«Το παιδί που
ξύνεται πάνω σ’ ένα τραπέζι»
Κριτικό σημείωμα
πάνω σ’ ένα τρίστιχο του “Gadium”
(Στάθης Ιντζές, εκδόσεις Θράκα, 2017)
Διαβάζοντας
την ποιητική συλλογή του Στάθη Ιντζέ
“Gadium” την προσοχή μου
τράβηξε η όγδοη σύνθεση (η). Πρόκειται
για την ιστορία μιας αποτυχημένης
εξέγερσης, στην οποία οι επαναστατημένοι
υποκύπτουν ολοκληρωτικά στους δυνάστες
τους κάτω από το βάρος «αντικειμενικών»
υπολογισμών («Μια κακιά στιγμή και όλα
θα πνίγονταν στο αίμα.»)
Αυτό που
κυριολεκτικά με ερέθισε ήταν η ακόλουθη
στροφική ενότητα:
«Το παιδί που ξύνεται
πάνω σ’ ένα τραπέζι
και τρέμει απ’ το κρύο
δε σκανδαλίζει.»
Τίνος φωνή
είναι αυτή που ακούγεται εδώ;
Αν είναι
των «Ξένων που ζήτησαν πειθαρχία», των
δυναστών δηλαδή που τελικά επικράτησαν,
τότε έχουμε να κάνουμε με τον απόλυτο
κυνισμό της εξουσίας.
Τι συμβαίνει
όμως στην περίπτωση που η φωνή αυτή
ανήκει στο ποιητικό υποκείμενο που
έκανε την εμφάνισή του στην αρχή του
ποιήματος («Η ποινή μου, σκέφτηκα, / χωρίς
αμφιβολία / έρχονται για μένα.») και μέσω
αυτού στο συλλογικό εμείς όπου το
ποιητικό υποκείμενο ανήκει; Σημειωτέον
ότι το εμείς κυριαρχεί στην προηγούμενη
στροφική ενότητα («Τους δώσαμε… απ’
το πρόσωπό μας.»).
Πολλοί
δρόμοι ανοίγονται εδώ και σχετίζονται
με τον πιθανό αποδέκτη της ρήσης. Σε
κάθε περίπτωση η ρήση είναι δίσημη.
Αν ο αποδέκτης
είναι «οι Ξένοι που ζήτησαν πειθαρχία»,
τότε η φωνή αυτή μπορεί απλώς να
ευθυγραμμίζεται με τα κελεύσματα των
νικητών επικροτώντας τη στάση τους,
εφόσον αυτή δεν επισύρει τη μήνι. Ακόμη
όμως κι αν είναι μια φωνή κριτική, ίσως
δεν είναι τίποτε παραπάνω από το άψυχο
κλαψούρισμα ενός δειλού, που δεν τολμά
να συγκρουστεί ανοιχτά με το δυνάστη
του και τον αντιμετωπίζει με λεπτή
ειρωνεία. Ή μήπως τα λόγια αυτά επέχουν
θέση δήγματος;
Αν ο αποδέκτης
της ρήσης είναι το ίδιο το ποιητικό
υποκείμενο, τότε η φωνή που ακούγεται
μπορεί να είναι μια απόπειρα του
υποκειμένου να ξεγελάσει τον ίδιο του
τον εαυτό, να «παραμυθιαστεί» με την
ψευδαίσθηση ότι όλα βαίνουν καλώς,
εφόσον η εικόνα του τρεμάμενου παιδιού
δε σκανδαλίζει. Απ’ την άλλη ενδέχεται
να είναι μια «εσωτερική ειρωνεία», μια
έκφραση των τύψεων που συνοδεύουν την
παράδοση «γης και ύδατος» στους Ξένους
και των συνακόλουθων κακουχιών των
παιδιών.
Αν όμως
αυτός που μιλά είναι το ποιητικό
υποκείμενο και μαζί του το εμείς στο
οποίο ανήκει, τότε συνειδητοποιούμε
την ύπαρξη μιας φωνής έντονα ειρωνικής,
καταγγελτικής, που αποπειράται να
επαναφέρει το εμείς στην αρχική του
ρηξικέλευθη δήλωση («Επαναστάτες που
βρυχώνται είμαστε / και πότες πληγωμένοι»).
Το εγώ του ποιητικού υποκειμένου έχοντας
ξεπεράσει το σκόπελο του κατευνασμού
της εξουσίας επαναστατεί και θεωρεί
χρέος του να συμπαρασύρει στην πορεία
του και το υπόλοιπο εμείς. Σαν άλλος
Καβαφικός Φερνάζης απελευθερώνεται
και καταγγέλλει. Μόνο που αιτία της
δικής του έκ-ρήξης δεν είναι η ανατροπή
του Δαρείου αλλά το χρέος απέναντι σ’
ένα παιδί που τρέμει απ’ το κρύο, το
διαχρονικό δηλαδή πρόταγμα της διατήρησης
της χαμένης μας ανθρωπιάς.
Το εγώ λοιπόν
ενάντια στο εμείς αλλά και το εμείς
ενάντια στο εμείς. Τι θα συνέβαινε ωστόσο
αν τόσο το εγώ του ποιητικού υποκειμένου
όσο και το συλλογικό εμείς θώπευαν τον
εαυτό τους; Αν η έλλειψη σκανδάλου ήταν
απλώς ένα άλλοθι για να κρύψουν την
αδιαφορία τους απέναντι στον τρεμάμενο
Άλλο; Θαρρώ πως και σε τούτη την περίπτωση
το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή δήγματος,
ακραίας ειρωνείας απέναντι στην
προκλητική αναλγησία τους. Τούτη η
ειρωνεία, δοσμένη και πάλι με τον καβαφικό
τρόπο, θυμίζει το «για Λακεδαιμονίους
να μιλούμε τώρα!» ή ακόμη καλύτερα το
καταληκτικό «υπεροψίαν και μέθην θα
είχεν ο Δαρείος».
Φωνές που
ακούγονται όλες μαζί, ταυτόχρονα, και
παράγουν στρώματα επάλληλα ειρωνειών.
Κι όλα αυτά μέσα σε τρεις στίχους. Θεωρώ
ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι μοναδικό·
έναν ελεύθερο πλάγιο λόγο όχι με δύο
αλλά με περισσότερες φωνές και ποικίλους
αποδέκτες. Πρόκειται για μια δοκιμή
ενσυναίσθησης που ο χαρακτηρισμός
πρωτοποριακή ίσως την αδικούσε. Ο Στάθης
Ιντζές μας καλεί να «μπούμε στα παπούτσια»
ενός πολλαπλού Άλλου συνειδητοποιώντας
έτσι την πολυπλοκότητα των πραγμάτων
μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι και
αποφεύγοντας την ευκολία των μονοσήμαντων
ερμηνειών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η Ιστορία
δεν αντιμετωπίζεται εργαλειακά, ως
αφόρμηση μόνο, δηλαδή, για ποιητική
δημιουργία, αλλά συνυφαίνεται κατ’
ουσίαν με την ποιητική πράξη.
Ας προσεχθεί
όμως και τούτο. Η ενσυναίσθηση που
προτείνει ο Στάθης Ιντζές δεν είναι μια
χυδαία μεταμοντέρνα πολιτική ίσων
αποστάσεων, όπου όλα «μπαίνουν στο
μίξερ» παράγοντας έναν αδιάφορο
ομογενοποιημένο χυλό. Το ποιητικό
υποκείμενό του παίρνει θέση προτάσσοντας
την ελπίδα, την επανάσταση, που πρόδηλα
προτείνει με την τελευταία στροφική
ενότητα απαντώντας στο πολύσημο τρίστιχο
που έχει προηγηθεί:
«Υπάρχει μια πόλη τρεις
ώρες
νότια του Γουαδαλκιβίρ
που μένουν άνθρωποι
και η καρδιά τους χτυπά
σα μια φωτιά που τρεμοσβήνει.
Κοιτάξτε την! Εγώ την
κοιτάζω
που εμφανίζεται μέσα
από τους τοίχους
και τα πατώματά σας
και διαλαλεί “δεν έχουν
χαθεί όλα”
και ξέρω ότι κάτω υπάρχει
ο δρόμος
με τα γνώριμα σπίτια
και το απέναντι εστιατόριο
με τις πάπιες γεμάτες
μυρμήγκια στα ράμφη τους.
Κοιτάξτε την! Είναι η
φλόγα που τρεμοσβήνει.»
Ένα είναι
βέβαιο· ότι ο Στάθης Ιντζές ως ιστορικό
υποκείμενο και ως ποιητής στηλιτεύει
την αναλγησία της εξουσίας αλλά συγχρόνως
δεν παύει να διατρανώνει την πίστη του
στη «φωτιά που τρεμοσβήνει», την προσήλωσή
του στο ότι «δεν έχουν χαθεί όλα».
Κώστας Κουτρουμπάκης
Φιλόλογος στη
Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση