Ελαιώνας

Του πατέρα µου

Α΄

Ποιος είναι ο νικητής

µού είπε η κόρη µου

καθώς σχηµάτιζε καρπούς

στο σώµα της.

Ήθελε να γνωρίζει

ποιος είναι αυτός που κερδίζει

τις µάχες στις εύφορους εξόδους

των πρώτων

και των δεύτερων χρόνων της γέννας.

Ποιος δηλαδή

συνοµιλεί µε τη θεία βάσανο

του ατελούς θνητού;

Της είπα ότι µία είναι η µάχη

κι αυτή παντοτινά θα είναι

χαµένη και για µένα αλλά

και γι’ αυτήν.

Η διαφορά µεταξύ µας όµως

είναι ότι αυτή θα δει το νικητή

καθώς θα µε κουρσεύει

σε αφύτευτο ελαιώνα.

Β΄

Τι να τον κάνεις

τον καρπό

όταν δεν έχεις

δέντρα

να αυλακώσεις,

µονολογούσε

ο ποιητής

που ήξερε

τους επίγονους

του

Κωνσταντίνου Καρυωτάκη.

Και αυτός αφού κρέµασε

σ’ όλα τα λιόδεντρα

χάρτινα προσωπεία

µε τους ελεεινούς

σάτυρους της αµπέλου και της ελιάς,

έβαλε τη σφαίρα στη θαλάµη,

και τότε η µικρή κατάλαβε τους

ήχους της Μεγάλης Παρασκευής