Φραντσέσκο Μαρότα

Σιωπηλοί μάρτυρες

(Στον πατέρα
μου και τη μητέρα μου)

Ξέρω κατοικίες

που ζουν άνθρωποι του νότου

παλιούς νοματαίους

αυλακωμένους από παρασκιές σιωπής.

Τους είδα να μπαίνουν

σε κάθε δάκρυ.

Παρόντες στον πόνο κάθε βραδιάς.

Φωνές που κτυπούν τις πόρτες

τυφλών λαβύρινθων

στα χέρια τους δάδες ανέμου

και η ψυχή στα σκαλοπάτια

προσμένοντας τα βήματα

του κάθε απόντα.

Διάλογοι βίων περιθωριακών   επιζώντων

φωνών από ναυάγιο

καθώς κυλάει μέσα σε γέλια πλανερά

τούτη η εποχή ύπνου –

 στέρφα έκταση με
βάτους

όπου στάχυα πυρκαγιάς είναι ο ώριμος

καρπός των ημερών και η γη

είναι ένα σιγίλιο επίμονης σιωπής

στον άνεμο που επαναλαμβάνει

ανήκουστος

       την
τελευταία συλλαβή νερού στις άμμους της.

Όπου τα σπίτια αγκάλιαζαν τα μικράτα
των δέντρων

και τα χέρια

        άνυδρα

        έζωναν με ιδρώτα

την πλάκα που γεννά την καταιγίδα –

όπου η πετροπηγή στο χείλος ενός
λάκκου

ήταν πυρετός συγκομιδής

      και μια
τριανταφυλλιά φορτωμένη χαραυγές

έβλεπε να μεγαλώνει η πόλη των ανθρώπων

λίγοι γέροντες τώρα μαρτυρούν

σπασμένες μνήμες

       ερριμμένες σε
μιαν ανώνυμη θανή

–νωθρές φιγούρες άγρυπνες

που επιτηρούν πτήσεις και αβύσσους

έξω από τη νύχτα των λέξεων

φύλακες μιας κραυγής που περνάει
απαρατήρητη

στους δρόμους όπου δεν έχουν όνομα

όπου οι συλλαβές που συνασπίζονταν

για να δώσουν φωνή στον κόσμο

γίνονται στάχτη

 αραβουργήματα ονείρων

που ξεσκίστηκαν απ’ το δάγκωμα
λιμασμένων θηρίων.

Εγώ τους είδα να ζουν και ν’
αγωνίζονται

να καλλιεργούν σπόρους ελπίδας

μέσα σε αυλάκια άρρωστα από
εγκατάλειψη

να γίνονται ένα με τα φύλλα

στην άγια θλίψη

  των φθινοπώρων

να κατοικούν σπίτια δίχως τοίχους

ανοιχτά στ’ αποσταμένο βήμα των
οδοιπόρων

άσυλα που καταλύουν τα βράδια

για να λιώσουν στο φως του
τραγουδιού

τα αλφάβητα χιονιού

          που μαζεύτηκαν στο διάβα –

τους είδα
εκεί

στο τόξο αγάπης τής ματιάς μου

να φυτοζωούν στα ολισθήματα του
χρόνου

της ζωής κουρέλια των προσώπων σκιαγράμματα

να φυλάγουν λείψανα ως δώρα

στο ανέγγιχτο δισκοπότηρο

       
αδελφικών χειλιών.

Είδα τα
μάτια τους

να στρατοπεδεύουν άγρυπνα και ασφαλή

     στη μυστική ησυχία ενός άστρου

όπου το ντροπαλό στήθος των μανάδων

βύζαινε τις αναμνήσεις και το αύριο

με τους ήχους που γεννήθηκαν μέσα στη σκιά –

γύρω απ’ το λαιμό

φορούσαν περήφανοι το μαύρο μαντήλι

που τους χρίει για πάντα

συντρόφους σε κάθε συμφορά

τα χέρια
τυλιγμένα με κόκκινες ταινίες

για να οικοδομούν δεσμούς

στο χρώμα που καταργεί τις αποστάσεις

Τους
άκουσα

ναμιλούν στ’ αυτί του ουρανού

για ιστορίες που μάζωξαν από το δρόμο

στο γυρισμό από πολέμους που ποτέ
δεν νίκησαν

να κραυγάζουν τόνους άρνησης

  κατά των πανηγυρικών βημάτων

πάνω στα ξεχασμένα ερείπια του χθες

στο χυμένο αίμα

 όπου ποτέ δενπροστρέχει

η σκέψη –

κουβαλούσαν αλγεινές εικόνες

σπιτιών που γκρεμίστηκαν πίσω
τους

τηνεξορία και την πείνα

   στις ερημιές
μακρινών χωρών

το φως του γυρισμού

         χαραγμένο στο δέρμα τους

στα σημεία του μόνου ορίζοντα

που δεν έχει ηλιοβασίλεμα

Σήμερα είναι πανιά

πουγλιστρούν αργά

στον αφύσικο αφρό των υδάτων

προς το αγκυροβόλι άγνωστων ήλιων

είναι φωτιές από ίριδες

ορατές

σ’ όποιον σκύβει με χείλη ρημαγμένα

σ’ όποιον πληγωμένο

μες στο κύμα αναζητά

το κρύσταλλονα σβήσει τη δίψα του

τις σιγηλές μέρες στη ζωή του –

είναι
πρόσωπα χαραγμένα

στον κρυφό καθρέφτη της σελήνης

χέρια που έσκαβαν

     
μονοπάτια μνήμης

διασχίζοντας την αστραπή

των εποχών που αρνήθηκαν στη γη…

Μιλώ για χέρια με μορφή κρηνών

που πήραν
ν’ ανασκαλεύουν μες στις πέτρες

για να διώξουν

   νύχτα

    και ξηρασία

χέρια σβηστά από καιρό

μες στα χαλάσματα των χρόνων

ζωντανά όμως στην καρδιά

        σαν γλώσσες που ακόμα φωνάζουν

στο άγριο τσίμπημα των αγκαθιών

γλώσσες ποταμών δίχως όχθες

που ανθίζουν στον αγέρα

αλφάβητα

    
δραπέτες απ’ το θάνατο

ανεξίτηλα ίχνη

 από παραδρομές

       υδάτων

συλλαβές γεμάτες λύμφη

να σφίγγουν στη γροθιά τους

για να νιώσουν

τουλάχιστον
μια μέρα

πιο
δυνατοί απ’ τη λήθη

Μιλώ για
σας

σιωπηλοί μάρτυρες

καθώς στον ουρανό περνάει

από αποστάσεις θλίψης

η προσευχή των σωμάτων

που ανυψώνονται

στο φέγγος του πρωινού

μίσχοι που ανάθρεφαν στο φως

καινούργιες ρίζες

    για να
πορεύονται στητοί

Έχει την
όψη σας

   η ώρα

που δακρύζει λέξεις

πιστές στο βήμα

  του ανέμου και των
θερισμών

μεθυσμένες με οιωνούς για τα
μελλούμενα-

μουρμουρίζει
τα ονόματά σας ένα ένα

το τραγούδι του σταχιού

   που ωριμάζει το ψωμί

στην ορατή πνοή των κάμπων

η πηγή

που στα χείλη της λυγίζει η γη

και παραδίδεται στην αγκαλιά της
νύχτας

στην καθαρότητα

    του χαλαζία

των αστεριών

Κι ό,τι απομένει από σας είναι

η κάθε
σκιά

       μες απ’ την
κοφτερή ματιά σας

που απ’
τους γεμάτους φωνές κόλπους της

σπέρνει
χαραυγές

    στις πόλεις
του κενού.

πρώτη δημοσίευση: 23/10/13


(“Testimonisilenziosi”,
από την ποιητική συλλογή: Αίρεση [Hairesis],Biagio Cepollaro Mιλάνο,
2006)