Το βράδυ της Παρασκευής βρέθηκα καλεσμένος σε ένα τραπέζι φίλων. Απέναντί μου ακριβώς έτυχε να
καθίσουν δυο καθηγητές γυμναστικής, που τα απογεύματα συμπληρώνουν τα
εισοδήματά τους κάνοντας τους προπονητές: ο ένας στην ενόργανη κι ο άλλος στο
στίβο. Όταν με ρώτησαν με τη σειρά τους τις δικές μου ασχολίες και τους ανέφερα
τη λογοτεχνία, δήλωσαν αμήχανα πως και οι δύο δεν έχουν διαβάσει βιβλίο στη ζωή
τους. Ο ένας εκ των δύο μου εξομολογήθηκε πως διαβάζει μόνον μια αθλητική
εφημερίδα μια φορά την εβδομάδα, ο άλλος δεν διαβάζει ούτε αθλητικό τύπο. Με
υπερηφάνεια και οι δύο μου δήλωσαν πως
ένας τρίτος συνάδελφός τους άρχισε να διαβάζει λογοτεχνία μόλις βγήκε στη
σύνταξη, κι επειδή ήταν στα πρόθυρα της συνταξιοδοτήσεως και οι δύο, μου το
εξομολογήθηκαν λες και δεν ήμασταν στο περιφερειακό ταβερνείο μετά λαϊκής
κομπανίας, αλλά επί του φοβερού βήματος.
Άγνωστος πάντα ο χρόνος που θα συναντήσουμε τη λογοτεχνία. Κι
ένας στίβος το λογοτεχνικό άθλημα. Τους μίλησα, επειδή μου ήταν συμπαθέστατοι,
πως και η λογοτεχνία έχει σχέση με τη δουλειά τους: είναι ένας μαραθώνιος,
δρόμος μεγάλων αποστάσεων και μετ’ εμποδίων, και δεν είναι δρόμος ταχύτητος.
Πως οι λογοτέχνες και ιδιαιτέρως οι ποιητές δεν είναι σαν τον Μπούμπκα που κάθε
φορά που πηδούσε στο άλμα επί κοντώ έκανε και παγκόσμιο ρεκόρ. Οι ποιητές δεν
είναι ρέκορντμαν, μια συλλογή τους μπορεί να είναι κατώτερη από μια
προηγούμενη, γιατί μετράει το σύνολο του έργου κι όχι το ρεκόρ. Η ποίηση είναι
σαν το πένταθλο.