Είχα να φάω μέρες. Έπαιρνα τα
φάρμακά μου μαζί με πέντε βότκες πορτοκαλάδα. Αν κοιμόμουν μόνος το ασυνείδητο
μού πρόσφερε εφιάλτες εφάμιλλους με τα θρίλερ που πραγματικά απολαμβάνει ο
κόσμος. Δεν κοιμόμουν μετά μόνος. Οι μέρες περνούσαν, οι κοπέλες διαδεχόταν η
μία την άλλη. Μισή μέρα γεννημένος για την αγάπη και την καταστροφή,μισή ένα σκουπίδι ανίκανο να κρατήσει ό,τι αγαπά.

Το σιχαμένο αυτό συναισθηματικό
βαμπίρ πρέπει να αποτοξινωθεί, σκέφτηκα. Να γίνει αυτοδύναμο, πριν τα τινάξει.
Πήρα τηλέφωνο την θεραπεύτριά μου. Νομίζω, της είπα πως ήμουν πολύ άχρηστος για
να συνέχιζα να είμαι έτσι έξω στην κοινωνία. Ίσως χρειάζόμουν κάπου να
ξεκουραστώ, να μην υπάρχουν όλα αυτά τα ερεθίσματα. Να διαβάζω, να γράφω, να
παίρνω τα φάρμακά μου χωρίς αλκοόλ, να βλέπω κάτι ηλίθιο στη
τηλεόραση και να κοιμάμαι.

«Είσαι σίγουρος;», με ρώτησε. Της
έγνεψα καταφατικά. «Θα έρθεις από την κλινική και θα αποφασίσεις», είπε.

Μπήκα στο διαδίκτυο, αναζητώντας
πληροφορίες για την κλινική που θα με φιλοξενούσε . Από έξω το όμορφο πράσινο
με ανθρώπους να βολτάρουν σε αυτό μου δημιούργησε ηρεμία. Έφτασα στην κατηγορία
«τι θεραπεύουμε». Είδα σχιζοφρένεια, ψυχώσεις και από κάτω συναισθηματικές
διαταραχές: κατάθλιψη, αγχώδεις διαταραχές, διπολική και οριακή διαταραχή. Ωραία,
σκέφτηκα. Υπήρχε καφετέρια, αίθουσες αναψυχής, ένα ζεστό περιβάλλον με έμφαση
στην ατομικότητα που φροντίζει για την ομαλή επανένταξη του ασθενούς στη
κοινωνία.

Έψαξα και την άλλη ιδιωτική
κλινική της περιοχής μου. Ακόμα πιο ωραίες εικόνες. Όμορφα δωμάτια, κιόσκια,
χρώματα και πράσινο. Πήρα τηλέφωνο ένα φίλο. Του είπα τι μου συμβαίνει και πως
πρέπει να αποτοξινωθώ και να ηρεμήσω. Να επιστρέψω δυνατός. Πήγα και από το
ΙΚΑ. Απέκτησα βιβλιάριο υγείας. Βρισκόμουν ένα βήμα πριν την ξεκούραση.

Το επόμενο πρωί επισκέφτηκα την
κλινική. Η θεραπεύτριά μου με περίμενε στο γραφείο της, στην ψυχιατρική
πτέρυγα. Η πόρτα που οδηγούσε στην πτέρυγα κλειδωμένη. Ξαφνικά, άνοιξε μια
νοσοκόμα και μου ‘πε να περάσω. Έκανα μια βόλτα προτού προσεγγίσω το γραφείο
της. Εκεί οι ασθενείς δεν ζωγράφιζαν στις αίθουσες αναψυχής. Οι περισσότεροι
στα κρεβάτια, ούρλιαζαν ή πλατάγιζαν τη γλώσσα τους. Άλλοι περπατούσαν αγχωτικά
στον ίδιο εμμονικό ρυθμό. Ο μικρός διάδρομος όπου δεν περνούσε παρά ελάχιστο
φως θα πρέπει να ήταν η δικιά τους λεωφόρος.

Επέστρεψα στην αρχή της πτέρυγας
όπου βρισκόταν το γραφείο της θεραπεύτριάς μου. Με κέρασε καφέ. Έξω η ομίχλη με
το απάτητο πράσινο μου θύμισε κάποια φυλακή του Βορρά. Θα υπήρχε προαυλισμός,
δεν θα υπήρχε… Ποιος ξέρει ; «Εσένα δεν θα σε έχουμε εδώ», μου είπε. Θα σου
κλείσω ένα μονόκλινο επάνω, όπως και μια κοπέλα που είχαμε εδώ με κατάθλιψη». «Δεν θα έπρεπε
να υπάρχει μια πτέρυγα για τις συναισθηματικές διαταραχές;», ρώτησα. «Άνθρωποι
σαν και εσάς έρχονται για δυο τρεις βδομάδες και φεύγουν, δεν μπορούν να
συντηρήσουν την κλινική. Αν έχουν και ψυχωσικά ξεσπάσματα τους βάζουμε εδώ,
αλλιώς πάνω». «Πάνω τί άνθρωποι υπάρχουν;», ρωτάω. «Γέροι με άνοια και αυτή τη
στιγμή εσύ αν αποφασίσεις να μείνεις», μου λέει. 

Καθώς ανέβαινα τις σκάλες σκέφτηκα
πως εδώ τουλάχιστον δεν τους έχουν κλειδωμένους. Πάνω δεν υπήρχαν άνθρωποι
στους διαδρόμους. Οι πόρτες από τα δωμάτια ανοιχτές. Γριές και γέροι
στοιβαγμένοι ανά τετράδες σε κάθε δωμάτιο να περιμένουν τον θάνατο στα
νοσοκομειακά κρεβάτια. Ανάμεσά τους το δωμάτιο 262. Η σουίτα του ορόφου. Το
μόνο μονόκλινο. Το δικό μου. Μπήκα για ένα λεπτό μέσα. Είδα το νοσοκομειακό
κρεβάτι με τα σίδερα στο πλάι. Βγήκα.

Πήρα τηλέφωνο στην άλλη κλινική
που ισχυριζόταν πως δέχεται ανθρώπους με συναισθηματικές διαταραχές. Μίλησα με
μια ψυχίατρο. Της ξεκαθάρισα πως δεν είμαι ψυχωτικός αλλά οριακός . Πως έχω
κάνει κακό στον εαυτό μου και απλά θέλω να ηρεμήσω κάπου.Επίσης πως δεν επιθυμώ να είμαι
στοιβαγμένος σε ένα δωμάτιο με ανθρώπους που ουρλιάζουν μέρα νύχτα. «Έχετε
κάποια πτέρυγα για συναισθηματικές διαταραχές ή για διαταραχές προσωπικότητας; Λέτε
πως θεραπεύετε ανθρώπους με αυτά τα χαρακτηριστικά», συνέχισα. «Όχι», μου
απάντησε. «Εδώ είμαστε ψυχιατρική κλινική».

Βγήκα έξω από την κλινική, στον
καθαρό αέρα. Μου ήρθαν στο μυαλό παιδιά που γνώριζα, παιδιά που εμφάνισαν
ψύχωση και τους έκλεισαν τελικά σε κλινικές. Θυμάμαι τον φόβο τους μήπως ξαναγυρίσουν εκεί, την θλίψη που έσερναν μαζί τους…

Ήμουν ήδη σίγουρος πως η
νοσηρότητα δεν βρίσκεται εντός των τειχών. Μάλλον, δεν αρχίζει από εκεί. Οι
κλινικές είναι όντως αποθήκες ψυχών. Για χρόνια τις συντηρούν οι ίδιοι
άνθρωποι. Πόσο, λοιπόν, θα πληρώσει κανείς για να ξεφορτωθεί τον άνθρωπό του
που υποφέρει; Εκεί κρύβεται η ουσία…