η φωτογραφία είναι της Σωτηρίας Παγουλάτου |
ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΔΙΝΕΙ ΧΑΡΑ
Της Μπελίκας Αντωνίας Κουμπαρέλη
Είχε
ένα πρόβατο στο κεφάλι, φρύδια γέφυρες απ’ το παρελθόν στο μέλλον,
γέλια για μάτια, γεράνια χείλη, έναν άγγελο στο αυτί, στήθια αχιόνιστα
όπως το ψάρι που σπαρταράει στα δίχτυα.
Οι γονείς της καμάρωναν.
Ο αδελφός της την προστάτευε. Οι δάσκαλοί της την υμνούσαν. Η γιαγιά
της φοβόταν, μην την κλέψουν. Ο καθολικός παπάς την έβαλε στην πρώτη
σειρά της χορωδίας.
Στα δεκατέσσερά της τα προξενιά έρχονταν το ένα πίσω απ’ το άλλο. Η Φουραχά αρνιόταν, ήθελε να σπουδάσει.
Ύστερα
ξέσπασε το κακό στη χώρα τους. Ο αδελφός της σκοτώθηκε. Η γιαγιά γύρισε
στο χωριό, να κάνει βοντούν να έρθουν τα καλά πνεύματα. Οι γονείς της
πήραν άδεια εισόδου στην Αγγλία, λαδώνοντας για να φύγουν γρήγορα. Η
Φουραχά αναγκάστηκε να μην χαιρετήσει κανέναν. Ούτε τον Άργκο, το αγόρι
που αγαπούσε από μακριά. Είπαν στους γείτονες ότι πάνε στη γιαγιά.
Στο
Λονδίνο ο πατέρας της από γιατρός έγινε νοσοκόμος και η μάνα της από
δασκάλα, καθαρίστρια. «Μέχρι να αναγνωρίσουν τα χαρτιά μας», είπαν στην
κόρη τους. Χαμογέλασε. Ήξερε απ’ την πρώτη βδομάδα στο καινούργιο
σχολείο ότι τα χαρτιά αργούν πολύ. Γύριζε το μεσημέρι, καθάριζε το
σπιτάκι που τους έδωσαν με χαμηλό νοίκι απ’ την Πρόνοια, μαγείρευε και
μελετούσε. Στο εξάμηνο οι δάσκαλοί της είδαν, εκτός απ’ τη χαμογελαστή
ομορφιά της, και τα ταλέντα της.
«Φουραχά, τι θες να σπουδάσεις;» τη ρώτησε η σύμβουλος του σχολείου.
«Στην
πατρίδα μου ήθελα να γίνω γιατρός, εδώ δεν ξέρω» μουρμούρισε
χαμογελώντας περήφανα, για να μην εξηγήσει ότι δεν υπήρχαν λεφτά.
«Ξέρεις δίνονται υποτροφίες στους άριστους» την ενημέρωσε η σύμβουλος.
Η
Φουραχά αναθάρρησε. Δεν σήκωνε κεφάλι απ’ το διάβασμα. Μπήκε και στην
ομάδα βόλεϊ, μπήκε και στη χορωδία. Κι αν της έλειπε ο ήλιος της
πατρίδας της κι αν λυπήθηκε που έβγαλε τα παραδοσιακά της ρούχα κι αν
λαχταρούσε να ξαναδεί τον Άργκο, δεν το έλεγε πουθενά. Πάντα με το
χαμόγελο γιατί ήξερε ότι το όνομά της σημαίνει, ‘αυτή που δίνει χαρά’
και δεν γεννήθηκε για να πικραίνει τους άλλους.
Την τρίτη χρονιά
τους στο Λονδίνο, οι γονείς της κατάφεραν να τους αναγνωρίσουν τα χαρτιά
τους όμως δουλειά καλύτερη δεν βρήκαν. Δεν παραπονιόντουσαν για να μην
ταράξουν τη Φουραχά που έπρεπε να αριστεύσει για να πάρει υποτροφία.
Και
την πήρε. Για ένα καλό πανεπιστήμιο. Το καλοκαίρι πριν ξεκινήσει τις
σπουδές της, πρότεινε στη μάνα της να δουλέψει μαζί της. «Να σε
ξεκουράζω λίγο στα σπίτια που πηγαίνεις» είπε. Αυτό που δεν είπε, ήταν
ότι στο σπίτι που ζούσε ο πλούσιος Άγγλος, στο σπίτι που η μάνα της
έλεγε ότι ζουν καλοί άνθρωποι, υπήρχε κι ένας γιος που την γλυκοκοίταζε.
Η Φουραχά τον αγνοούσε.
Μια μέρα η μάνα της ήταν άρρωστη και
πήγε μόνη της στο πλουσιόσπιτο. Δεν ήταν κανείς μέσα και χάρηκε. Θα
τέλειωνε γρήγορα γρήγορα να γυρίσει πίσω για τη μάνα. Ο γιος την πέτυχε
την ώρα που έβγαζε το ρομπάκι της δουλειάς.
Η αστυνομία τη βρήκε
σφαγμένη και πεταμένη στο διπλανό πάρκο. Οι εφημερίδες ανέφεραν στα
ψιλά «άλλο ένα ρατσιστικό συμβάν». Η σύμβουλος
που οργάνωσε την υποτροφία της, συνόδευσε τους συμμαθητές της στην κηδεία.