ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΚΗΣ, “Η δύσκολη τέχνη”, εκδ. “αντίποδες” 2015
Ένα πρωινό στις αρχές Μαρτίου
το 2015 οι κάτοικοι της Αθήνας είδαν έξαφνοι μια τεράστια τοιχογραφική
παρέμβαση (γκράφιτι) να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού τοίχους του
κτιρίου του Πολυτεχνείου. Όπως ήταν φυσικό αμέσως ξέσπασαν έντονες συζητήσεις
και μονομερείς δηλώσεις από την πλευρά των θεατών, των καλλιτεχνών, αλλά και
των πολιτικών και το συμβάν απασχόλησε μέχρι και την Εισαγγελία. Ομολογώ πως
δεν παρακολούθησα συνειδητά τότε το θέμα διότι από την αρχή προσπάθησα να
θεωρήσω ότι το όλο ζήτημα έγκειται αλλού και όχι στους δύο βασικούς πυλώνες που
ετέθη, ήτοι α) αν το γκράφιτι γενικώς είναι τέχνη, β) αν [ακόμη κι αν είναι
τέχνη] το συγκεκριμένο στο Πολυτεχνείο γκράφιτι αποτελεί βανδαλισμό ή όχι. Ένας
διάσημος ζωγράφος και “πιστοποιημένος” (ας το πω έτσι) στα μάτια της ελληνικής
πολιτείας δήλωσε ευθέως και ασυζητητι ότι το γκράφιτι και δη στο Πολυτεχνείο
είναι φρικτός βανδαλισμός, έτσι θεωρώντας ότι ο ίδιος θα είχε την καλλιτεχνική δύναμη
να κλείσει την κουβέντα για όλους. Ο ίδιος ζωγράφος (μεγάλος σε ηλικία) έχει
δεχτεί να εξαπλώσει τις πινελιές του ταλέντου του μέχρι και σε φλυτζανάκια του
καφέ (κοσμώντας τα με σχεδιάκια που εξυμνούν με τρόπο ναΐφ τον “ελληνισμό”).
Τούτο δεν το λέω τυχαία δίοτι τα λόγια του θα αναπαραχθούν στο βιβλίο που το
παρόν σημείωμα παρουσιάζει. Τελικά η “κάθαρση” επήλθε όταν οι αρχές αποφάσισαν
να σβήσουν το γκράφιτι από το κτίριο του Πολυτεχνείου, κάτι που όμως δεν έχουν
κάνει (αδιαφορώντας ή μήπως εκεί δεν έχουμε βανδαλισμό;) σε άλλα μέρη της
πόλης, όπως για παράδειγμα στις στοές των διαδρομών του μετρό ή του ηλεκτρικού
σιδηρόδρομου. Επίσης δεν αναφέρω τυχαία τον σιδηρόδρομο αφού μνεία συμβολική
γίνεται σ’ αυτόν στο βιβλίο του Ελευθεράκη. Στις κουβέντες που αναπτύχθηκαν
διατυπώθηκαν και οι δύο πλευρές των επιχειρημάτων, αλλά στην ρητορική δεινότητα
του καθενός το άσπρο μπορεί να γίνει μαύρο και το μαύρο, από την άλλη, άσπρο
και το μπέρδεμα των δύο να δημιουργήσει ένα λεκτικό γκράφιτι ικανό να “κρύψει”
την πηγή του προβλήματος. Σ’ αυτή την πηγή του προβλήματος προσπαθεί να φτάσει
ο εξαίσιος ποιητής Δημήτρης Ελευθεράκης με το βιβλίο του “Η δύσκολη τέχνη”, που
κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις “αντίποδες”, εννέα μήνες μετά το
προαναφερθέν γεγονός. Το σκηνικό αυτού του βιβλίου που ουσιαστικά αποτελείται
από έναν παραληρηματικό μονόλογο έχει ως εξής: ένας νεαρός από το εξωτερικό
(πιθανολογούμε ευρωπαϊκής χώρας) επισκέπτεται (τις ημέρες που το γκράφιτι ακόμη
υπάρχει) την Αθήνα και γνωρίζει έναν περίπου σαρανταπεντάχρονο κάτοικο Αθηνών,
(τον αποκαλέι “δάσκαλο”), ο οποίος καθημερινά κάθεται σ’ ένα παγκάκι δίπλα από
το γκράφιτι και παραληρηματικά του μιλάει με αφορμή το συμβάν για διάφορα
ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα. Δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή της ηλικίας
του δασκάλου (την οποία πληροφορούμαστε προς το τέλος του βιβλίου) από τον
συγγραφέα, αφού ένας μικρότερος ή μεγαλύτερος που θα σχολίαζε το συμβάν θα
έμοιαζε (ή θα φαινόταν λογικό να μοιάζει) να έχει απόψεις δεδομένες και
κλειστές, όπως για παράδειγμα τα όντως αληθινά διατυπωμένα λόγια του ζωγράφου
που προανέφερα. Αντιθέτως εδώ έχουμε μία κεντρική φιγούρα στην υποτίθεται
ακμαία ηλικία της εν μέσω δεινών (δεν χρειάζεται να τα αναφέρουμε) και με το
φόρτο όλων των ιδεοληψιών (που παράχθηκαν από ένα κρατικό ένδοξο παρελθόν) να
μην μπορεί εν τέλει να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη θέση, να πελαγοδρομεί ένθεν
κακείθεν, και να προσπαθεί ο ίδιος να ισορροπήσει προφανώς ανεπιτυχώς. Εξ’ ου
και το παραλήρημα, αφού σ’ αυτό, και από τα λόγια του δασκάλου θα εκφραστούν
όλες οι θέσεις. Όμως ο Δημήτρης Ελευθεράκης αναλαμβάνει το κόστος της δικής του
άποψης μέσα από τα λόγια του δασκάλου και σε συγκεκριμένα σημεία.
Συνπαραδειγματίζει (ας το πω έτσι) την λέξη “ελευθερία” που γραφόταν στους
τοίχους της Αθήνας επί κατοχής με το συγκεκριμένο γκράφιτι, χωρίς όμως να
πέφτει στην ευκολία της διαδεδομένης πια άποψης του υποτιθέμενου νέου
ελληνογερμανικού πολέμου. Μάλλον το επισημαίνει συμβολικά ως “σημείο”. Ο
πόλεμος για τον Ελευθεράκη γίνεται στην ίδια την Ελλάδα και είναι πόλεμος αλήθειας
και πολιτισμού. Ο Ελευθεράκης διατίνεται (θέλω να πιστεύω) ότι το συγκεκριμένο
συμβάν του γκράφιτι δεν είναι απόρροια βανδαλισμού, [ούτε όμως παίρνει και σαφή
θέση για το αν είναι τέχνη ακριβώς επειδή θεωρεί το ζήτημα αυτό δευτερεύον],
αλλά απόρροια ιστορικών συνθηκών. Απόρροια της ίδιας της διαμόρφωσης σε
συγκεκριμένες βάσεις (τις οποίες μάλλον κατακρίνει ο συγγραφέας) ενός χρόνιου
πολιτισμού σχεδόν από τις απαρχές της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους και
απόρροια αντιλήψεων ακαταμάχητων που στιβάχτηκαν στην Ελλάδα ως
αδιαπραγμάτευτες δημιουργώντας εν τέλει μύρια όσα αντιθετικά, αντιφατικά και
απροσπέλαστα προβλήματα. Τα πράγματα, μοιάζει να μας λέει ο συγγραφέας, θα
κατέληγαν στο γκράφιτι στο Πολυτεχνείο. Δεν ξεκινάει από εκεί η παρακμή και ο
βανδαλισμός, αλλά εκεί καταλήγει, ή είναι μία στάση μιας συνεχόμενης πορείας,
εκεί διατρανώνεται, εκεί και απο εκεί σημαίνει. Ο μονόλογος του Ελευθεράκη (μόλις σαράντα σελίδων, γιαυτό
και δεν θέλω να επεκταθώ κι άλλο, αφήνοντας την γλύκα της ανάγνωσης στον
καθένα) είναι εν τέλει ένα βαθιά ανθρώπινο κείμενο. Προσπαθεί να αναδείξει τους
προβληματισμούς ενός ανθρώπου που φωνάζει οτι το να ζεις πια στην Ελλάδα είναι
από μόνο του μια δύσκολη τέχνη. Η γραφή του Ελευθεράκη στιβαρή, έντονη και
ειλικρινής δεν κάνει καμία κοιλιά, όπως συνηθίζουμε να λέμε, και κρατά τον
αναγνώστη σε συνεχές και ακλόνητο ενδιαφέρον