ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΣ

δεν
έχω πάει

αλλά
την έχω ήδη συναντήσει προ πολλού

στην
Αστόρια της Νέας Υόρκης

στη
Μελβούρνη

στα
παγωμένα μάτια της Βόρειας Ρηνανίας
Βεστφαλίας

σ΄
όλους εκείνους τους χάρτες της επιστροφής

στην
ανάμνηση της θάλασσας

στη
σκιά του ανυπερθέτως.



 Για ένα πιάτο χόρτα,
εκδόσεις ύψιλον, 2016.

Ναύπακτος

Της
ναυμαχίας οι μνήμες ξέρουν πώς να
ποτίζουν

τα
κυκλάμινα, πώς να μπαίνουν στα όνειρα
από

την
πίσω πόρτα, φέρνουν τη γνώση την
πολύφλοισβη

οι
επιθυμίες δεν κρύβονται εδώ, είναι τα

αστέρια,
οι ευχές του ταξιδιώτη να βρει χώμα

τροφή,
εκεί που άλλοι ψάχνουν μέλλον θυμών,
βίας

εκείνος
θέλει προπάντων να κερδίσει υγεία

να
κολλήσει το χέρι του Θερβάντες στο σώμα
της

αιθρίας,
να μείνει εκεί για πάντα, να σώσει

τη
στιγμή που επιτέλους θα του μιλήσει με
πειθώ

το
αυξημένο δάσος, υποταγμένος ουρανός

τα
ταπεινότερα των τριφυλλιών, η θεία κλίση

της
αγράμπελης, ένα βλέμμα πέρα από πείρα

βροχή
επισφράγισμα καθηλώνει την ημέρα.




                                                                                                       Για ένα πιάτο χόρτα, εκδόσεις ύψιλον, 2016.


*

Το
ψαρόνι

Το
ψαρόνι δεν θα κουρνιάσει νωρίς απόψε

στο
κύμα βελτιώνει πάλι δράση, εποπτεία

νυχτώνει
όμως για τα καλά και δεν έχει βρει

τίποτα
ακόμα στον αφρό, πιο μέσα λέει να

πετάξει
ως τη μεγάλη ανάγκη, στου πελάγους

την
υπερβολή, ξέρει ότι τελικά θα νικήσει

έχει
με το μέρος του τη θυσία, το νεκρό ταίρι

ένας
σμπάρος το πέτυχε προχθες, μα θέλει να
τα

ξεχάσει
όλα, το κράτημα τώρα κόντρα, το ζύ

γι
του αέρα πάνω από τις επιθυμίες

το
όνειρο ξανά μέσα στο μάτι του καιρού
πως

θα
γυρίσει ζωντανό μέσα στην καταιγίδα
που

έρχεται
το άλλο μισό του κυνηγιού με πάθος

ατρόμητο
σημάδι, το λάβαρο της θέλησης.

*

Πύργος,
Σάμου

Για
τον Δημήτρη Καλοκύρη, πρωτίστως.

Κάθε
χρόνο, τα καλοκαίρια αφήναμε πάντα την
Αθήνα και πηγαίναμε στο ίδιο μέρος, στο
χωριό του πατέρα μου, στον Πύργο. Ένα
από τα ορεινότερα της Σάμου. Απέχει μισή
ώρα ποδαρόδρομο από το χωριό του
αείμνηστου Δημήτρη Παπαδίτσα, τα
Κουμέϊκα. Μέναμε ως τις αρχές του
Οκτωβρίου. Οι γονείς μου είχαν συμφωνήσει
με τη Διεύθυνση του 3
ου
Δημοτικού Σχολείου Καλλιθέας, σε απόσταση
αναπνοής από το σπίτι μας, όπου βέβαια
ήμουν κανονικά εγγεγραμμένος, να
γινόμουν δεκτός και πάλι στην τάξη,
αμέσως μετά την επιστροφή μας από το
νησί. Ήταν ένα είδος άτυπης, επαναλαμβανόμενης
μεταγραφής σε ακραίες, ως εκ των πραγμάτων,
διαφορετικότητες. Για έξι περίπου χρόνια
στη σειρά. Εννοείται ότι η εμπειρία αυτή
στο σύνολό της με βοήθησε πολύ να συνδεθώ
με ένα τοπίο, εμφανώς
άλλο,
σε μια ηλικία όπου όλα τα πράγματα είναι
ελαφρώς ή πολύ μεγεθυμένα. Η συντριπτική
αντινομία ως διαρκές φαινόμενο: ό,τι
έμοιαζε κανονικό και φυσικό στην
πρωτεύουσα, φαινόταν τουλάχιστον εξωτικό
στο χωριό και αντιστρόφως. Χωρίς να το
καταλαβαίνω αφομοίωνα τη διαδικασία
της αντικατάστασης και της μετάβασης,
η οποία επρόκειτο να υπεισέλθει οριστικά
στην εκούσα άκουσα συμπεριφορά του
διπλωματικού υπαλλήλου, την οποία
υιοθέτησα από το 1980 και μετά. Η διαστολή
του ορίζοντα, ο παρατεταμένος εμπλουτισμός
του εγώ από λεπτομέρειες κόσμων, η άμεση
εξοικείωση με τα ζώα των αγροτών γειτόνων,
η αδημονία του πεύκου να γίνει πρωτόλειο
ποίημα αντί παρανάλωμα φωτιάς, η διεύρυνση
των δυνατοτήτων της αίσθησης να
συλλαμβάνει ριζώματα, παραπληρώματα
και συνδηλώσεις τοπίων, κατά τρόπο
αβίαστο και λειτουργικό ταυτοχρόνως,
συναποτελούσαν χαρακτηριστικά γνωρίσματα
και ερεθίσματα της καθόλα ευεργετικής
εκείνης διαδοχής των χωροταξικών δομών.

Το
πολύωρο ταξίδι με τα πλοία της γραμμής,
τον «Κολοκοτρώνη» και τον «Κανάρη»,
έπαιρνε βεβαίως μυθικές διαστάσεις.
Ήταν η αναχώρηση και η επάνοδος, το
σχεδόν φασματικό και η περίπου
πραγματικότητα. Οι απώσεις και οι
προσεγγίσεις τους. Το ταξίδι ως γέφυρα
πηγαίων συγκινήσεων. Δεν μπορώ να πω
ότι θυμάμαι τον εαυτό μου να διατελούσε
σε σύγχυση κάθε φορά που γειωνόμουνα
στην προβλεπόμενη, αλλά πάντα αινιγματική
ετερότητα. Αντιθέτως εθιζόμουν, και
μάλιστα εξ απαλών ονύχων, στην ισότιμη
αποδοχή των εναντιωματικών παραμέτρων.

Οι
παραστάσεις του πυργιώτικου και κατ΄
επέκτασιν του σαμιώτικου περιβάλλοντος
επρόκειτο να αναδυθούν εντός μου τις
πλέον απρόοπτες στιγμές. Θυμάμαι: στη
στροφή ενός δρόμου με υποτυπώδη
δενδροφύτευση στο Χαρτούμ, σ΄ ένα πέρασμα
στο
Central Park
του Μανχάταν, ή ένα απομεσήμερο, να καίει
ο ήλιος, Ιούνιος μου λέει το ημερολόγιό
μου, αφήνοντας πίσω τα δυτικά περίχωρα
της Μελβούρνης, σε μια λεωφόρο με
φλαμουριές στο Βερολίνο, μπαίνοντας τα
ξημερώματα στο Πεκίνο. Τα κείμενα για
το πατρώο νησί δεν είναι πολλά. Η
παράμετρος της νοσταλγίας του έχει όμως
διοχετευθεί σε μια γενικότερη νοσταλγία
Αγαθού. Ο Πύργος παραμένει εν τέλει μια
παράγραφος αφανής, αλλά δεσμευτική όπως
αποδείχτηκε στο πέρασμα των δεκαετιών.
Υπαγορεύει αντιδράσεις, μνημονεύει
αφετηρίες, προδιαθέτει και συνεγείρει
εικόνες.

Συγκρατώ,
για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής,
το «Πυθαγόρειον Σάμου, 1989», το οποίο
καταχωρείται στο έκτο ποιητικό μου
βιβλίο, τη
Γεωγραφία
κινδύνων
(Ύψιλον, 1994)
και τον «Κέρκη», γραμμένο το 2011 στην
Ιάβα, στη μνήμη του Γιάννη Βαρβέρη.
Παραθέτω το δεύτερο. Δείγμα, μεταξύ
άλλων, ρυθμικών συναλληλιών τόπων και
βιωμάτων:

 Κουφόβραση
δωρεά, οι πευκοβελόνες ρίγη

νοιώθεται
αμέσως, αρκεί η πρώτη ανταύγεια

του
μεσημεριού να πέσει  πάνω σε κάθετη
πέ

τρα
ρεματιάς, τότε, μ΄ ένα φύσημα κρυφού
καιρού

αρχίζουν
να σέρνονται όλο και πιο κοντά μας όλες

μαζί,
το ξέρεις από την αρχή βέβαια, για μας

έρχονται,
ψυχές θα’  ναι ή μήπως  από την κάτω

χώρα
λέξεις με νόημα άλλης αλήθειας να μας

σώσει
μέσα στο φως αυτής της αξόδευτης ώρας

χωρίς
λυγμούς ή μαγγανείες, επιτέλους δικές

μας
στιγμές σαμιώτικες, ποτισμένες ρετσίνι
της

σοφίας,
ραντίζει τη γη μέχρι να σταματήσει

ο
κόσμος σ΄ ένα φιλί αναγέννησης, τόλμης
για

τα
χαμένα αγαθά των σωμάτων, τα κλεμμένα.

ΠΑΝΤΟΥ, εκδόσεις Κέδρος 2015.

Ο Γιώργος Βέης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε επτά ευρωπαϊκές γλώσσες και στα κινεζικά. Το πρώτο του βιβλίο, “Φόρμες και άλλα ποιήματα”, εκδόθηκε το 1974. Ακολούθησαν άλλα έντεκα βιβλία ποίησης, έως το “Μετάξι στον κήπο” (Ύψιλον, 2010). Από το 1976 ασχολείται με την κριτική της λογοτεχνίας. Μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Υπηρετεί στο Διπλωματικό Κλάδο του Υπουργείου Εξωτερικών. Διετέλεσε Πρόξενος στη Νέα Υόρκη, Γενικός Πρόξενος στο Ντόρτμουντ, στη Μελβούρνη, στο Χονγκ Κονγκ και στο Μακάο, σύμβουλος Πρεσβείας στο Πεκίνο και στη Σεούλ, επιτετραμμένος στο Καμερούν, με παράλληλη διαπίστευση στο Τσαντ, στο Σάο Τομέ-Πρινσίπε, στην Γκαμπόν, στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και στη Γουϊνέα του Ισημερινού. Διετέλεσε πρέσβης στο Σουδάν, με παράλληλη διαπίστευση στη Σομαλία. Το 2010 τοποθετήθηκε πρέσβης στην Ινδονησία, με παράλληλη διαπίστευση στη Μαλαισία, στο Σουλτανάτο του Μπρουνέι και στο Ανατολικό Τιμόρ.

 Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας το 2000, για το βιβλίο “Ασία, Ασία”, και με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας το 2010, για το βιβλίο “Από το Τόκιο στο Χαρτούμ”. Η ποιητική του συλλογή “Λεπτομέρειες κόσμων” (εκδ. Ύψιλον) απέσπασε το Βραβείο Λάμπρος Πορφύρας της Ακαδημίας Αθηνών το 2007. Το 2012 του απονεμήθηκε ο Ανώτερος Ταξιάρχης του Φοίνικος για τις υπηρεσίες του στο διπλωματικό σώμα.

Το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου του.



Τον Ιούλιο του 2015 προήχθη κατ’ απόλυτη εκλογή από τον βαθμό του Πληρεξούσιου Υπουργού Α’ στον βαθμό του Πρέσβεως και διορίστηκε Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην UNESCO.