Πάντα εκεί η μάνα μου

Hμάνα μου

είναι ένα σπασμένο λαγήνι που στάζει

και λιγοστεύει διαρκώς.

Η μάνα μου ολοένα

μαδάει τα ερωτηματικά.

Αναρωτιέται για τους λεμονανθούς.

Του γάμου μου ή του γάμου της;

Μπερδεύεται με το κουτάλι.

Να με ταΐσει ή να φάει;

Στις τσέπες της βρίσκω συχνά

μαντήλια αποχαιρετισμού.

Η μάνα μου

είναι ένα πληγωμένο ωδικό πουλί.

Κοιτάζει ώρες έξω από το παράθυρο.

Μιλά και πέφτουνε στο πάτωμα

ρινίσματα, ξέφτια και ροκανίδια.

Σκύβω και τα μαζεύω.

Άλλα τα βάζω στο συρτάρι μου

και άλλα κάτω απ΄ το μαξιλάρι

μαζί με τα αναθήματα και όλα τα τιμαλφή

που έχω φυλαγμένα.

Τα φωτεινά απογεύματα παίρνω

ένα καλειδοσκόπιο και ονοματίζουμε τα χρώματα

ξανά,  μαζί, από
την αρχή.

Αυτό, μάνα, είναι το κόκκινο, το πράσινο,

Αυτό της αγκαλιάς, αυτό του χωρισμού

Αυτό της ξενιτιάς.

Άστο, μάνα, αυτό, 
αυτό είναι της λήθης.

Θέλω

να είναι πάντα εκεί

η  μάνα μου

ένα λεπτόφλουδο, μα υπέρχειλο δροσιστικό λαγήνι.

Μπροστά σε  μια
ντουλάπα

Συστάδες ρούχων,

των εποχών παραλλαγές πάνω στο ίδιο σώμα,

όρθιες στοιχίζονται εντός της.

Αντιφωνούν ωχρές το βλέμμα μου.

Μόνο οι κρεμάστρες,

άκαμπτες,

πεισματικά κρατάνε 
τα προσχήματα.

Εν προκειμένω

στην είδηση της προγραφής

αυτά που θορυβούνται 
περισσότερο

δεν είναι τα ποικίλματα,

τα τιμαλφή

ή για παράδειγμα 
οι πλουμιστές σου εσάρπες.

Γνωρίζουν την αξία τους.

Θα εξαγοράσουν μια ευκαιρία δεύτερη

εν είδει ενθυμήματος.

Αυτό που αγωνιά

είναι, ας πούμε, εκείνο το φουστάνι.

Ράφτηκε -μάταια- με 
κρυφή κλωστή

εκεί που σκάλωσε

και το έσκισε

προτεταμένο το καρφί του χρόνου.

Με χείλη κάτασπρα διψάει το μαντήλι.

Αγκομαχά από την κατάκλιση

μέρες στο πάτωμα πεσμένη μια ρόμπα.

Τα ανατοποθετώ,

αν και ημιθανή, στη θέση τους,

αλλά από ένα κούφιο νυχτικό ξεχύνεται σε κύματα

κρύα η απουσία.

Ανασκιρτώ

– δεν είδα και δεν άκουσα τάχα καμιά αντήχηση –

για αυτό και δραπετεύω.

Κλείνω την ντουλάπα σου

αφήνοντας ανοιχτούς τους λογαριασμούς

να επωάζονται

και πάλι.

Άτιτλο

Η απουσία είναι γένους θηλυκού

για αυτό και γεννά συνέχεια

νέους απογόνους.

Πολλαπλασιάζεται.

Η απουσία

σε εξασκεί εντατικά

στα μαθηματικά της ύπαρξης.

Κυρίως επιμένει στην αφαίρεση .

Μείον ένα πιάτο, ένα κουτάλι στο τραπέζι,

Μείον στον τηλεφωνικό λογαριασμό

Μείον στις απαντοχές.

Τώρα;

Η απουσία νυχοπατά τις μέρες του καύσωνα

με ελαφρύ νυχτικό ανάμεσα στα δωμάτια.

Περνά με την παλάμη και παίρνει

τη σκόνη από την ασάλευτη φωτογραφία.

Η απουσία

-χωρίς να έχει ιδέα από λογοπαίγνια –

γνωρίζει πάντα

πού βρισκόταν η ουσία.

Εκεί και ξεγεννά.