PabloNeruda: ‘Να ξυπνήσει ο ξυλοκόπος’.
Oσπουδαίος Χιλιανός ποιητήςPabloNeruda, είναι ο μεγάλος ‘ανατόμος’ της γης
και της μνήμης της Νοτίου Αμερικής. Το ποιητικό του έργο ανάγεται στο φως, στο
πάντα λυτρωτικό φως της ενεργής και «ζώσας» μνήμης. Ο μεγάλος Χιλιανός ποιητής
αναπλάθει και μεταπλάθει ποιητικά τη γη, τα ποτάμια, τις πέτρες και τα βουνά
της Νοτίου Αμερικής. Καθετί έλασσον και
φαινομενικά ασήμαντο μετασχηματίζεται σε μείζον στοιχείο μίας Αμερικάνικης τοιχογραφίας
που συντίθεται με πέτρα, με πόνο, με αίμα και με ανθρώπινα δάκρυα. Και θαρρείς
πως αυτή η τεράστια Αμερικάνικη πλημμυρίδα «κατακλύζει» ολάκερο τον κόσμο, έναν κόσμο που κάθε στιγμή
«εμβαπτίζεται» στα νάματα του συλλογικού πράττειν.
ΤοCantoGeneral, τοmagnumopusτου ποιητή περικλείει οργανικά την
μνήμη και τον πόνο, το αίμα και το φως. Μέσα από το έργο του ο συμπαντικός «χωροχρόνος» διαστέλλεται,
γίνεται λυτρωτικά ανθρώπινος και «γήινος», διεισδύει μέσα στις ζωές των
ανθρώπων, «ακούει» τις μύχιες σκέψεις τους, διαπερνά το «άχρονο» στοιχείο της
λήθης και αποκρυσταλλώνεται βαθιά μέσα στη γη, τη δουλεμένη από τα χέρια των
ανθρώπων.
Το ποίημα του ‘Να
ξυπνήσει ο ξυλοκόπος’ αποτελεί οργανικό τμήμα τουCantoGeneral. Εδώ, οNerudaκατέρχεται στο στίβο της «μάχης» για
να καταγγείλει τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής
(ΗΠΑ). Όμως, την ίδια στιγμή, τέμνει και ανατέμνει τον «χωροχρόνο» της Βόρειας Αμερικής, «επικοινωνώντας» και βιώνοντας τον
ανθρώπινο πόνο, που, θαρρείς πως «ενσταλάζεται» στις γωνίες της «αθέατης»
ανθρώπινης ζωής. Κάθε κρίσιμη και κάθε κρίσιμη στιγμή της «γέννησης» ενός
πολεμικού εγκλήματος,oPabloNeruda
«γεμίζει» με φως και μνήμες τις ποιητικές του σελίδες, αναζητώντας παντού το
νήμα που συνδέει τις αγωνίες και το «αίμα» όλων των λαών της γης, το νήμα που
φέρνει εγγύτερα πολιτισμούς, παραδόσεις και αγώνες. Και αυτό ακριβώς πετυχαίνει
στο ποίημα του ‘Να ξυπνήσει ο ξυλοκόπος’.
Μέσω των μεγάλων
ποταμιών της Βορείου Αμερικής ο ποιητικός του λόγος «ταξιδεύει» και
«ανασυγκροτεί» τις μνήμες της παρουσίας του ανθρώπου. Έτσι, δύναται να
διαμορφώσει μία ποιητική οντολογία εντός της οποίας συμφύονται οργανικά η φύση
ως τόπος και «χώρος» της μνήμης με τον άνθρωπο.
«Στα δυτικά τουColoradoRiverέχει ένα μέρος που τ’ αγαπώ. Εκεί
καταφεύγω μ’ ότι σκιρτώντας κυλάει μέσα μου, μ’ όλο αυτό που υπήρξα, αυτό που
είμαι, αυτό που υποστηρίζω. Έχει εκεί κάτι κόκκινα ψηλά βράχια, ο άγριος αγέρας
με τα χίλια του χέρια κτιριακές τα έχει κάνει δομές: ο πορφυρός τυφλός ανέβηκε
απ΄ την άβυσσο κι έγινε μέσα τους χαλκός, φωτιά και δύναμη. Αμερική, σαν
βουβαλιού τομάρι ξαπλωμένη, αέρινη και διάφανη νυχτιά των καλπασμών, εκεί κατά
τα έναστρα ύψη, ρουφάω της κούπας σου τη χλωροπράσινη δροσιά».[1]
Ο «άγριος αγέρας»
«εγγίζει» τα «έναστρα ύψη». Η «γυμνή» πέτρα, η νοτισμένη με δάκρυα και αίμα
γη, τα μεγάλα ποτάμια που σαν πλατιές
υδάτινες λεωφόροι διασχίζουν και «σμιλεύουν» την γη της Αμερικής αποτελούν το
φυσικό παλίμψηστο ενός χώρου, εντός του οποίου στέκει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος
που «δάμασε» την γη και τα ποτάμια, αυτός που «στραγγίζει» τον πόνο και την
οδύνη και «εγγίζει» το συμπαντικό φως. «Ο πορφυρός τυφλός ανέβηκε απ’ την
άβυσσο κι έγινε μέσα τους χαλκός, φωτιά και δύναμη. Δύναμη που καθορίζει και
επικαθορίζει συνάμα το φυσικό γίγνεσθαι. Και ο άνθρωπος που νοείται στη προκειμένη
περίπτωση ως εργατικό «υποκείμενο» «δάμασε» τα στοιχεία της φύσης θέτοντας τις
βάσεις για «τον χαλκό, τη φωτιά και τη δύναμη».
Ο χαλκός που πάλλεται
σμίγει με τη φωτιά δημιουργώντας ένα «αέναο» δίπολο ανθρώπινης δημιουργίας-καταβύθισης
μέσα στα αρχέγονα, πρωταρχικά και πρωτόλεια στοιχεία της φύσης, που εντός τους
«σφουγγίζουν» τον πόνο και το ανθρώπινο αίμα που κυλάει και γίνεται ένα μεγάλο
ποτάμι αναστοχασμού της ανθρώπινης παρουσίας πάνω στη γη.
«Ελάτε στην καρδιά του Μισούρι δείτε το τυρί, τ’ αλεύρι,
κόκκινες σα βιολά τις τάβλες που ευωδιάζουν, τον άντρα που αρμενίζει
μεταφέροντας κριθάρι, το άγριο πουλάρι πρωτοσέλλωτο που οσμίζεται άρωμα από
ψωμί κι από τριφύλλι: καμπάνες, παπαρούνες, σιδεράδικα, και μες στους
πρόχειρους χαρβαλωμένους υπαίθριους σινεμάδες ο έρωτας ν’ ανοίγει τη μασέλα του
στ’ όνειρο που γεννήθηκε απ’ τη γη. Την ειρήνη σου αγαπούμε, όχι τη μάσκα σου».[2]
Και μέσα από τα πρωταρχικά στοιχεία της «γης», εντός της
οποίας «γεννιέται» η ίδια η ζωή, το τραγούδι και ο «ζωτικός» σαν τον αέρα που
αναπνέουμε έρωτας, οNerudaαρθρώνει την πανανθρώπινη κραυγή: «την ειρήνη σου αγαπούμε,
όχι τη μάσκα σου». Την Αμερικάνικη ειρήνη που περνάει μέσα από τις γωνίες του
σίδηρου και του χαλκού, μέσα από το στάχυ και το κριθάρι, μέσα από τις
«καμπάνες», τις «παπαρούνες» και τα «σιδεράδικα», μέσα από το αρχέγονο φιλί των
ερωτευμένων, μέσα από την ίδια τη ζωή και το φως.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά προσδιορίζουν την
Αμερικάνικη ειρήνη, προσδιορίζουν την πλέρια ζωή και μνήμη, ενώ την ίδια
στιγμή, νοηματοδοτούν εκ νέου αξίες, νοήματα και πρότυπα μίας ζωής καμωμένης
στο συλλογικό πράττειν και στο φως. Ο σπουδαίος Χιλιανός ποιητής, καλεί
ουσιαστικά την Βόρεια Αμερική να «πετάξει» μακριά την πολεμική της «μάσκα», την
«νοτισμένη» στον πόνο, στο αίμα και στον θάνατο. Και η ποιητική και
πανανθρώπινη κραυγή του ανάγεται στο λυτρωτικό και σταθερό ποιητικό σύμπαν,
καλώντας κοντά της την «ζώσα» ποιητική συνείδηση της Αμερικής: τον ποιητή
Γουώλτ Γουίτμαν.
«Γουώλτ Γουίτμαν, ανασήκωσε τη χλόηνη γενειάδα σου, κοίτα
μαζί μου μεσ’ απ’ το δάσος, μέσ’ απ’ τις μυρωμένες αυτές μεγαλοπρέπειες. Σαν τι βλέπεις Γουόλτ Γουίτμαν; Βλέπω, μου
λέει ο βαθύς αδερφός μου, βλέπω το πώς δουλεύουνε τα εργοστάσια, στην πολιτεία
όπου οι νεκροί θυμούνται, εκεί, στην καθάρια πρωτεύουσα, εκεί στο αστραφτερό
Στάλινγκραντ. Βλέπω στην επιφάνεια που χτυπήθηκε απ’ την οδύνη και τη φωτιά να
γεννιέται στ’ αγιάζι του πρωινού ένα τρακτέρ που οδεύει τριζάτο κατά τις
πεδιάδες. Δος μου τη φωνή σου και το
βάρος του θαμμένου στέρνου σου Γουώλτ Γουίτμαν, και τις βαθειές ρίζες της
μορφής σου για να ψάλλω τούτη την
ανοικοδόμηση».[3]
Ο ποιητής καλεί κοντά
του τον σπουδαίο Αμερικανό ποιητή Γουώλτ Γουίτμαν. Και ο Γουώλτ Γουίτμαν
«σφυρηλατημένος» από το πανανθρώπινο φως «βλέπει» μακρινές πολιτείες, «βλέπει»
τον παλλόμενο χτύπο της ζωής, αφουγκράζεται τον ανθρώπινο πόνο και τον ίδιο τον
θάνατο. «Βλέπει» την «καθάρια πρωτεύουσα», το «αστραφτερό Στάλινγκραντ», εκεί
όπου πραγματικά νικήθηκε ο θάνατος, ο «μαύρος θάνατος» της βαρβαρότητας και της
οδύνης. Στο Στάλινγκραντ οι «νεκροί θυμούνται», αναδύονται από την λήθη,
μετασχηματίζονται σε ζωή, σε «καθάριο» και «κρυστάλλινο» φως, «εγγίζουν» με την
πράξη τους το ανθρώπινο σύμπαν, έχοντας καταφέρει να νικήσουν τον «μαύρο
θάνατο» του ναζισμού.
Ο Γουώλτ Γουίτμαν, ο
γεννημένος στις μεγάλες πεδιάδες της Βορείου Αμερικής, υμνεί το πανανθρώπινο
φως, τον αγέρα που φέρνει τις φωνές και τα γέλια των ανθρώπων πιο κοντά. Και οPabloNeruda, μέσω της «φωνής» του Γουίτμαν
«ψάλλει την ανοικοδόμηση» του ανθρώπινου πνεύματος που πάντα «σφυρηλατείται»
μέσα από την καθημερινή πράξη των εργατών. Των εργατών που μέσα από την «οδύνη»
και την «φωτιά» δημιουργούν έναν κόσμο λουσμένος από φως και αλληλεγγύη.
Ο ποιητικός λόγος τουPabloNerudaσμίγει με τον ποιητικό λόγο του
Γουώλτ Γουίτμαν: «Τραγουδώ τη Γυναίκα την ισότιμη με τον ‘Αντρα. Την απέραντη
ζωή με τα πάθη, τον παλμό, τη δύναμη της Τη χαρούμενη, τη φτιαγμένη από θεϊκούς
νόμους, για τη μεγαλύτερη ελευθερία Τραγουδώ τον Σύγχρονο Άνθρωπο».[4]
Και ο Γουώλτ Γουίτμαν «εγγίζει» με τον λόγο και την ποιητική
του γραφή το πρωταρχικό πεδίο της αρχέγονης ζωής, «επικοινωνώντας» οργανικά με
το έργο τουPabloNeruda. ΟPabloNeruda, καλεί με στεντόρεια φωνή τον
ξυλοκόπο. Επιζητεί το ξύπνημα του, την δράση του μέσα από τον «χωροχρόνο» της
ιστορίας και της μνήμης.
«Τίποτα τέτοιο ας μη
συμβεί. Να ξυπνήσει ο Ξυλοκόπος. Να’ ρθει ο Άμπραχαμ με το τσεκούρι του και με
το ξύλινο πιάτο του να φάει με τους αγρότες. Το δεντρένιο του κεφάλι, τα μάτια
του που κοιταχτήκανε στις τάβλες του σκισμένου δρυ, να ξαναδούνε τον κόσμο
ανηφορώντας πάνω στα φυλλώματα τα πιο ψηλά της σεκόιας. Να μπει να ψωνίσει στα
φαρμακεία να πάρει ένα μπούσι στην Τάμπα, να δαγκώσει ένα κίτρινο μήλο να μπει
σ έναν κινηματογράφο, να κουβεντιάσει με τους απλούς ανθρώπους. Να ξυπνήσει ο
Ξυλοκόπος».[5]
Και ο ξυλοκόπος
έρχεται για να επιβάλλει την ειρήνη, την ειρήνη που ανασημασιοδοτείται μέσα από
τις απλές καθημερινές πράξεις των εργατών και των αγροτών. Και ο ξυλοκόπος
είναι ο Άβρααμ Λίνκολν, ιστορικός πρόεδρος των ΗΠΑ, γνωστός για τους αγώνες του
για την κατάργηση της δουλείας. Και ο Λίνκολν έρχεται, μεταβαίνει στο «άγριο»
μονοπάτι της ζωής, συνομιλεί με τους «απλούς ανθρώπους», τρώει με τους αγρότες,
«σφουγγίζοντας» τα δάκρυα τους, δεχόμενος την λυτρωτική τους απλότητα και
«ακτινοβολία».
Ο ξυλοκόπος, ερχόμενος
από το Αμερικάνικο «σύμπαν» γίνεται αέρας, φωτιά, λάβα που σιγοκαίει τον
Αμερικάνικο πόλεμο, τα Αμερικάνικα όπλα και τον Αμερικάνικο θάνατο. Μετατρέπεται
στο πιο ψηλό δέντρο που εποπτεύει τις πολεμοκάπηλες πράξεις των συμπατριωτών
του.
[1]
Βλ.σχετικά,NerudaPablo, ‘Nα ξυπνήσει ο ξυλοκόπος’,Canto General,Μετάφραση: Στρατηγοπούλου Δανάη, ΕκδόσειςGutenberg,Αθήνα, 1973, σελ.17.
[2]
Βλ.σχετικά,NerudaPablo, ‘Να
ξυπνήσει ο ξυλοκόπος…ό.π, σελ.18.
[3]
Βλ.σχετικά,NerudaPablo, ‘Να
ξυπνήσει ο ξυλοκόπος…ό.π, σελ.25.
[4]
Βλ.σχετικά,WhitmanWalt,
‘Τραγουδώ τον Εαυτό’, Ποιήματα, Μετάφραση: Χορόσκελης Δημήτρης, Εκδοτική
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 2006, σελ. 13.
[5]
Βλ.σχετικά, ΝerudaPablo, ‘Nα ξυπνήσει ο Ξυλοκόπος…ό.π, σελ. 35.