ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Γράφονται ακόμη.
Τους σκέφτεσαι καθώς υποκρίνεσαι
στα ανυπόμονα μάτια που σου εύχονται
το τελευταίο βράδυ του έτους.
Γράφονται μόνον σε αρνητικό
μέσα στο μαύρο των χρόνων
όπως αποπληρώνεις ένα ενοχλητικό χρέος
που ήταν παλιό, ετών.
Όχι δεν είναι πια η ευχάριστη η άσκηση.
Γελούν μερικοί: εσύ έγραφες για την Τέχνη.
Ούτε εγώ το ήθελα που ήθελα πολύ ανώτερα.
Γράφεις στίχους για να αδειάσεις ένα φορτίο
και να περάσεις στο επόμενο. Αλλά υπάρχει
πάντα ένα παραπανίσιο βάρος, δεν αρκεί ποτέ
ένας κάποιος στίχος
αν αύριο τον ξεχνάς ακόμη κι εσύ ο ίδιος.
ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΤΑ ΜΑΥΡΑ
Μαύρη ζώνη μποτάκια μαύρα
μαύρο και το μαλακό μπερεδάκι
όλος στη μαύρη του πανοπλία μέσα
στέκεται στη μπάρα υψώνοντας
ένα πανό με την επιγραφή: Ich bin
stolz ein Dichter zu sein
μόλις κουνώντας τα χείλη.
Είμαι υπερήφανος που είμαι ποιητής.
Γιατί τόση μαυρίλα;
τον ρωτάω με το βλέμμα.
Ντύνομαι το δικό σας πένθος
πίσω από μαύρα γυαλιά
με το βλέμμα μού αποκρίνεται
ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΜΠΡΕΡΑ: ΔΥΟ ΕΠΟΧΕΣ
Χρειάζεται ένας αιώνας περίπου
-φλεγόταν ο Ουνγκαρέτι στην είσοδο
της Γκαλερί Απολινέρ-
χρειάζεται όλος ο κόπος όλο το κακό
όλο το σάπιο αίμα
όλο το αγνό αίμα
ενός ολόκληρου αιώνα για να φτιαχτεί ένας…
(Στο μεταξύ
στο απέναντι πεζοδρόμιο
δυο-δυο πιασμένοι αγκαζέ
δυο-δυο μισώντας αλλήλους
μέσα από γουργουρητά αμοιβαίας αγάπης
έξι παρέλασαν. Έξι).