Κοσµαλγία*
Το νησί των νεκρών
(αναφορά στον οµότιτλο πίνακα του Arnold Böcklin)
Είναι ο νόστος µια νόσος του νότου
λοιµώδης, µολυσµατική, για τους χανσενικούς της φυγής
η µνήµη
χάνει τα µέλη της µεσοπέλαγα
στη Νήσο πηγαίνοντας των νεκρών
Εσύ ψιθυρίζεις αινίγµατα της Στυγός
όρθιος στην κουπαστή µε κατεύθυνση τον βορρά συλλαβίζεις
αρχαία καλοκαίρια στο Λιβυκό:
κυπαρίσσια, θάλασσα, το νησί
η Σπιναλόγκα της άγνοιας
µια εποχή ηλιακή, ήτανε όλα εκεί
να θυµηθείς να ξεχνάς
να στερεώνεις τις λέξεις κατάσαρκα
να τις µπήγεις χρυσές πρόκες
στον άνεµο
να σε σφίγγουν
ωραίες θηλιές
στο λαιµό
– η κόλαση είναι ένα µέρος φωτεινό-
σε άλλους ήχους, σε ξένο ουρανό
ξηµερώνει
Eiserner Steg
Εξορία η µνήµη
επαίτης
αλλαζονικά απαιτεί
λεπτά απ’ το τώρα, µέλη απ’το σώµα σου
στο σώµα της σε κρατάει
στα χέρια της
σαν άλλη Πιετά
στη σιδερένια γέφυρα στην κουπαστή ακουµπά
µην κοιτάξεις
τα µάτια της, µην µαρτυρήσεις
ονόµατα, δρόµους, νεκρούς µη θυµηθείς
το κλάµα τους, µε τέτοια απ’ την αρχή ξανά
µη γελαστείς
-σε όποια πόλη, σε όποια γη, στον ουρανό το ξέρεις πια:
είναι ξένη χώρα
εδώ, άλλο νόµισµα-
κέρµατα κι ένδοξα παρελθόντα
δεκτά δεν γίνονται ούτε ένα σέντ δεν πρόκειται
κανείς γι’αυτά να εξαργυρώσει
Νέκαρ*
τα βράδια διασχίζει φωτισµένη τις φλέβες ποταµόπλοιο µεταγωγό
η απουσία ανασηκώνει το αίµα ελαφρά –σαν αύρα-
µετά η πληγή κατακάθεται
εγώ ρίχνω την άγκυρα του ύπνου στα άγρια νερά
εσύ διατάζεις την κατοικίδια θάλασσα να σου γλύψει τα πόδια
Το φεγγάρι µας πηρουνιάζει τα κόκκαλα
σα µακρινό φως χειρουργείου τα κοµµάτια µας
τεµαχισµένα στο δείπνο της σάρκας η προσµονή
λήκυθος λευκή
σε νερά σκοτάδια
άλλοτε
µπήγαµε την ψυχή µας κατάσαρκα στο τοπίο άλλοτε
ο χρόνος έρρεε υδράργυρος
στα χίλια κυβικά µεταλλικά
τα φώτα µας τυφλώναν
-εγώ µάντευα τις θλίψεις των δρόµων
πίσω από τα µισοφωτισµένα παράθυρα –
καθώς προσπερνούσαν
είναι όµορφες οι ζωές
όταν πνίγονται
είναι ένας τρόπος παράξενος να αντικρίζεις τον κόσµο
σαν να τον αποχαιρετάς
κάθε λεπτό
είναι ωραίο το βράδυ αυτό
στον βυθό
τα γέλια µας
βουλιάζουν κέρµατα φωτεινά µες στον Νέκαρ
η µνήµη είναι ασύλλητη, ο χρόνος ασάλευτος, άσυλο
η αρχαία πληγή
-όµως το τέλος χαράχτηκε αιώνες πριν σ΄ένα αγγείο κεραµικό του Εξηκία
οι δρόµοι όλοι καταλήγουν στην θάλασσα
(la mer est l’ amer destin de tous les voyages)-
να θυµηθείς να γελάς
ν’ αρπάξεις από τα βλέφαρα τη φυγή
όταν τη δεις στιγµιαία να περνά
όπως στα παράθυρα το βλέµµα των δρόµων
για εκείνη την φριχτή λάµψη στα µάτια της
για όσο ακόµα υπάρχει καιρός, ποίηση
είναι ο χρόνος που αποµένει
* Ο ποταµός Νέκαρ (στα γερµανικά Neckar), η λέξη προήλθε από τα ονόµατα Nicarus και Neccarus, που µε τη σειρά τους
προέρχονται από την κέλτικη λέξη Nikros, που σηµαίνει “άγριο νερό”
Στίγµα
Με τον καιρό καταλαβαίνεις:
είναι τα τραύµατα ανήλικα όνειρα
ο νόστος µια νόσος µολυσµατική η µνήµη
διαβάζεται “µήνις”
κι εσύ γεννήθηκες µε το στίγµα
(χρόνια, µεσογειακή, αναιµία της διάρκειας)
-είναι αλκοολίκι, σου λέω, η φυγή
το ξέρουν αυτοί που δεν επιστρέφουν κι εσύ-
είσαι ένας ξένος
ταγµένος
να γράφεις, να σβήνεις αιώνες
παλίµψηστος
µε εξαψήφιο νούµερο στο χέρι τατού
που σου χάραξαν σε ώρα που δεν
έβλεπες σε ώρα που δεν
έβλεπα σε ώρα που δεν
έβλεπε
κανένας
ο ουρανός µόνο -αυτός ο άγνωστος-
ανθίζει σε πείσµα της λάσπης
αιώνες τώρα καθαρός γυαλί
απ’ τη µεριά του γκρεµού
στο µέσον της γης σου
κατάσαρκα
µεσό-γειος ουρανός
* (Για τον τίτλο: σύνθετη λέξη από το Welt (κόσµος) και Schmerz (πόνος) – ως όρος αναφέρεται για πρώτη φορά από τον
γερµανό συγγραφέα Jean Paul Friedrich Richter (1763-1825)
Η Ελένη Γαλάνη σπούδασε αρχαιολογία και ιστορία
τέχνης στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στην
Σορβόννη/Paris I (Παρίσι) και μουσειολογία στην Ecole du Louvre
(Παρίσι) και στο Universidad Autonoma de Barcelona. Η πρώτη της ποιητική
συλλογή Παρκούρ (Γαβριηλίδης, 2012), ήταν στη βραχεία λίστα για τους
πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς του περιοδικού ‘Αναγνώστης”, ενώ το δευτερο
βιβλίο της (Terrarium, το πείραμα του Ward, 2014) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις
Μελάνι. Έχει εργαστεί σε μουσεία και γκαλερί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από
το 2013 ζει στη Φρανκφούρτη