Λάθος Κεφάλι
Γράφει ο Κώστας Κωστάκος
(Για το βιβλίο Λάθος Κεφάλι της Λίνας Ρόκου, εκδόσεις Νήσος, 2025)

«Ερωτισμός είναι ο τρόπος να φανερώνεσαι στους άλλους ριγώντας από αλήθεια».
«Λίγο πριν τον οργασμό κι ενώ πια δεν με ενδιέφερε να αναζητήσω τι είδους ήταν το
πλάσμα που μου τον προκαλούσε, μια τρομερή κραυγή ακούστηκε από το δωμάτιο του Παύλου. Την ώρα που έχυνα σκέφτηκα: Πέθανε, και αυτό μου προκάλεσε μερικούς
παραπάνω σπασμούς».
Εκείνος ονειρεύεται τα στήθη της και ξυπνώντας στάζει γάλα απ’ τα χείλια του, εκείνη ονειρεύεται τα χείλη του και ξυπνώντας στάζει γάλα απ’ τα στήθη της. Στο «Λάθος Κεφάλι», τα όρια των σωμάτων, μαζί με τα όρια του εγώ και του εαυτού, μαζί με τα όρια των ιστοριών και των αφηγήσεων, μαζί με τα όρια του πραγματικού και του ονειρικού, βρίσκονται σε μια διαρκή αναδιαπραγμάτευση, ανασύνθεση, αναδημιουργία. Γίνεται να γίνουμε οι δύο ένας; Κι αν γίνουμε, μήπως τότε αυτό το ιδανικό, αντί να μας ολοκληρώσει, μας καταργήσει και μας εξολοθρεύσει; Και τι τελικά είναι αυτό το πλάσμα που συγκατοικεί μαζί μας, με σώμα μαύρου γάτου και κεφάλι άσπρου γάτου; Και γιατί δεν μπορεί ποτέ να νιαουρίσει; Όντως δεν είναι δικό του το κεφάλι; Ζει μαζί μας ένα γατί ή ένα εξάμβλωμα; Γιατί ζει ανάμεσά μας; Είναι εδώ για να μας εμποδίσει, είναι εδώ για να υποκαταστήσει το ανάμεσά μας; Είναι εδώ απλά επειδή είναι εδώ;
«Καθώς οι μέρες περνούσαν κατάλαβα ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος παρά να ζήσουμε, έστω κι αν δεν κατανοούσαμε τι συμβαίνει και, κυρίως, γιατί. Ίσως, όμως, το «γιατί» να αποτελεί την πιο λάθος ερώτηση που μπορεί να γίνει- σε όλες τις περιστάσεις».
«Κατά τη γνώμη μου δεν χρειάζεται πάντα να καταλαβαίνουμε, αρκεί να έχουμε καλή αντίληψη των όσων συμβαίνουν».
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή. Η Καρίνα έχει γράψει ένα βιβλίο πριν μερικά χρόνια, υπάρχει η πίεση του περίγυρου και του συναφιού για το πότε επιτέλους θα γράψει το δεύτερο, αλλά εκείνη δεν μπορεί. Τα χέρια της δεν μπορούν να γράψουν. Όταν προσπαθεί, γεμίζουν κοκκινίλες, έχει φαγούρα, παίρνει αντισταμινικά, τα γλείφει μήπως τα καλοπιάσει. Αλλά μάταια. Τα χέρια της μόνα της δεν. Το σώμα της μόνο της δεν. Εκείνη μόνη της δεν.
«Κάθε εξιστόρηση είναι μια χειρονομία προς τους άλλους και εν προκειμένω ένα χέρι κινήθηκε για να ανταποκριθεί στη δική μου». Είναι το χέρι του Παύλου Μ., κορυφαίου Έλληνα λογοτέχνη. Που από το πουθενά, χωρίς να έχουν ως τότε γνωριστεί ή επικοινωνήσει, την καλεί να έρθει να ζήσει μαζί του στο σπίτι του, προκειμένου να καταφέρει να γράψει έτσι το βιβλίο της. Με ποιον τρόπο; Με το να αρχίσει να της διηγείται τις ιστορίες του, ώστε εκείνη να τις καταπιεί και να τις κάνει δικές της. Ταυτόχρονα όμως της ζητά ως να αρχίσει να του διηγείται κι εκείνη τις δικές της.
Πώς γράφει λοιπόν κανείς; Στη ζωή όντως υπάρχουν και συγγραφικά δίδυμα, υπάρχουν και συνεργασίες, υπάρχουν και πιο ομαδικά writers rooms στην τηλεόραση. Κατά βάση όμως η συγγραφή παραμένει μια υπόθεση και μια συνθήκη εντελώς προσωπική. Είσαι εσύ και ο εαυτός σου. Εσύ και η φωνή που ακούς στο κεφάλι σου, η υπαγόρευσή της, ο σιωπηλός της ήχος, οι λέξεις της, ούτε προφορικές ούτε γραπτές, χωρίς ήχο, χωρίς μορφή, μέχρι να τις μεταφέρεις από εκεί στην οθόνη σου, πληκτρολογώντας με τα χέρια σου, καθώς ο ήχος της πληκτρολόγησης τους δίνει την μορφή γραπτού λόγου. Σύμφωνοι, είσαι εσύ και ο εαυτός σου, προφανώς όχι ξεκομμένα από τον κόσμο, αλλά σε διάλογο μαζί του και με βάση τα ερεθίσματά του. Αλλά ακόμα κι έτσι δεν παύεις να είσαι εσύ. Ένας. Μόνος σου.
Το «Λάθος Κεφάλι» γράφεται πάνω στην ιδέα της ανατροπής αυτής της καταστατικής συνθήκης. Το βιβλίο θα φύγει από την ιδιοκτησία και την παντοκρατορία του ενός. Θα υπαχθεί στη δικαιοδοσία μιας σχέσης, μιας ανταλλαγής, μιας ατμόσφαιρας. Δεν έχουμε να κάνουμε όμως ούτε απλά με μια ζύμωση ούτε απλά με μια ανταλλαγή ιδεών. Αυτό το οποίο ανταλλάσσεται είναι κάτι πολύ βαθύτερο, κάτι πολύ πιο δομικότερο. Κάτι υπερβατικό. Μια αλληλοπεριχώρηση. «Κάθε κείμενό του με τροφοδοτούσε με νέο υλικό που έρεε μέσα μου φυσικά και αβίαστα και με οδηγούσε με τη σειρά του στη συγγραφή. Ολόκληρο το σώμα μου είχε γίνει ένας αγωγός. Λειτουργούσαμε πλέον με τον Παύλο σαν ένα σύστημα: σώμα Παύλου – κείμενο – σώμα Καρίνας – κείμενο – σώμα αναγνώστη».
Η Καρίνα εγκαθίσταται στο σπίτι του Παύλου, ο ρεαλισμός αρχίζει δειλά δειλά να υποχωρεί, οι κανόνες του κάνουν στην άκρη και μετά επανέρχονται και μετά κάνουν πάλι στην άκρη, εδώ είναι ένας χώρος δημιουργίας, ένας χώρος γέννησης ενός βιβλίου, ένας χώρος αποτύπωσης μιας σχέσης, ένας χώρος δυναμικής μιας σχέσης, ένας χώρος επιθυμίας και στέρησης, επιθυμίας και πλήρωσης, εδώ είναι ένας χώρος που κατοικείται από παράδοξα πλάσματα, από παραισθήσεις και παραδοξότητες, από ανταλλαγμένα σημειώματα, από προφορικές εξιστορήσεις, ένας χώρος που το επισκέπτονται ζωντανοί και νεκροί, αλλά και αγνοούμενοι, που τους είχε καταπιεί το στόμα της γης, σαν ούτε λίγο ούτε πολύ τον Τζεφ τον Μπους.
Λάθος κεφάλι έχει, όπως είπαμε η γάτα στο σπίτι. Αλλά λάθος κεφάλι είναι φυσικά στην καθομιλουμένη ο φαλλός. Όταν σκέφτονται με αυτόν οι άντρες, σκέφτονται υποτίθεται λάθος. Υπάρχει όμως κάτι που μεσολαβεί, τόσο χωροταξικά όσο και μεταφορικά, ανάμεσα στο σωστό και το λάθος κεφάλι: η καρδιά. Και στο «Λάθος Κεφάλι» το σεξ και η ερωτική φαντασίωση έχουν την εντονότατη αυτοτελή τους σωματική διάσταση, απορρέοντας όμως από ένα συναίσθημα εντελώς προσωποποιημένο, τόσο προσωποποιημένο που δεν αντέχει να μην γίνει βιβλίο, που δεν αντέχει να μην γραφτεί από κοινού με τον άλλο, που παραχωρεί στον άλλο ακόμα και την ίδια τη συγγραφική ματαιοδοξία: δεν γράφω μόνη μου – το βιβλίο το γράψαμε μαζί.
Συμπτωματικά έπεσε πριν λίγες μέρες το μάτι μου σε μια ανάρτηση που είχε ένα μικρό απόσπασμα από το «Ζώο που Ξεψυχά» του Ροθ, ένα απόσπασμα με το οποίο νομίζω συνομιλεί με τον τρόπο του και το «Λάθος Κεφάλι»: «Ο κόσμος πιστεύει ότι όταν ερωτευόμαστε, ολοκληρωνόμαστε. Πιστεύω το αντίθετο. Πιστεύω ότι είσαι ολοκληρωμένος πριν ερωτευτείς. Η αγάπη σε κομματιάζει. Είσαι ολόκληρος, και ξαφνικά ανοίγεις στα δύο». Για το τέλος κάτι τεχνικό: μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση η δομή του βιβλίου. Η κατάτμηση του σε τόσο μικρά μισοσέλιδα, μονοσέλιδα, δισέλιδα ή το πολύ ολιγοσέλιδα κεφάλαια. Το καθένα με τον δικό του τίτλο. Βγάζει μια διαύγεια αυτή η εποπτεία της ύλης. Ένας σαν οδικός χάρτης, ένα ξέρω τι κάνω, ένα κάθε τι είναι στη θέση του, ένα δεν έχει πεταχτεί τίποτα στην τύχη, ένα ακολουθήστε την πορεία της ιστορίας βήμα βήμα, κεφάλαιο το κεφάλαιο.
«Η διαρκής αυτοαμφισβήτηση που με διακατείχε εκδηλωνόταν με τη μορφή δυσπιστίας προς όποιους δήλωναν ότι τους άρεσαν τα έργα μου, όποια μορφή κι αν είχαν. Υποπτευόμουν ότι πιθανόν κάτι άλλο ζητούσαν από μένα ή πως ήταν άνθρωποι επιρρεπείς σε αμετροεπείς εκδηλώσεις θαυμασμού. Απεχθανόμουν την κολακεία, είτε προερχόταν από στρατηγική είτε από αφέλεια. Ζητούσα πάντα από τους ανθρώπους να είναι αυστηροί μαζί μου, έλεγα πως, κρίνοντας με χωρίς επιείκεια, με κάνουν καλύτερη».
Είναι λόγια της Καρίνας. Φοβάμαι λοιπόν ότι θα απογοητεύσω τη συγγραφέα πίσω απ’ την Καρίνα, δεν θα πω κάτι που θα την κάνει καλύτερη, ας με υποπτευθεί όσο θέλει, αλλά εμένα το βιβλίο μου άρεσε πάρα πολύ και, ναι, είναι ένα βιβλίο που ριγεί από αλήθεια και διακατέχεται από μια ριζική τρυφερότητα, ένα βιβλίο που, όπως η ηρωίδα του, μπορεί να ανοίξει κι αυτό το δέρμα του από το στέρνο ως το υπογάστριο και να σε υποδεχτεί μέσα του σαν ανθρώπινο σώμα.
Η Λίνα Ρόκου γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Σπούδασε στο τμήμα «Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού» του Παντείου Πανεπιστημίου. Εργάζεται ως δημοσιογράφος. Το μυθιστόρημά της «Το τέλος της πείνας» (εκδόσεις Ίκαρος, 2018) συμπεριλήφθηκε στα τέσσερα πεζογραφήματα που επέλεξε το Pen Greece στο πλαίσιο του Project: Know Her Words, του Pen International. Το δεύτερο μυθιστόρημά της «Λάθος Κεφάλι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος. Οι σημαντικότερες επιρροές της είναι η Κέρκυρα και εκείνο το επεισόδιο του Ροζ Πάνθηρα στο οποίο μια ηλεκτρική σκούπα ρούφηξε τα πάντα, ακόμη και τον ίδιο της τον εαυτό.
Ο Κώστας Κωστάκος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και σπούδασε στη Νομική Αθηνών. Το 2005 ξεκίνησε την ενεργή, καθημερινή του ανάμιξη με τα σόσιαλ μίντια, αρχικά με το μπλογκ Old Boy και εν συνεχεία με τον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook. Από το 2005 ως σήμερα έχει συνεργαστεί ως αρθρογράφος (με το ονοματεπώνυμό του ή με το ψευδώνυμο Οld Boy), για θέματα είτε γενικού είτε ειδικότερου (σινεμά, πολιτική, αθλητισμός) ενδιαφέροντος, με πολλές εφημερίδες, περιοδικά και σάιτ (μεταξύ άλλων, «Καθημερινή της Κυριακής», «Ελευθεροτυπία», «Lifo», “Popaganda”, «Ιστός», «Sportday», “Gazzetta”, “Unfollow”, “Εxodos”, “20/20”, “The Greek Cloud”). Από το 2009 συνεργάζεται με το πολιτιστικό σάιτ elculture, όπου εκτός των άλλων μια φορά την εβδομάδα κάνει κριτική ταινιών (στήλη old boy talks cinema). Έχoυν εκδοθεί δύο βιβλία του με συλλογές μικροδιηγημάτων, το «Οld Boy – πλέι μολέξεις», Εκδόσεις Bibliothèque, 2014 και το «Η Πεζή Αλφαβήτα», Εκδόσεις Βibliothèque, 2017. Κείμενό του συμπεριλαμβάνεται στο συλλογικό τόμο “Black Mirror. Ο μαύρος καθρέφτης της ψηφιακότητας”, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2022. Κείμενό του αποτέλεσε τμήμα της θεατρικής παράστασης «Αγάπη ή Φαντάσματα Ενός Μη Τόπου», που ανέβηκε στο Μπάγκειον τη σεζόν 2019 και 2020, ενώ κείμενό του αποτέλεσε τμήμα της θεατρικής παράστασης «1821 – Η Επιθεώρηση» που ανέβασε το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το καλοκαίρι του 2021.














