Η αυτοχειρία στην πεζογραφία του Λουίτζι Πιραντέλλο
Γράφει η Δήμητρα Πλουσίου

Σε όλους εκείνους

Ο Λουίτζι Πιραντέλλο, (1867-1936) σπουδαίος Ιταλός συγγραφέας τιμημένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας, γνωστός κυρίως για τη συμβολή του στο παγκόσμιο θέατρο, μάς έδωσε δείγματα τόσο ποιητικής, όσο και πεζής παραγωγής. Ανάμεσα στα πολυάριθμα διηγήματά του και τις νουβέλες του, τα περισσότερα παραμένουν αμετάφραστα στα ελληνικά. Όσα από αυτά έχουν μεταφραστεί, ξεχωρίζουν για τη ρεαλιστική γραφή που αφουγκράζεται και καυτηριάζει τις συνθήκες της εποχής και τα κοινωνικά προβλήματά της, εντρυφώντας παράλληλα στην ανθρώπινη ψυχή. Τα μοτίβα που διακρίνει κανείς στη συγγραφή του είναι πολλά : η χρεοκοπία των ανθρώπων, γυναίκες στα πρόθυρα παραλογισμού και τρέλας, η ερωτική απογοήτευση, η απομόνωση, η απελπισία, η απάτη, η φτώχεια κ.α. Εδώ εξετάζεται το μοτίβο της αυτοχειρίας, έτσι όπως περιγράφεται στα εξής διηγήματά του και νουβέλες: «Η γκαρνταρόμπα της ρητορείας», «Ήλιος και σκιά», «Το μαύρο σάλι», «Στο σημάδι», «Η Καντηλώρα», «Ενώ η καρδιά πονούσε», «Από μόνος του», «Το καθήκον του γιατρού».«Και δεύτερο!», «Στα σιωπηλά», «Ο μοναχικός άντρας».

Στο διήγημα «Η γκαρνταρόμπα της ρητορείας» (Luigi Pirandello, 2008, Διηγήματα, Αθήνα, Εκδόσεις Ροές) ο Μπεντσιβιέννι, ένας άρρωστος γέρος φτωχός, βετεράνος πολέμου, εκτελεί χρέη ταμία του συλλόγου του Μποναβεντούρα. Παράλληλα, μεγαλώνει την κόρη της συντρόφου του που έχει πια πεθάνει. Ο Μποναβεντούρα την αφήνει έγκυο και παράλληλα κατηγορείται για υπεξαίρεση χρημάτων. Τότε, ο φτωχός γεράκος αυτοκτονεί και αφήνει γράμμα πως αυτός τάχα έκλεψε τα χρήματα, προκειμένου να τον σώσει από τις κατηγορίες. Ως αντάλλαγμα του ζητά να παντρευτεί τη θετή του κόρη και έτσι να τη σώσει από την κατακραυγή της κοινωνίας. Στο «Ήλιος και σκιά» ( Pirandello,1967, Διηγήματα και Νουβέλες, σειρά πρώτη, Αθήνα, Εκδόσεις Δίφρος) ο Τζούνα, ένας 62χρονος μεροκαματιάρης, σκέφτεται να αυτοκτονήσει, επειδή δε θέλει να πάει φυλακή για την κλοπή 2700 λιρετών που πήρε από το ταμείο της δουλειάς του, προκειμένου να ταΐσει την πολυμελή οικογένεια του γιου του. Ξεκινάει τη μέρα του αποφασισμένος, όμως κάποια ασήμαντα γεγονότα τον κάνουν να αναβάλει για λίγο την εκτέλεση της επιθυμίας του. Περνώντας από διάφορες ψυχικές διακυμάνσεις (προσπαθεί να πνιγεί στη θάλασσα και δεν τα καταφέρνει- έπειτα αγοράζει ψάρια για να τα πάει στην οικογένεια) αυτοκτονεί στο δρόμο για το σπίτι, πίνοντας δηλητήριο. Στη νουβέλα «Το μαύρο σάλι » (Pirandello,1968, Διηγήματα και Νουβέλες, σειρά δεύτερη, Αθήνα, Εκδόσεις Δίφρος) η Ελεονόρα Μπράντι μένει ορφανή στα 18 της και με πολλές θυσίες καταφέρνει να σπουδάσει το μικρότερο αδερφό της και μαζί μ’ αυτόν τον φίλο του. Φτάνει στην ηλικία των 40 και είναι ανύπαντρη, όταν ξαφνικά μένει έγκυος παρά τη θέλησή της, από ένα μαθητή της, 20 χρόνια νεότερο. Οι γονείς του και ο αδερφός της, τους αναγκάζουν να παντρευτούν, χωρίς να ακούσουν τις επιθυμίες τους. Με τον άντρα της είναι σαν ξένοι. Ύστερα από έναν καβγά, από τη σύγχυση χάνει το παιδί και κοντεύει να πεθάνει. Τα πεθερικά της, που εποφθαλμιούν την περιουσία της, βάζουν το γιο να την αφήσει και πάλι έγκυο, προκειμένου να μην την χάσουν. Όταν ο άντρας της πάει να τη βιάσει, αυτή επιλέγει το θάνατο, πέφτοντας από έναν γκρεμό. Στο διήγημα «Στο σημάδι» (Pirandello,1968, Διηγήματα και Νουβέλες, σειρά δεύτερη, Αθήνα, Εκδόσεις Δίφρος ) η Ραφαέλλα Όζιμο, είναι μια νεαρή κοπέλα που μένει ορφανή από μάνα και έπειτα και από πατέρα. Τίθεται υπό την προστασία του αφεντικού του πατέρα της, δουλεύοντας αμισθί ως παιδαγωγός. Ερωτεύεται το μεγαλύτερο γιο της οικογένειας και μένει έγκυος. Όταν το μαθαίνουν οι δικοί του, στέλνουν το γιο σε άλλη πόλη για σπουδές και διώχνουν τη Ραφαέλλα από το σπίτι τους. Η κοπέλα, μόνη και αβοήθητη καταφέρνει και φέρνει στον κόσμο το παιδί της, ενώ από την απελπισία της αποπειράται να αυτοκτονήσει. Σώζεται και μαθητεύει κοντά σε μια ράφτρα, προκειμένου να βγάζει τα προς το ζην . Από τις κακουχίες καταλήγει και πάλι στο νοσοκομείο, όπου τυχαία βλέπει τον έρωτά της, τον Ριχάρδο ως φοιτητή Ιατρικής πια, να φλερτάρει με μια συμφοιτήτριά του. Αποφασίζει να προσφερθεί ως μοντέλο για το μάθημα ανατομίας των φοιτητών της Ιατρικής. Ο Ριχάρδος την αναγνωρίζει, μα ντρέπεται και κρύβεται από αυτήν. Τότε η Ραφαέλλα ζητάει από την κοπέλα- αντίζηλό της να είναι αυτή που θα τη σημαδέψει την καρδιά για το μάθημα ανατομίας. Έτσι και γίνεται. Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, η Ραφαέλλα μπήγει ένα στιλέτο στην καρδιά της -εκεί ακριβώς που την είχε σημαδέψει η αντίζηλός της- και ξεψυχά. Το διήγημα «Η Καντηλώρα» (Pirandello,1968, Διηγήματα και Νουβέλες, σειρά δεύτερη, Αθήνα, Εκδόσεις Δίφρος ) αναφέρεται σε μια γυναίκα η οποία αγαπά και στηρίζει το ζωγράφο σύντροφό της. Ζουν μέσα στη φτώχεια. Η κατάσταση αλλάζει όταν η Καντηλώρα δίνει το κορμί της σε διάφορους κριτικούς τέχνης προκειμένου να γράψουν καλή κριτική για εκείνον. Έτσι συνάπτει ερωτικές σχέσεις μαζί τους με αντάλλαγμα τη χλιδή και την καταξίωση που τους προσφέρουν. Όταν πια κουράζεται από αυτού του είδους τη ζωή, ζητά από τον σύντροφό της να ξεφύγουν. Αυτός αρνείται και δείχνει να ενδιαφέρεται μόνο για την τέχνη του. Τότε η Καντηλώρα πίνει ιώδιο και ταυτόχρονα πυροβολείται μ’ ένα περίστροφο και πεθαίνει. Στο διήγημα «Ενώ η καρδιά πονούσε» (Pirandello,1969, Διηγήματα και Νουβέλες, σειρά δεύτερη, Αθήνα, Εκδόσεις Δίφρος ) παρακολουθούμε τις τελευταίες ενέργειες και σκέψεις ενός άντρα προχωρημένης ηλικίας, πριν αυτοκτονήσει με περίστροφο, δίχως όμως να αποσαφηνίζεται η αιτία. Στο διήγημα «Από μόνος του» (Pirandello,1969, Διηγήματα και Νουβέλες, σειρά δεύτερη, Αθήνα, Εκδόσεις Δίφρος ) γνωρίζουμε τον Ματέο Σινάγρα, ο οποίος κατευθύνεται στα νεκροταφεία και αποφασίζει να αυτοκτονήσει εκεί προκειμένου να γλιτώσει την οικογένειά του από τα περιττά έξοδα της κηδείας. Σ’ αυτήν την απόφαση οδηγήθηκε ύστερα από την οικονομική καταστροφή του. Εξασφαλίζοντας με λίγα χρήματα την καθημερινή διαβίωσή του, χάνει το κύρος του, την υπομονή του και τον εαυτό του. Νιώθει σαν νεκρός, ένα τίποτα. Αποφασίζει να περιηγηθεί στο χώρο του νεκροταφείου πριν αυτοκτονήσει με το περίστροφό του. Στη νουβέλα «Το καθήκον του γιατρού» (Λουίτζι Πιραντέλο, 1996, Χάος Διηγήματα, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη) συναντάμε τον Τομάζο Κόρσι, ο οποίος έχει ερωμένη, ενώ είναι παντρεμένος. Όταν τους πιάνει επ’ αυτοφώρω ο άντρας της ερωμένης του τον πυροβολεί, αλλά αστοχεί. Τότε ο Τομάζο ανταποδίδει τα πυρά προς τον απατημένο άντρα και τον σκοτώνει, ενώ μετά στρέφει το όπλο στον εαυτό του, αυτοτραυματίζεται και σώζεται χάρει στην έγκαιρη επέμβαση του γιατρού Βοκαλόπουλου. Η γυναίκα του όταν μαθαίνει τι έγινε, τον συγχωρεί για την απιστία του. Καθώς αναρρώνει, τον ενημερώνουν πως πρόκειται να παραδοθεί στη δικαιοσύνη για το φονικό που διέπραξε. Τότε, ο ίδιος κατηγορεί τον γιατρό που τον έσωσε και πήγε κόντρα στην επιθυμία του να πεθάνει και τώρα έρχεται αντιμέτωπος με τη φυλάκιση. Όταν ύστερα από ένα ξέσπασμα οδύνης του ανοίγει η πληγή, ο γιατρός μένει αμέτοχος, σεβόμενος την επιθυμία του ασθενή να πεθάνει. Στο διήγημα «Και δεύτερο!» (Λουίτζι Πιραντέλο, 1996, Χάος Διηγήματα, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη ) παρουσιάζεται η ιστορία του Ντιέγο, ενός 26χρονου συγγραφέα ο οποίος παρακολουθεί έναν άνδρα να αυτοκτονεί πέφτοντας από μία γέφυρα. Μένει άπραγος μπροστά στο περιστατικό και αυτό τον στοιχειώνει. Σκέφτεται την κατάστασή του: είναι άνεργος, φτωχός, χαρτοπαίκτης. Τον συντηρεί όπως μπορεί η μάνα του. Διαβάζει ξανά και ξανά στην εφημερίδα το ρεπορτάζ από τη δίκη του, όπου του χρέωναν το αδίκημα της απάτης επειδή έπαιζε χαρτιά με κάποιον μεθυσμένο και κατάφερε να του αποσπάσει μεγάλα ποσά, τα οποία στη συνέχεια ξόδευε ασύστολα. Στο τέλος, δεν αντέχει αυτές τις συνθήκες και αυτοκτονεί με τον ίδιο τρόπο που είχε δει τον αυτόχειρα να το κάνει- πέφτοντας από τη γέφυρα. Ακόμη, στο διήγημα «Στα σιωπηλά» (Λουίτζι Πιραντέλλο, 1989, Το μαύρο σάλι και άλλα διηγήματα, Χατζηνικολή) αναλύεται η περίπτωση ενός εφήβου , του Τσεζαρίνο Μπρέι, ο οποίος μεγάλωσε δίχως πατέρα. Δεν γνωρίζει τίποτα για εκείνον και οι σχέσεις με τη μητέρα του είναι τυπικές. Είναι εσώκλειστος φοιτητής στο κολέγιο, όταν τον ενημερώνουν ότι η μητέρα του μόλις γέννησε το αδερφάκι του και είναι ετοιμοθάνατη. Όντας ακόμη σε κατάσταση σοκ, αγνοώντας παντελώς τις επιλογές της, ο Τσεζαρίνο καλείται να αναλάβει τη φροντίδα του νεογέννητου παιδιού. Νιώθει μόνος και ντροπιασμένος, θεωρεί τη μητέρα του ιερόδουλη. Ωστόσο εργάζεται και μεριμνά για τη φροντίδα του άτυχου πλάσματος. Όταν ύστερα από καιρό εμφανίζεται ο πατέρας του παιδιού και το διεκδικεί, ο νεαρός επιλέγει την αυτοκτονία: βάζει φωτιά στο σπίτι και ξαπλώνει έχοντας στην αγκαλιά του το μωρό. Τέλος, στο διήγημα «Ο μοναχικός άντρας» (Λουίτζι Πιραντέλλο, 1989, Το μαύρο σάλι και άλλα διηγήματα , Χατζηνικολή) ο συγγραφέας μας συστήνει την παρέα τριών αντρών, ενός χήρου, ενός γεροντοκόρου και ενός χωρισμένου που ζει με το γιο του. Ο ένας από αυτούς παίρνει την πρωτοβουλία να κανονίσει προξενιό στους άλλους δύο. Με αφορμή αυτό το γεγονός, ο Πιραντέλλο σκιαγραφεί την ψυχοσύνθεσή τους μέσα από τις αντιδράσεις που προβάλουν. Ο χήρος στην αρχή δοκιμάζει, έπειτα κλαίει και το απορρίπτει. Ο χωρισμένος το απορρίπτει από την αρχή και τότε καταδεικνύεται ο βαθμός στον οποίο είναι εξαρτημένος από την πρώην σύζυγό του: την χώρισε επειδή τον απάτησε, όμως το μετάνιωσε και τη θέλει πίσω πάση θυσία. Και ενώ εκείνη τον αρνείται , άλλο τόσο αυτός προβαίνει σε απέλπιδες προσπάθειες επανένωσης μαζί της. Ώσπου στο τέλος, καθώς δεν αντέχει άλλο την απόρριψή της, αυτοκτονεί πέφτοντας από μια γέφυρα, μπροστά στα μάτια του παιδιού του και των φίλων του.

Η αυτοχειρία έρχεται ως λύτρωση για τους ήρωες του Πιραντέλλο. Πρόκειται για μια πράξη ηρωική που έχει σταθμιστεί καλά από πριν. Αυτό μαρτυρά η παρουσίαση της αναλυτικής σκέψης των χαρακτήρων του πριν προβούν στο αναπόφευκτο. Ο συγγραφέας παρουσιάζει βήμα- βήμα τις κινήσεις των προσώπων και σκιαγραφεί την ψυχοσύνθεσή τους με τρόπο εναργές. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται εύκολα πως οι προσωπικότητές του είναι ξεχωριστές και ταυτόχρονα όλες μαζί μία, καθώς ζουν κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες και παράλληλα τόσο όμοιες που τους οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Ο γεράκος που προστατεύει τη θετή του κόρη, ο 62χρονος που έκλεψε λεφτά από τη δουλειά του για να θρέψει την οικογένειά του, η 40χρονη που εξαναγκάστηκε σ’ ένα γάμο, η μοναξιά και ο έρωτας μιας γυναίκας δίχως ανταπόδοση, η βρωμιά της χλιδής και η έλλειψη αγάπης προς το πρόσωπο μιας άλλης, ο γέρος που απλά αυτοκτονεί, η χρεοκοπία , η μετέπειτα κακοπληρωμένη δουλειά και η απώλεια κύρους ενός πρώην πλούσιου ανθρώπου, η αποφυγή ανάληψης ευθυνών ενός φονιά, τα πάθη και η μίζερη, δίχως διέξοδο καθημερινότητα ενός νέου, η προδοσία και η ο εξευτελισμός ενός γιου από τη μητέρα του και τέλος η συνεχής απόρριψη ενός άντρα από την πρώην γυναίκα του, συνθέτουν ένα κράμα συνθηκών και παράλληλα λειτουργούν ως πηγή και κομβικό σημείο για τη λήψη της απόφασης να αυτοκτονήσουν. Ο πόνος, η θλίψη, η αδικία, η έλλειψη ενδιαφερόντων, η απουσία της κατανόησης από τον κοινωνικό περίγυρο, η απομόνωση, η απογοήτευση, το ανεκπλήρωτο του έρωτα και της αγάπης, το ασήκωτο βάρος των ευθυνών, η καταπάτηση των επιθυμιών τους, ο κοινωνικός στιγματισμός είναι ικανά να οδηγήσουν στην απόγνωση και εν τέλει στην αυτοκτονία. Ο Πιραντέλλο υφαίνει ειλικρινά, ωμά και ρεαλιστικά το σκαρίφημα των ενεργειών των μελλοθάνατων. Η ζωή που θα ήθελαν να ζήσουν έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με αυτή που ζουν, στέκονται η μία απέναντι στην άλλη και αναμετρώνται με τελικό νικητή το άπιαστο, το ανεκπλήρωτο, την επιθυμία που δεν συντελείται. Ο ήρωας εξουθενωμένος, καταβεβλημένος από την ήττα του, επιλέγει να δώσει ένα τέλος στην ανέλπιδη προσπάθεια που μάταια καταβάλλει. Ταυτόχρονα, το αίσθημα της απογοήτευσης βρίσκει πρόσφορο έδαφος και φωλιάζει στις αδυναμίες της προσωπικότητας του εκάστοτε ήρωα, ανεξάρτητα από τα προβλήματα τα οποία καλείται να επιλύσει. Έτσι καλλιεργείται τελικά η απόγνωση. Η πίκρα για την σκληρή, άκαμπτη πραγματικότητα που βιώνουν οριστικοποιείται με την πράξη της αυτοχειρίας.

Παράλληλα, παρατηρούμε πως το παρελθόν εκτίθεται ως ποιοτικός δείκτης ενώπιον των ανθρώπων για να τους θυμίσει πώς ήταν κάποτε και πώς είναι τώρα. Η αντίθεση αυτή στα έργα του Πιραντέλλο είναι άλλες φορές προφανής, αφού δηλώνεται ξεκάθαρα και από τον ίδιο των ήρωα και άλλες υποβόσκουσα, καθώς γίνεται αντιληπτή από τα συμφραζόμενα. Αυτή η αντιπαράθεση των δυο καταστάσεων συμβάλει καταλυτικά στην απόφαση του ήρωα να τερματίσει ο ίδιος τη ζωή του. Ακόμη, παρατηρείται πως πάντα υπάρχει ένα κομβικό σημείο το οποίο διαχωρίζει το πριν από το μετά, το παρελθόν από το παρόν και το μέλλον. Η πρότερη ζωή του ήρωα, με τον ίδιο να υποφέρει τις όποιες συνθήκες βιώνει- το κομβικό σημείο- γεγονός που τον κάνει να εκδηλώνει αδυναμία και μια άρνηση να συνεχίσει να ζει μ’ αυτές τις προϋποθέσεις και τέλος, η πορεία μέχρι την πράξη της αυτοκτονίας. Αν θέλαμε να τα συνοψίσουμε, θα λέγαμε πως η οικονομική καταστροφή, η απόπειρα βιασμού, η ερωτική απογοήτευση , ο επικείμενος διασυρμός από τον κοινωνικό περίγυρο αποτελούν για τους ήρωες του Πιραντέλλο τα μεταίχμια ανάμεσα στη ζωή πριν την αυτοκτονία και στη διαδρομή τους προς αυτήν την πράξη.

Όμως ποια στα αλήθεια η αιτία και ποια η αφορμή που ωθεί τον ήρωα στην αυτοχειρία; Ο συγγραφέας δίνει έμφαση στην σκιαγράφηση την περιρρέουσας ατμόσφαιρας στην οποία ζουν οι χαρακτήρες του, τόση, ώστε να δίνονται ευκρινώς στον αναγνώστη οι πραγματικές αιτίες για τις οποίες οδηγείται σ’ αυτήν την απόφαση. Τα υπαρξιακά διλήμματα και η συναισθηματική κορύφωση ξεδιπλώνονται με τέτοια ένταση από την συγγραφική του πένα, που δε μας επιτρέπει να εντάξουμε στο πλάνο της αυτοχειρίας αφορμές, παρά μόνο αιτίες. Ακόμη και όταν στο διήγημα «Ενώ η καρδιά πονούσε» δεν περιγράφεται κάποιος σαφής λόγος που ώθησε τον ήρωα στο να θέσει τέλος στη ζωή του, ακόμη λοιπόν και τότε, μέσω αυτής της «παράλειψης» ο δημιουργός σκόπιμα μεταθέτει στον αναγνώστη την ευθύνη ανεύρεσης αυτού- «μα γιατί τέλος πάντων το έκανε;» αναλογίζεται κανείς. Μ’ αυτόν τον τρόπο μας οδηγεί στο να διερωτηθούμε και να καταθέσουμε τη δική μας εκδοχή και τελικά καταφέρνει να αποδείξει πως πάντα κάτι θα υπάρχει, όχι αφορμή, μα κάποιος βαθύτερος λόγος για να οδηγηθεί κανείς εκεί. Αυτές οι αιτίες αποτελούν το όριο, το κομβικό σημείο όπως ειπώθηκε παραπάνω, το τελευταίο κομμάτι ενός παζλ που βοηθά τον ήρωα να διακρίνει πως προτιμά να επιλέξει, συνειδητά πια, το θάνατο. Παράλληλα, χαρακτηρίζονται ατομικές, καθώς η απαρχή τους εντοπίζεται στην αντίληψη που διαθέτει το άτομο για τον εαυτό του και ο τρόπος με τον οποίο τον εντάσσει στην κοινωνία. Ο στιγματισμός, η αίσθηση του παρείσακτου, του μάταιου και του περιττού που βιώνει ο άνθρωπος, πηγάζουν κυρίως από μέσα του και έπειτα επικυρώνονται από την κοινωνία με την κατακραυγή, τον αποκλεισμό, την άνιση μεταχείρηση, τη στέρηση της ελευθερίας, την υπόδειξη και επιβολή επιλογών. Αυτό μαρτυρά η στάση που έχουν οι ήρωες απέναντι στην κοινωνία. Εκφράζουν βάσιμους φόβους για την αντίδρασή της, χωρίς όμως να παρατίθενται απτά γεγονότα. Έτσι, οι αυτόχειρες καταφέρνουν και δεν γίνονται ποτέ κομμάτι αυτής, αλλά ακρογωνιαίος λίθος αποδόμησής της, αφού με την πράξη τους καταγγέλλουν αυτό που ισχύει, αυτό που τους περιβάλλει. Στηλιτεύουν όλα εκείνα που τους καταβάλλουν και θέτουν τέλος στην υπαρξιακή αγωνία που βιώνουν.

Χρονικά, η πράξη της αυτοχειρίας συντελείται και όταν το άτομο αφενός δεν δύναται άλλο να συνεχίσει να αντιμετωπίζει την παρούσα κατάσταση και αφετέρου όταν κοιτά κατάματα την αλήθεια, η οποία διαφέρει κάθε φορά, σε κάθε διήγημα. Είτε πρόκειται για έναν άνθρωπο που συνειδητοποιεί τη ματαιότητα της ζωής του, είτε για κάποιον που διαβλέπει πως επέρχεται ο εξευτελισμός, για κάποιον που αδυνατεί να αναλάβει τις ευθύνες των πράξεών του, για εκείνον που νιώθει πως δεν έχει τίποτα και κανέναν για το οποίο αξίζει να ζει, είτε πρόκειται για κάποιον που διαπιστώνει την εκμετάλλευση που υφίσταται από τους ανθρώπους με τους οποίους συναναστρέφεται. Έμμεσα εδώ εμπλέκεται η αξία της αγάπης. Αυτά τα άτομα, εάν δέχονταν την αγάπη από τον περίγυρο, προφανώς και θα αντιμετώπιζαν καλύτερα τις όποιες δυσκολίες. Αντίθετα, η έλλειψη αυτής, δρα καταλυτικά στα περισσότερα από τα έργα που εκτέθηκαν παραπάνω. Η έλλειψη υποστήριξης και κατανόησης από την οικογένεια, η απόρριψη από τον περίγυρο, ο «τραυματισμός » της υπόληψης του ατόμου πραγματοποιούνται από σημαντικά –για τον αυτόχειρα- άτομα που όχι απλά δεν του προσφέρουν ποιοτικά χαρακτηριστικά όπως αυτά που περιγράφηκαν, αλλά αντίθετα ζουν σε βάρος του επιδεινώνοντας την καθημερινότητα αλλά και τον ψυχισμό του. Η μοναξιά κυριαρχεί και επιβάλλει στο άτομο μια μορφή υπαρξιακής απομόνωσης. Το επικείμενο αδιέξοδο διαγράφεται πια ξεκάθαρα και υποβάλει στον αναγνώστη την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι δεδομένο, σαν μια φυσική εξέλιξη. Μάλιστα, το τέλος των ηρώων είναι πολλές φορές τόσο τραγικό που δίνεται η εντύπωση πως έρχεται ως επισφράγισμα του τέλματος μέσα στο οποίο έχουν περιέλθει. Το φονικό όργανο που χρησιμοποιούν, δηλητήριο, όπλο, στιλέτο, πτώση από ύψος, φωτιά, έρχεται ως βοηθητικό μέσο που θα επιφέρει τη λύτρωση. Αξίζει να σημειωθεί πως ο συγγραφέας κρατά απόσταση από την ενέργεια των δημιουργημάτων του, καθώς δεν κρίνει και δεν δικάζει, παρά μόνο εκθέτει τα γεγονότα. Δεν νιώθει και δεν προωθεί τον οίκτο γι’ αυτά, τα προβάλλει ως περιπτώσεις υπαρκτές που υφίστανται παντού γύρω μας και μας προκαλεί να κρατήσουμε τη δική μας ακέραιη στάση μπροστά τους. Αυτόματα γεννιέται η απορία στον αναγνώστη: άραγε τι θα γινόταν αν οι ζωές τους ήταν λίγο διαφορετικές; Αν επέμβαινε κάποιος ως από μηχανής θεός, πώς θα τους βοηθούσε ώστε να αποφύγουν την αυτοκτονία; Είναι ζήτημα ατομικό ή κοινωνικό; Πώς το αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι της εποχής του Πιραντέλλο και πώς οι σημερινοί; Αξίζει ένας λογοτέχνης να το εντάξει στα δημιουργήματά του; Πάνω απ’ όλα, τα έργα του Πιραντέλλο, ως γνήσια δείγματα ρεαλιστικής πεζογραφίας με ηθογραφικά στοιχεία, έρχονται για να διδάξουν χωρίς να καταδικάζουν, να μας προβληματίσουν και να μας κάνουν να αναλογιστούμε και να διερωτηθούμε κάτι τόσο πολύπλοκα απλό : Μα γιατί;*

* Μα γιατί; Μ’ αυτή τη φράση τελειώνει το διήγημα «Ενώ η καρδιά πονούσε»