Είχε
πιεί τον άμπακο, όπως συνήθως μετά τη
δουλειά. Σαβούρωσε λαίμαργα μερικά
πιτόγυρα και ξεκίνησε με τα πόδια για
το σπίτι. Μόλις ξημέρωνε. Την ησυχία των
δρόμων τη διέκοπταν αραιά και που οι
δυνατές πορδές του. Ένα σφίξιμο στο
έντερο τον προειδοποίησε ότι πλησιάζει
η ώρα μιας έξοχης εκκένωσης. Αγνόησε το
κάλεσμα της φύσης και συνέχισε το
περπάτημα, ώσπου ένας αβάσταχτος πόνος
τον ανάγκασε να σταθεί. Του ‘χαν κοπεί
τα πόδια. Ψηλά ο Αυγερινός του χαμογελούσε.
Στεκόταν πλάι σε μάντρα νεκροταφείου.
Πήρε βαθιές ανάσες.
«Δεν τη γλιτώνω, θα
τα κάνω πάνω μου» σκέφτηκε. «Δε γαμιέται,
προλαβαίνω, θα χέσω το πεζοδρόμιο. Ωχ,
τι ‘ναι αυτό που ‘ρχεται!;» Ένα κοπρόσκυλο
κάλπαζε καταπάνω του με άγριες διαθέσεις.
Το παχύ του έντερο ήταν έτοιμο να εκραγεί,
ο ίδιος στα όρια της λιποθυμίας. Χωρίς
να το πολυσκεφτεί, σκαρφαλώνει σαν τη
γάτα τον μαντρότοιχο και μ’ ένα σάλτο
βρίσκεται στη σκιά ενός μαρμάρινου
μαυσωλείου. «Μάνα μου!» ούρλιαξε, και
με κινήσεις που θύμιζαν πανικόβλητη
πάπια, κατεβάζει παντελόνι, σώβρακο,
και παίρνει στάση γκουρού. «Ω, ω, ω, α,
αχ, ε… α, α, φφ…»
Τη στιγμή που μια
τεράστια κουράδα εγκατέλειπε το βαθύ
σκοτάδι του παχέος εντέρου του, για να
σωριαστεί στη γη των ανθρώπων, ακούει
μια φωνή ακαθόριστης προέλευσης. Χρόνια
μετά θυμάται με ακρίβεια κάθε λεπτομέρεια
του περιστατικού που άλλαξε τη ζωή του.
«Είσαι ο Ποιητής των Τάφων. Πίστεψέ το!»
του μήνυσε η φωνή. Το πίστεψε. Έφταιγε
άραγε το πιώμα, το κοπρόσκυλο, ή μήπως
η κουράδα; Πόσο αποκαλυπτική εμπειρία
μπορεί τελικά ν’ αποδειχτεί το αίσθημα
της αγωνίας και της έκστασης από μια
εκκένωση; Μήπως πάλι ήταν δικιά του η
φωνή, δικά του τα λόγια που ξεστόμισε
εκείνη την κρίσιμη στιγμή; Ποιος μπορεί
να ‘ναι σίγουρος για τα παιχνίδια της
μνήμης; Πάντως, όσες φορές τον ρωτούσαν
αργότερα για το ξεκίνημα της ποιητικής
του σταδιοδρομίας, ο Ποιητής των Τάφων
δεν είχε να δηλώσει κάτι ιδιαίτερο, απλά
σιωπούσε μ’ ένα χαμόγελο. Μέχρι τότε δούλευε σε μαρμαράδικο. Που
και που σκάλιζε ταφόπλακες, καμιά φορά
του ξέφευγε και σκάλιζε κάτι δικό του,
ένα σχήμα ή μια κουβέντα, σε κάποια
γωνίτσα στο μάρμαρο, πολύ διακριτικά
πάντα, σχεδόν αδιόρατα. Σαν κάτι να
ένιωθε γι’ αυτούς τους άγνωστους
νεκρούς, σα να ‘θελε μ’ αυτό τον τρόπο
να τους μιλήσει στη δικιά του, αυστηρά
προσωπική και βουβή γλώσσα.
Ο Ποιητής
των Τάφων διάβαζε από μικρός, διάβαζε
ασταμάτητα, έτσι δεν άργησε ν’ ανακαλύψει
τα αρχαία επιγράμματα, και συχνά πυκνά,
μες στη μοναξιά της πόλης και του αλκοόλ,
επινοούσε τα δικά του, άλλοτε πολλών
σελίδων, άλλοτε ολιγόστιχων συνθέσεων.
Το πρώτο του δημοσιευμένο κείμενο: «Η
Ζωή είναι ένα Παραμύθι που λέει ένας
Μαλάκας», έκανε εντύπωση, και σύντομα
βρέθηκε αγκαλιά με μια λογοτεχνίζουσα
μοναχική ύπαρξη σε εμμηνόπαυση, με γερό
κομπόδεμα και καλές δημόσιες σχέσεις,
η οποία ανέλαβε τα έξοδα της έκδοσης
της πρώτης του συλλογής. Το μεροκάματο
στο μαρμαράδικο ήταν περιττό, οι δουλειές
για συνεργασίες σε έντυπα, για επιμέλειες
και διορθώσεις κειμένων έρχονταν
σωρηδόν. Το ίδιο περιττή ήταν πλέον και
η λογοτεχνίζουσα μοναχική ύπαρξη. Έτσι
ξεκινά η μποέμικη ζωή του Ποιητή των
Τάφων.
Το ένα και μοναδικό βιβλίο του:
Κατακόρυφα Ποιήματα, κέρδισε αρκετά
βραβεία, μάλιστα μεταφράστηκε σε
δυο-τρεις γλώσσες. Ο Ποιητής των Τάφων
σιγουρεύτηκε για τα καλά πως η φωνή που
άκουσε εκείνο το αποκαλυπτικό ξημέρωμα
στο νεκροταφείο, ήταν όχι μόνο αληθινή,
αλλά και προφητική. Γνωστός κριτικός
λογοτεχνίας, σε άρθρο του, εγκωμίαζε
τη γραφή του, χαρακτηρίζοντας τα ποιήματά
του: «ταφικά μνημεία ενός κόσμου σε
διαρκή νεκροφάνεια». Με τον καιρό
εδραίωσε τη φήμη ενός εντελώς ιδιόφωνου
συγγραφέα. Σε συνεντεύξεις που έδινε
στον εαυτό του και μετά δημοσίευε σε
περιοδικά και εφημερίδες, καινοτομία
ασύλληπτη για την εποχή του, ασκούσε
σκληρή κριτική στην παγκόσμια λογοτεχνική
συντεχνία: «Μόνο ένα ποιητής μπορεί και
δικαιούται να παίρνει συνέντευξη από
άλλο ποιητή, αλλά που να βρεθεί ο άλλος;»
αναρωτιόταν με θράσος και στη συνέχεια
κατακεραύνωνε λογοτέχνες, κριτικούς,
πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς,
ολόκληρη την ανθρωπότητα: «Τελευταίος
ποιητής της ανθρωπότητας: ο Ντοστογιέφσκι,
ποιητής με την ουσιαστικότερη σημασία
της λέξης. Ο Φίοντορ αποτελεί την
ταφόπλακα της ηρωικής αφήγησης, είναι
ο μονόλιθος του ιδιωτικού οράματος και
καταλύτης κάθε έννοιας
συλλογικότητας. Ό,τι ακολούθησε αργότερα
δεν είναι παρά καρικατούρες απωθημένων.
Εξάλλου, πότε υπήρξαν συλλογικότητες;
Υπήρξαν μόνο οι αφελείς που μες στους
αιώνες πίστεψαν σε αυταπάτες και θέλησαν
να τις επιβάλλουν με τη βία. Ιστορία δεν
είναι άλλο από το κυνήγι μιας θλιβερής
αυταπάτης», και τελείωνε τις συνεντεύξεις
του με την παροιμιώδη φράση: «Είπα και
ελάλησα. Και δε σηκώνω μύγα στο σπαθί
μου, ούτε ψείρα στην ψωλή μου».
Αθεράπευτα
ρομαντικός ή τρελός για δέσιμο; Το
λογοτεχνικό σινάφι κρατούσε την ανάσα
του. Ο Ποιητής των Τάφων είχε πια ξεφύγει.
Από λεπτό και μυώδες παιδί είχε
μεταμορφωθεί σ’ ένα μπόγο λίπους.
Έβλεπες τις καταχρήσεις να χαράζονται,
χρόνο με τον χρόνο, στο νεανικό του
πρόσωπο με σκληρές γραμμές. Μέσα σε μια
πενταετία ήταν πια αγνώριστος. Πικραμένος
από όλους και όλα, σταματά να δημοσιεύει
ποιήματα, μόνο κάποια άρθρα του
εμφανίζονται κατά καιρούς, νοσταλγικά
κατάλοιπα μιας άλλοτε αδέκαστης κριτικής
αποτίμησης. Στο τελευταίο του δημοσίευμα
γράφει μεταξύ άλλων: «Το μόνο που κατάφερα
ν’ αγαπήσω ειλικρινά στη ζωή μου είναι
η κοιλιά μου, η κοιλίτσα μου, η φαλαινίτσα
μου. Εδώ που τα λέμε, και οι φάλαινες
διαθέτουν απίστευτες ποσότητες λίπους,
όμως ούτε δίαιτα κάνουν, ούτε πάνε σε
γυμναστήρια. Ασχολούνται με σοβαρότερα
πράγματα. Μόνο ο άνθρωπος ασχολείται
με τέτοιες ανοησίες, δίχως καν να μπει
στον κόπο να σκεφτεί πόσα ξοδεύει για
να παχύνει και πόσα μετά για να αδυνατίσει.
Το κατάντημα της φύσης, αυτό είναι ο
άνθρωπος. Η ανθρωπότητα είναι ανίκανη
να αποφασίσει για τον εαυτό της, γι’
αυτό εμπιστεύεται τους ειδικούς και
τους ηλίθιους. Απουσιάζει εντελώς η
γενική αντίληψη. Δεν υπάρχουν πια γενικοί
άνθρωποι. Ευθαρσώς δηλώνω ειδικός επί
του γενικού».
Ο Ποιητής των Τάφων δεν
είχε μόνο ξεφύγει, αλλά ήταν και
αποφασισμένος να μην ξαναγυρίσει πια.
Τι κι αν δεν έγινε ο Ιωάννης της Αποκάλυψης;
Τι κι αν άλλοι τον είπαν κάφρο και άλλοι
μεγαλοφυία; Τι σημασία έχουν όλα αυτά;
Ένα οργισμένο παιδί, αυτό ήταν, που
κατηγόρησε και υποτίμησε, το κατηγόρησαν
και το υποτίμησαν. Έτσι πάνε αυτά. Όπως
ξεκίνησε να γράφει, έτσι σταμάτησε,
αναπάντεχα, όπως μια εμπνευσμένη εκκένωση
στη σκιά ενός μαυσωλείου. Έκτοτε δεν
ξανακούστηκε κάτι γι’ αυτόν, εκτός από
κάποια σχόλια που ανήκουν στη σφαίρα
της ανέξοδης και κουτσομπολίστικης
μυθοπλασίας.