Κάθεται στο ίδιο πάντα τραπέζι.
Πίνει τον καφέ του πολύ γρήγορα, με δυο γουλιές και μετά ανοίγει την εφημερίδα.
Εγώ κάθομαι πάντα απέναντί του, σε άλλο τραπέζι, πίνω τον καφέ μου αργά κι έχω
ανοιχτό τον φορητό υπολογιστή. Μέσα από το παράθυρο βλέπει έναν τοίχο. Μέσα από
το τζάμι βλέπω το δρόμο και την κίνηση. Γυρνά βαριεστημένα τις σελίδες της
εφημερίδας, περιφέρομαι γρήγορα από σάιτ σε σάιτ. Τον κοιτάζω συχνά και θέλω να
γράψω κάτι γι’ αυτόν. Αδιαφορεί για την ύπαρξή μου. Γράφω την πραγματική του
ηλικία. Ογδόντα χρονών. Συνεχίζω. Μαλλιά πολλά, ολόλευκα. Στη μύτη του
στηρίζονται γυαλιά πρεσβυωπίας. Στις παλάμες του ένα διακριτικό τρέμουλο και
στον δεξί του καρπό ένα ρολόι παλιοκαιρίσιο. Το δέρμα του προσώπου του είναι
λείο, καθαρό, χωρίς τα αυλάκια του χρόνου. Το παλτό του είναι μαύρο και δεν το
βγάζει ποτέ. Από μέσα φορά ένα χοντρό πουλόβερ. Έχει ζέστη, αλλά δεν ιδρώνει.

 Υπάρχουν φορές που δείχνει μικρότερος. Τα
μαλλιά του είναι μαύρα και δε φορά γυαλιά. Ούτε τρέμουλο υπάρχει στα χέρια και
το ρολόι του δείχνει λαμπερό, σαν να το έχει πλύνει. Τότε κοιτά τον τοίχο και
στο πρόσωπό του διακρίνω λύπη. Η εφημερίδα όμως που κρατά είναι η ίδια. Με το
ίδιο πρωτοσέλιδο, με την ίδια κιτρινάδα στα φύλλα της. Τίποτα από αυτά δεν μου
προκαλεί έκπληξη πια. Τα έχω συνηθίσει. Αλλά εκείνος συνεχίζει να αδιαφορεί για
μένα. Θα μπορούσε να με ρωτήσει κάτι ή να μου ρίξει μια ματιά. Μάλλον περιμένω
μάταια.

Σήμερα αποφάσισα να μην ασχοληθώ
άλλο μαζί του. Κάθισα πάλι στο απέναντι τραπέζι και παρήγγειλα τον καφέ μου.
Τον υπολογιστή δεν τον πήρα μαζί. Πήρα όμως κι εγώ μια εφημερίδα. Την ακούμπησα
στο τραπέζι και περίμενα. Εκείνος ήπιε πάλι γρήγορα τον καφέ του και άρχισε να
ξεφυλλίζει την εφημερίδα του. Το μόνο που έκανα ήταν να τον κοιτάζω επίμονα.
Κάποια στιγμή σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε τον τοίχο απέναντί του. Αυτή τη
φορά δε διέκρινα λύπη. Μετά σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου. Πέρασε
δίπλα μου, κοντοστάθηκε και άφησε την εφημερίδα του πάνω στο τραπέζι μου. Μου
χαμογέλασε και έφυγε.

 Βγήκε στην κίνηση του δρόμου και χάθηκε.
Άνοιξα την εφημερίδα του. Όλες οι σελίδες ήταν όμοιες. Όλες είχαν μόνο
φωτογραφίες, τις ίδιες φωτογραφίες. Ένας νέος άντρας να κρατά στην αγκαλιά του
ένα μωρό. Σε πάρκο, καθισμένος στον καναπέ, σε μια γιορτή. Τον πατέρα μου δεν
τον θυμάμαι γιατί πέθανε όταν ήμουν δυο χρονών. Εδώ και ένα χρόνο τον πλάθω με
την φαντασία μου. Και έχω πλάσει πολλούς που θα μπορούσαν να είναι αυτός. Δεν
ξέρω σε ποιον να σταματήσω.

*

ΒΟΓΡΑΦΙΚΟ: Ασχολούμαι με την
μαγειρική και την ωρολογοποιία. Ανακατεύω υλικά και παίζω με τον χρόνο

ΕΤΕΡΩΝΥΜΑ 

κατά σειρά εμφάνισης στο τεύχος

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ 

αλφαβητικά

ΠΥΡΟΒΑΣΙΕΣ ποίηση 

ΠΥΡΡΩΝ Ο ΥΣΤΕΡΟΣ

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΥΙΩΤΗ

ΓΙΩΡΓΗΣ ΣΑΡΑΚΗΝΟΣ

ΕΛΕΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΧΕΚΤΟΡ ΜΑΞΙΜΙΛΙΑΝ ΜΠΑΓΚΛ

ΠΑΝΑΓΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

LENKA ROMANOVA

ΝΙΚΟΣ ΒΟΥΤΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΜΕΝΣΑΣ

ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

ΟΞΥΟΣ ΝΤΑΒΙΝΤΣΙ

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΤΖΑΡΙΑΣ

ΕΦΗ ΖΟΥΜΠΟΥΛΗ

ΣΟΥΛΗΣ ΤΣΑΚΜΑΚΙΔΗΣ

ΣΤΑΘΗΣ ΙΝΤΖΕΣ

ΒΙΤΟΡΙΟΣ ΝΙ

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ

ΛΕΑΝΤΡΟ ΠΟΛΕΝ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΥΡΙΑΖΑΚΗΣ

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΜΑΥΡΟΠΕΤΡΗΣ

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΛΥΜΠΕΡΗ

ΒΛΑΣΗΣ ΨΩΜΑΣ

ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ

ΕΥΗ ΕΙΡΙΩΤΗ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΚΟΥΣΗΣ

PIERRE MENARD

ΝΙΚΟΣ ΜΙΧΑΣ

ΘΑΝΑΣΗΣ ΔΗΜΟΥΛΗΣ

ΜΑΡΙΟΣ ΜΩΡΟΣ

ΕΛΠΗΝΩΡ Ο. ΟΜΗΡΟΥ

ΑΣΗΜΙΝΑ ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗ

ΠΟΝΤΙΦΙΚΑΣ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

ΣΥΜΕΩΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ

ΠΩΛ ΝΤΕ ΠΑΓΙΕΝ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΤΣΗΣ

BRENTHIS RAMANTHIS

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΦΙΛΤΖΟΓΛΟΥ

ΤΥΡΤΑΙΟΣ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΨΑΛΤΗΣ

Ε. ΞΑΝΘΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΥΑΡΗΣ

ΠΥΡΟΒΑΣΙΕΣ διήγημα 

IAN WICKER

ΜΑΡΙΑ ΑΝΔΡΕΑΔΕΛΛΗ

ΛΙΝΟΣ ΜΑΥΡΟΣ

ΘΑΝΟΣ ΓΩΓΟΣ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΡΑΔΙΚΗΣ

ΠΑΝΟΣ ΖΩΗΣ

ΝΑΝΣΥ ΛΕΣΚΑ

ΜΠΕΛΙΚΑ ΚΟΥΜΠΑΡΕΛΗ

ΓΑΛΗΝΗ ΚΑΤΜΑΝΤΟΥ

ΕΛΕΝΗ ΚΟΥΦΟΓΙΑΝΝΗ

ΙΡΙΣ ΤΥΦΛΩΣΟΥΡΤΗ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΝΤΑΛΟΥΣΗΣ

ΤΕΡΗΣ ΧΙΟΝΙΑΣ

ΙΩΑΝΝΑ-ΡΟΔΑΝΔΗ ΣΚΟΥΝΑΚΗ

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΣΑΝΗ

ΧΑΡΑ ΣΙΩΜΟΥ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΒΒΟΥΝΙΔΗΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΨΑΡΡΑΣ