ΚΑΠΟΤΕ
Η ΚΥΡΙΑΚΗ
Η
Κυριακή μικρό νησί
δίπλα
στη βρώμικη πολιτεία
στολίζεται
ρούχα καθαρά κι άδειες τσέπες
Κυριακή
απομεσήμερο
και
φτάνει στα νυσταγμένα αυτιά
ο
αχός των γονιών, δεκαετίες πριν,
όλοι
γελούν στο τραπέζι ένα γύρο
ήλιος
η μαμά κι ένα κομμάτι βαμβάκι
από
σύννεφο στου μπαμπά το μέτωπο.
Η
Κυριακή μικρό νησί
σηκώνει
λευκό πανί και ταξιδεύει,
στο
στήθος ένα τσίμπημα ελαφρύ.
Κάποτε
η Κυριακή είχε χαμόγελα μυρωδάτα
και
πτήσεις καταπάνω στου ήλιου τους ανέμους
κάποτε
η Κυριακή είχε παράθυρα ανοιχτά
κι
ερωτήματα μετέωρα στου έρωτα τη ρέμβη
κάποτε
μαζί παρέα
σε
μπαλκόνια αντίκρυ σ’ όλη τη ζωή μας
λέγαμε
την ψυχή μας με μιαν ανάσα
σε
πορφυρά αυτοκίνητα μέσα
τρέχαμε
μ’ εκατόν εξήντα στην ανηφόρα
και
δραπετεύαμε Κυριακή
ως
το μεθυσμένο δείλι
μικρές
κι άμυαλες εκδρομές στην ευτυχία.