Μες στο χώμα των ιστών
Χαράζοντάς με ένα δέντρο
πισώπλατα μού βλάστησε
ένα φύλλο
Και το πότιζα
Όπως η άλως την αμφιβολία
Αποστρέφοντας το
πρόσωπο από τον κόσμο,
Κλαίγοντας στον ώμο
μου
-Ο μόνος που ’χα βρει
να κλάψω-
Όχι και τόσο από πόνο
Μα ο βλαστός μην ξεραθεί
μεσίστιος.
Πήρε μια γενιά
Απ’ την αγάπη να
ξενυχτά η φωτοσύνθεση
Και είχα ένα κλαδί στην
πλάτη.
Τα δάση των ανθρώπων,
Τα μόνα που ΄χαν
απομείνει,
τόσο καχύποπτα το ένα
με το άλλο
Δεν θα φοβούνταν τη
σκιά μου.
Μια χαρακιά στο φόβο
Κατάφερε να επουλωθεί
η αγωνία
Να διασχίζει ο ήλιος
την απελπισία!
Μάθε ένα μεγάλο
μυστικό:
H νύχτα φέρει το φεγγάρι
γιατί δεν τ΄ αγαπά
Να τρέμει το σκοτάδι
από φόβο.
Και ξέρεις γιατί στο
’πα:
Αν έμενε μονάχα σ΄ έναν,
Νεκρώνεται το μυστικό,
Αν τρεις τ’ αφουγκραστούν
Το τρέμουλο σε σπαταλά
Καθώς η νηνεμία σ’
οργασμό!
Άνθρωπος
δίχως τους δαίμονές του
Ήδη στην κόλαση θα
βρίσκεται,
Σαν σφαλερή προκείμενη,
όπως το στομωμένο από
κατάθλιψη μαχαίρι
Καθώς δεν έκοψε μήτε
λωρίδα φρούτου
Πιο πέρα απ΄ την Εδέμ.