Momentum

“Δε τον αντέχω ρε αυτό τον  χυλό, κάτι αζώιστα κνώδαλα με ζαχαρωτές ζωούλες, ανάσες που μυρίζουν παρκετίνη και σουπλίν της μαμάς τους, αγράμματα τσόκαρα όλοι τους, που περιφέρονται από μπαράκι σε μπαράκι τσουγκρίζοντας τα ποτήρια τους με άλλα ανερμάτιστα…”

Διακόπτει. Τον κοιτάει περιμένοντας να τη βοηθήσει.

“Με άλλα ανερμάτιστα τσόκαρα.”

Δείχνει αγριεμένη.

“Με άλλα ανερμάτιστα τσουτσέκια, που όλα μαζί γλείφουν το κάθε τσογλάνι που κρατάει τ’ αντικλείδια κάποιου θεάτρου, κάποιου εκδοτικού ή γλείφουν πατόκορφα τον κάθε λίγδα σφουγγοκωλάριο που έχει τα κοννέ για τις κρατικές επιχορηγήσεις και τα βραβεία. Και γιατί; Γιατί τόσος γαμημένος ζήλος; Μου λες; Για να προβάλλουν το τίποτα, τον κοπανιστό αέρα που περιέχει το έργο τους αμπαλαρισμένο με φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Μια τέχνη της ελίτ, για την ελίτ, που δεν αφορά κανέναν εκεί κάτω. Ξέρεις τι είναι όλοι αυτοί; Ε; Ξέρεις; Σκυλάδες με προβιά μεταμοντέρνου, κατίσχυσαν στο σύστημα, επιβλήθηκαν, γίνανε πρώτες μούρες μέσα από το εναλλακτικό λάιφσταϊλ κι από μέσα νάδα, νούλα, μηδέν, πώς -το -λένε. Γιατί αυτοί, δεν έχουν να πουν, πασχίζουν μόνο να δειχτούν.”

Η ηθοποιός ξεφυσάει και ρωτάει τον σκηνοθέτη.

“Τι λέει; Καλό;”

“Να κάνουμε ένα διάλειμμα και να το ξαναπάμε από τα τσουτσέκια; Έβαλες πολύ σάρκα ειδικά εκεί στο τσογλάνι. Δε βγαίνει καλά.”

“Κοίτα, πέφτουν πολλά λάμδα στη σειρά, γλείφουν, τσογλάνι, αντικλείδια. Το βλέπεις; Έχει θέμα το κείμενο.”

“Αδουλευτο τελείως.Είπε όμως ο παραγωγός να μην το πειράξουμε, να βγει όπως είναι. Ακατέργαστο, πρωτολειακό. Βγάζει μια δύναμη, μια οργή, ένα κάτι. Το θελουμε αυτό, μας κάνει.”

“Πώς το ανεχόμαστε;”

“Ποιο;”

“Να αποφασίζει ο παραγωγός πάνω στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.”

“Εντάξει, κοίτα, το δέχομαι, πάντα ένα τρίτο μάτι βοηθάει στη δουλειά μας…”

“Έλα τώρα, αν δεν ήταν γεμάτο το πορτοφόλι του, να στα ακουμπάει ντάγκα-ντάγκα, ποιο μάτι και ξεμάτιασμα μου λες.”

“Έχεις επηρεαστεί από τη μπλόγκερ.”

“Ναι, μπήκα στο πετσί του ρόλου. Από αύριο μόνο τσικουδιές με ελιές και παξιμάδι. Yeah!”

“Ντάκο εννοείς.”

“Αυτό. Τσίπουρο, ντάκο κι επανάσταση στην πλατεία Εξαρχείων.”

Γελούν. Η ηθοποιός αφήνει το κείμενο στο τραπέζι και συνεχίζει.

“Μολις γίνουν κυβέρνηση, θα τους δεις κυριλέ στα υπουργεία. Ψοφάνε όλοι για εξουσία.”

“Καλά, δε νομίζω, η συγκεκριμένη είναι πολύ στα κάγκελα.”

“Για την καρέκλα τα κάνουν. Άκου με που σου λέω.”

“Σόρρυ αν στέκεσαι τόσο κριτικά απέναντί της, δε θα μπορέσεις να το βγάλεις.”

“Θα το βγάλω, no worries.”

“Παιδάκι μου, το πιστεύεις καθόλου το κείμενο;”

“Ούτε καν.”

“Τότε πώς θα το παίξεις; Θα με τρελάνεις;”

“Είναι μόδα, πουλάνε οι μπλόγκερς και η φάση αγανάκτηση κι έτσι. Αυτό και μόνο μού αρκεί.”

“Δίκιο έχεις. Άντε, το ξαναπάμε;”

“Το ξαναπάμε. ΟΚ. Να σου πω, δεν κατεβαίνουμε σε καμία πορεία να δούμε πώς είναι; Για το βίωμα, ξέρεις.”

“Να κατέβεις εσύ, αγάπη μου, που θα την ενσαρκώσεις.”

“Άστο, εντάξει. Πήγα πέρυσι στο Σύνταγμα στους αγανακτισμένους και φρίκαρα.”

“Οι διαδηλώσεις είναι άλλο στυλ. Έχουν πιο τζέρτζελο. Δε θυμάσαι τον Φλεβάρη που ψηφίστηκε το δεύτερο μνημόνιο τι έγινε;”

“Άστο λέμε, να μου λείπει. Από πού το ξαναπάμε;”

“Από τα τσουτσέκια.”

Δυο μέρες μετά στο τηλέφωνο.

“Τα έμαθες, έτσι;”

“Ναι ρε συ, είναι δυνατόν;”

“Είχε κατάθλιψη ή κάτι;”

“Μπα…Δεν είχε ακουστεί τίποτα τέτοιο, αλλά ποτέ δε ξέρεις.”

“Κρίμα ρε συ, νέα κοπέλα.”

“Στην αρχή έλεγα μπορεί να έγινε λάθος, ξέρεις, συνωνυμία, γιατί έτσι κι αλλιώς αυτή έγραφε με ψευδώνυμο. Αλλά μετά μαθεύτηκε παντού. Τι να πεις…”

“Άφησε σημείωμα;”

“Όχι, αλλά το τελευταίο της  διήγημα ήταν για εργασιακό μπούλινγκ και λοιπά, οπότε όλοι λένε πως αυτός πρέπει να ήταν ο λόγος.”

“Κι εμείς τι κάνουμε τώρα; Θα το ανεβάσουμε;”

“Κοίτα, θα το ψάξω λίγο τι παίζει με τα πνευματικά δικαιώματα σε περίπτωση θανάτου και θα σου πω. Πάντως δε βλέπω το λόγο γιατί να μη το κάνουμε. Τόσες πρόβες, βρήκαμε χώρο, παραγωγή, μην πάνε χαμένα.”

“Καλά λες. Άσε που τώρα θα ακουστεί ακόμα περισσότερο το όνομά της. Μη χάσουμε το momentum.”