελυρά ξέρω να
τον τιμώ.
Το
σκήπτρο του στο βάθος του ουρανού
και
ο θρόνος που έχει εγκαταστήσει στην
καρδιά του κόσμου
κι
οι νόμοι που θεσπίζει αυτός, οι μόνοι
που άνθρωπος λυσιτελώς δεν κατόρθωσε
να καταλύσει ως τώρα
όλα
ανυπόστατα για μένα, παραστάσεις μυθικές
τεχνηέντως σχεδιασμένες
για
την ικανοποίηση μιας ανάγκης που δεν
ένιωσα ποτέ
-για
τους άφοβους όλος ο κόσμος είναι τόπος
εξορίας.
Βλέπω
τόσο καθαρά μπροστά του μέλλοντος τα
ναρκοπέδια, τους δαίμονες που άσπλαχνοι
καραδοκούν
μα
αισθάνομαι σαν να έβλεπα μονάχα
παραδείσους άφθαρτους γεμάτους άδολους
αγγέλους
κι
εγκαίρως δεν εκτέλεσα ποτέ τον ελιγμό
τον ακαριαίο που θα με λύτρωνε…
Όμως
το καθήκον το αγαπώ, ας αδυνατώ να το
σφραγίσω εμπράκτως
έτσι
αναδρομικά τολμώ να νιώσω την ορμή που
όφειλε να κινητοποιήσει τη συμμόρφωσή
μου
και
τον ζω τον τρόμο, αρκεί τα προσωπεία να
φέρει της ντροπής και τα σπαθιά των
τύψεων
και
μετά χαράς θα σφάξω ενώπιόν του τη χαρά
μου
και
μετά χαράς μετανοώ για αυτή μου τη θυσία
που δεν θα εκτιμηθεί ποτέ
και
μοιραία, ούτε ο εαυτός μου ούτε οτιδήποτε
πιο αληθινό από αυτόν
δεν
θα με εμποδίσει με τον ίδιο ακριβώς
τρόπο να σπαταλήσω και την επόμενη
στιγμή.
Έζησα
λαμπρά παρ’ όλα αυτά. Οι άλλοι έβλεπαν
φως εκτυφλωτικό σε ό,τι ήταν για τα μάτια
μου κενό
για
δράσεις που έμοιαζαν για μένα ανούσιες
μου επέτρεπαν να αναπαύομαι κάτω από
τις μεγαλόπρεπες αψίδες
κι
ήταν βέβαιο πως η αναχώρηση για το
άγνωστο θα παρέμενε στην αιωνιότητα
επικείμενη
ώσπου
μια επιθυμία αναπάντεχη μετουσίωσε σε
ανάγκες τα όνειρα της φυγής
μια
επιθυμία αναντιρρήτως σάρκινη κι απτή,
κι ας μην μας έχει αποκαλύψει ακόμη το
όνομά της
και
φεύγουμε αναπτερωμένοι απ’ την ελπίδα
να γνωρίσουμε το φόβο
γνωρίζοντας
ότι αυτός μονάχα είναι ικανός να μας
γνωρίσει τη ζωή.