Αποζητώ τη σιωπή

αν και είναι αργά, είναι νύχτα,

κι εσύ δεν βρίσκεσαι εδώ.

Τραγούδα σαν να μη συνέβαινε

τίποτα.

Τίποτα δεν συμβαίνει.

*

Ο φόβος

Στον
απόηχο των νεκρών μου

υπάρχει
ακόμα φόβος.

Εσύ
γνωρίζεις το φόβο;

Γνωρίζω το φόβο, όταν λέω το όνομά μου.

Είναι ο φόβος,

ο φόβος με το μαύρο καπέλο

που κρύβει ποντικούς στο αίμα μου

ή ο φόβος με τα νεκρικά του χείλη

που πίνει τους πόθους μου.

Ναι. Στον απόηχο των νεκρών μου

υπάρχει ακόμα φόβος.



*


Αποκαλύψεις


Τη νύχτα στο πλευρό σου

οι λέξεις είναι κλειδιά, είναι καρφιά.

Η θέληση να πεθάνεις βασιλεύει.

Ας είναι το κορμί σου πάντοτε

πρόσφορο έδαφος για αποκαλύψεις.



*


Σιωπές


Ο
θάνατος πάντοτε προ των πυλών.

Αφουγκράζομαι
το λέγειν του.

Μονάχα ακούω.



*


Της άλλης μεριάς

Τα
χρόνια και τα λεπτά συνθέτουν τον έρωτα.

Πράσινα
προσωπεία κάτω από τη βροχή.

Ναός
με άσεμνα βιτρό.

Ίχνος
γαλάζιο πάνω στον τοίχο.

Δεν
γνωρίζω.

Δεν
αναγνωρίζω.

Σκότος. Σιωπή.



*


Άτιτλο Νο5


να
προσέχεις με τις λέξεις

(είπε)

έχουν
λεπίδες

θα
σου κόψουν τη γλώσσα

να
προσέχεις

θα
σε βυθίσουν στην αιχμαλωσία

να
προσέχεις

μην
ξυπνήσεις τις λέξεις

ξάπλωσες
σε μαύρες αμμουδιές

και
η θάλασσα ας σε καταπιεί

και
τα κοράκια ας βάλουνε τέλος στη ζωή τους

μέσα
στα κλειστά σου μάτια

να
προσέχεις

μην
κολάσεις τους αγγέλους της φωνής σου

μην
προσελκύσεις φράσεις

ποιήματα

στίχους

δεν
έχεις τίποτα να πεις

τίποτα
να υπερασπιστείς

ονειρέψου
ονειρέψου ότι δεν βρίσκεσαι εδώ

ότι
έχεις ήδη φύγει

ότι όλα έχουν τελειώσει

*********************************************************************

«Κόρη του ανέμου»

Η Αλεχάντρα Πισαρνίκ μέσα από τα ημερολόγια της

του Γιώργου Καρτάκη

.

«Ξαφνικά εκπλήσσομαι με ό,τι έχω κάνει. Με τα στιχάκια μου. Κάποια μέρα θα
εκτίθενται στο μουσείο ενός ψυχιατρικού ινστιτούτου και πλάι τους θα υπάρχει η
επιγραφή: Ποιήματα μιας 19χρονης ασθενούς, ανίκανης για λογική σκέψη. Ποτέ δεν
έκανε διαλογισμό, ποτέ δεν έδειξε να ενδιαφέρεται για κάτι. Ούτε μια φορά δεν
φάνηκε συλλογισμένη. Προφανώς υπήρξε ευαίσθητη και είχε μια τάση να θεωρεί τον
εαυτό της μεγαλοφυϊα. Επιθετική. Γεμάτη συμπλέγματα. Διεφθαρμένη. Ακίνδυνη».   

Μπορεί εξομολογήσεις μιας τέτοιας κλιμακούμενης απελπισίας να είναι συχνά ίδιον
πολλών 19χρονων και να βρίσκονται γραμμένες, αν όχι με την ίδια ακρίβεια και
ίσως  με λιγότερο αυτοσαρκασμό, ωστόσο, με
παρόμοιο τρόπο στα ημερολόγια τους, όμως τα ποιήματα της Αλεχάντα Πισαρνίκ δεν διέτρεχαν
ποτέ τον κίνδυνο να καταλήξουν ως τεκμήρια μιας θυμώδους ψυχής στους φακέλους
των ασθενών, πόσο μάλλον να πέσουν θύματα λήθης. Αντιθέτως!

Η Αλεχάντρα Πισαρνίκ – η «κόρη του ανέμου», όπως αυτοαποκαλείτο – υπήρξε  κόρη μεταναστών εβραϊκής καταγωγής από την
Ουκρανία. Γεννήθηκε και μεγάλωσε προστατευμένη με μητρικές γλώσσες τα Γίντις –
γερμανοεβραϊκή γλώσσα που μιλούσαν οι Εβραίοι Ασκενάζι –  και τα Ισπανικά στο Μπουένος Άιρες. Ξεκίνησε
να γράφει σε νεαρή ηλικία, θεωρήθηκε ταλαντούχα καταλαμβάνοντας γρήγορα κεντρική
θέση στη λογοτεχνική σκηνή της Αργεντινής. Απέκτησε θερμούς υποστηρικτές μεταξύ
των οποίων οι Ίταλο Καλβίνο και Οκτάβιο Παζ. Ο δεύτερος μάλιστα γράφει το 1962 τον
πρόλογο στην ποιητική της συλλογή «Το δέντρο της Αρτέμιδος». Στη νεκρολογία που
ο Χούλιο Κορτάσαρ γράφει προς τιμήν της, αναφέρει: « Αρκεί να ψιθυρίσει κανείς
το όνομα της και ο αέρας ριγεί γεμάτος ποίηση και θρύλους».

Την πρώτη ποιητική της εμφάνιση ακολούθησαν πέντε ακόμα συλλογές, πριν να
αυτοκτονήσει τον Σεπτέμβριο 1972 σε ηλικία μόλις 36 ετών με υπερβολική δόση
υπνωτικών.

Εκτός από το ποιητικό της έργο, τα ημερολόγιά της – είκοσι τετράδια, έξι
δακτυλογραφημένα  χειρόγραφα και πολλά
μεμονωμένα φύλλα, στα οποία η ποιήτρια προσπαθεί να καταγράψει «τη δριμύτητα
και σύγχυση του εσωτερικού της κόσμου» – διαφωτίζουν σε επαρκή βαθμό την
προσωπικότητά της.   Σ΄αυτά, όπως και στα
ποιήματά της, κεντρική θέση κατέχει η κυρίαρχη επιθυμία του θανάτου, ενώ γίνεται
επίσης πρόδηλη η τρομακτική ταχύτητα, με την οποία η ίδια οδεύει αναπόφευκτα
προς την αυτοκτονία. Οι σημειώσεις αυτές γίνονται καθρέπτης μιας ταραγμένης
εσωτερικής ζωής, μιας διαβίωσης στην κόλαση χαρακτηρισμένης από σεξουαλικές
ακρότητες και υπερβολές μέθης, οι οποίες εναλλάσσονται με βαριές κατηγορίες
υπαιτιότητας και μανιακή υπερεκτίμηση. «Δεν μπορώ, παρά να ζω μόνο μέσα στην
έξαψη», παραδέχεται δημιουργώντας ταυτόχρονα στα κείμενα της το κεντρικό μοτίβο
«της απέραντης δίψας», της «δίψας για τα πάντα, για τα πάντα», ενδυναμωμένο
μέσω της αλληγορίας ενός «αγγέλου μέθης», ζωοδόχου, αλλά και, εξαρχής, οδυνηρού
και καταστροφικού. «Μοιάζω», όπως αναφέρει η ίδια, «με μια ανοικτή πληγή που
πίνει ό, τι παρουσιάζεται (δάχτυλα, αλάτι, σπέρμα, αλκοόλ)». Στο τέλος της ζωής
της, η ακόρεστη αυτή δίψα μεταμορφώνεται σε μια «δίψα για ερήμωση», στη δίψα
για τον ίδιο της το θάνατο, ο οποίος εμφανίζεται άλλοτε ως μια εικόνα τρόμου κι
άλλες φορές σαν μια ερωτική αιμομικτική φίλη – «lamuerte» είναι στα Ισπανικά θηλυκού γένους – , ως ένα
είδος ύπνου:  «Νιώθω την ανάγκη να
κοιμηθώ και να μην ξυπνήσω ξανά», γράφει ήδη από το 1957, δεκατέσσερα χρόνια
πριν την πρώτη της απόπειρα με χάπια.  Ακόμα
και τα χρόνια στο Παρίσι – μακριά από την Αργεντινή που συχνά περιφρονούσε –
εποχή που, όπως η ίδια αναδρομικά αναφέρει, «διαπιστώνει με έκπληξη, πως ούτε
μια φορά δεν υπήρξε σοβαρά άρρωστη», αυτοχαρακτηρίζεται ως «θανάσιμα
ευτυχισμένη».

Καταφεύγει αναζητώντας σωτηρία και ηρεμία στη λογοτεχνία, στα ποιήματά της
και στη σκέψη για το μυθιστόρημα, που επιθυμεί να γράψει όλη της τη ζωή, το
οποίο όμως δεν κατορθώνει να συγγράψει, γιατί η πρόζα τής είναι άγνωστη – και
διαβάζοντας άλλους συγγραφείς. Η Πισαρνίκ έχει μελετήσει ένα τεράστιο σε όγκο
έργο: Νερούδα, Απολλιναίρ, Τζόυς, Τζούλιαν Γκρην, τους Κλασσικούς, Θερβάντες
καθώς και το σύνολο της  ισπανικής και
αργεντινής λογοτεχνίας και, βέβαια, Κάφκα, τον οποίο θαυμάζει μελετώντας
συνεχώς τα ημερολόγια του, με τον οποίο αισθάνεται κοντά.

Μοιάζει πραγματικά δύσκολο να μην αναλογιστεί κανείς την περίφημη σημείωση
«Έκλαψα στο σινεμά» στα ημερολόγια του Κάφκα, όταν η Πισαρνίκ αναφέρει: «Στο θέατρο
δεν γύρισα να κοιτάξω κανένα΄ θέλω να πω, ότι πέρασα όλο το βράδυ – στα
διαλείμματα – κοιτώντας το πάτωμα ή το ταβάνι, γιατί κάθε ανθρώπινο πρόσωπο μου
προξενούσε την επιθυμία να ξεσπάσω σε κραυγές και κλάματα». Η Πισαρνίκ διαβάζει
και διαβάζεται – ο Υβ Μπονφουά αλληλογραφεί μαζί της, ο «Οκτάβιο» αναφέρεται
συχνά στα ημερολόγιά της, γνωρίζεται με την Μαργκερίτ Ντυράς, από την οποία όμως
αισθάνεται βαθιά απογοήτευση, γιατί: «Μου μιλά για τους φίλους, το γιο και το
σκύλο της, για  φαγητό και σπορ
αυτοκίνητα, και όλα αυτά τα σχολιάζει χωρίς φόβο με κάθε λεπτομέρεια, πεζά και
τετριμμένα, σαν κάποιος που ανήκει και συμμετέχει απόλυτα σ΄αυτόν τον κόσμο. Κι
εγώ… εγώ είμαι πάντα τόσο μακριά, στο χείλος του γκρεμού».

Τα χρόνια στο Παρίσι χαρακτηρίζονται
από μοναξιά και αποξένωση. Έχει ελάχιστες επαφές με φίλους και συναδέλφους. «Οι
νεαροί πρωτοπόροι φίλοι μου», γράφει, «είναι το ίδιο συμβατικοί όπως και οι
καθηγητές λογοτεχνίας. Κι αν τους αρέσει
ο Ρεμπώ, αυτό συμβαίνει μόνο εξαιτίας των παθών του, συμβαίνει μόνο εξαιτίας
της μαγείας που τους δημιουργούν κάποιες – λίγες – λέξεις, τις οποίες δεν θα κατανοήσουν ποτέ».

Το 1963, στο Παρίσι,
σημειώνει: « Υπάρχει κάτι που με συναρπάζει: θα ήθελα να έχω ένα δάσκαλο. Θα
πήγαινα στο εργαστήριο του και θα μάθαινα χειρωνακτικά και μεταφυσικά πράγματα.
Θα έκανα διαλογισμό πάνω σε αυτά». Το ίδιο, θα έλεγε κανείς, όπως ο Ρεμπώ είχε
βρει στο πρόσωπο του Βερλαίν ένα δάσκαλο και φίλο. Για τον Ρεμπώ μιλά συχνά: «
Ο Ρεμπώ δεν είχε γραφείο. Γι΄αυτό και δεν υπήρξε ποτέ ξανά κάποιος σαν αυτόν.
Όλοι θέλουν να είναι Ρεμπώ – αλλά με γραφείο. Quantmoi: Θέλω να εκπληρώσω το πλάνο μου και κυρίως, να γίνω τριάντα χρονών».
    

Περιφρονεί τη λογοτεχνική σκηνή, όλους αυτούς τουςhomesdelettresκαι το όμορφο στιλ. Κινητήρια δύναμη της είναι ο φόβος, ο προσωπικός διχασμός.
Τα ποιήματά της δεν είναι καλλιτεχνήματα, αλλά ένα μέσον για ζωή, για επιβίωση:
« Δεν θα γράψω, πριν το αίμα μου εκραγεί», αναφέρει κάπου, θυμίζοντας, όχι
τυχαία ίσως, την διάσημη φράση της Έμιλυ Ντίκινσον: «IfIfeelphysicallyasifthetopofmyheadweretakenoff,Iknowthatispoetry».

«Φοβάμαι», γράφει, «χωρίς να υπάρχει εμφανής λόγος. Κι όμως υπάρχει!
Φοβάμαι την αλλόκοτη σκέψη μου, την αυταρέσκεια και, ταυτόχρονα, την ακραία
σκληρότητά μου. Θα ήθελα να είμαι χαρούμενη. Αυτό το γράφω τρέμοντας. Η δίψα
μου για την πραγματικότητα βρίσκεται αιχμάλωτη εξαιτίας του εξαναγκαστικού μου
εγκλεισμού στη λογοτεχνία και  εκφράζεται
μόνο μέσα από τη σεξουαλική επιθυμία».

Η εξωτερική πραγματικότητα εμφανίζεται στα ημερολόγια της μόνο στο βαθμό
που επηρεάζει την ψυχική της κατάσταση: « Δεν ήθελα να πάω μαζί τους στην
Πομπηία. Αντί της πόλης φάντασμα προτίμησα τα φαντάσματα των ερώτων μου».
Σπάνια γίνονται αναφορές σε περιοχές ή κοινωνικά γεγονότα της εποχής. Τα άτομα
αναφέρονται με τα αρχικά τους, οι ερωτικές σχέσεις που διατηρούσε  με άντρες και γυναίκες παρουσιάζονται σε
κωδικοποιημένη μορφή ως αποτέλεσμα της βασανιστικής πάλης της με τη
σταθερότητα, με τη γλώσσα, με τις «λέξεις, αυτά τα σκυλιά».

Σε μια από τις τελευταίες της σημειώσεις, στις 9 Οκτωβρίου 1971, γράφει: « Οι
λέξεις είναι πιο τρομακτικές απ΄ό, τι νόμιζα. Η ανάγκη μου για τρυφερότητα είναι
ένα μακρύ καραβάνι. Σε ό,τι αφορά το γράψιμο, ξέρω πως γράφω καλά κι αυτό είναι
όλο. Όμως αυτό δε με βοηθά να αγαπηθώ». Και: «Ο κίνδυνος στην ποίηση μου είναι
η τάση μιας ανατομίας των λέξεων. Τις στερεώνω μέσα στο ποίημα λες και τις
βιδώνω. Κάθε λέξη πετρώνει». 

Μόνο μέσω μιας τέτοιας εμμονικής λογοτεχνικής δραστηριότητας μοιάζει να
έχει καταφέρει η Αλεχάντρα Πισαρνίκ να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη δίψα για
ζωή και την ακόρεστη επιθυμία για θάνατο. Όμως και η λυρική γραφή μεταλλάσσεται
σε «σιωπηλές μικρές αυτοκτονίες», σε μια πράξη βίας ενάντια στον ίδιο της τον
εαυτό: «Αυτό που κάνω στο κορμί μου: το μαστιγώνω, μέχρι να φτύσει λέξεις,
δηλαδή ποιήματα». Η συγγραφή του ημερολογίου λειτουργεί – εκ παραλλήλου με
αυτήν των ποιημάτων – σαν μια θανατηφόρα ασχολία που συνεχίζεται μετά από
τέτοιου είδους βασανιστήρια. «Όμως η σιωπή είναι εξασφαλισμένη και αληθινή. Γι΄αυτό
γράφω. Είμαι μόνη και γράφω. Όχι, δεν είμαι μόνη. Κάποιος – ίσως και πολλοί –
ριγεί δίπλα μου». Και: « Η συγγραφή ημερολογίου σημαίνει ότι με ανατέμνω σαν να
είμαι πεθαμένη». Ίσως γι΄αυτό και να σταματούν τα
ημερολόγια αυτής της γυναίκας με το ουτοπικό πλάνο ένα χρόνο πριν το θάνατο της
οριστικά. Λες και δεν είχε τίποτα άλλο πια να ζήσει ή να βρει, λες και η πράξη
της ανατομίας είχε πια ολοκληρωθεί: άδεια φύλλα ως απόδειξη πίστης στην πρόταση
που είχε γράψει στα δεκαοκτώ της χρόνια: «Πρέπει να γράφω ή να πεθάνω. Πρέπει
να μουτζουρώνω τετράδια ή να πεθάνω».