Pride month: Κουήρ αποτυχία και χαρά- Πρώτο μέρος

 

Στο νέο μας θεματικό αφιέρωμα για τον Ιούνιο, Μήνα Υπερηφάνειας της LGBTQI+ Κοινότητας, συγκεντρώσαμε ποιήματα και πεζά κείμενα που ανταποκρίνονται στο θέμα με τίτλο: Pride Month: Κουήρ αποτυχία και χαρά.

Το αφιέρωμα κάλεσε να μιλήσουμε για τις αποτυχίες μας και τις χαρές μας, τους στόχους και τα όνειρα, τους αγώνες που έρχονται και εκείνους που παρήλθαν, τις οικογένειες που φτιάχνουμε κι εκείνες που μεγαλώσαμε, τα άγχη και τα ψυχοσωματικά μας, την αναζήτηση του άλλου και την αναζήτηση του εγώ, της συλλογικότητα και την απομόνωση, την τάξη και το φύλο, το μαζί και το χώρια, την περηφάνια και την ντροπή,τα γέλια και τα κλάματά μας.

Μια επιλογή των κειμένων που λάβαμε θα παρουσιαστεί σε ξεχωριστά άρθρα καθ’ όλη τη διάρκεια του μήνα.

Η παρουσίαση του αφιερώματος θα γίνει στα πλαίσια της φετινής πορείας του Athens Pride το Σάββατο 14 Ιουνίου μεταξύ 15:00 και 16:00, όπου θα γίνει ένας κύκλος ανάγνωσης ορισμένων ποιημάτων και πεζών που συμμετέχουν στο αφιέρωμα, αλλά θα υπάρχει η δυνατότητα και για open mic, ώστε να συμμετέχει ελεύθερα και ο κόσμος με δικά του κείμενα. Η ανάγνωση θα γίνει κάτω από τα δέντρα, δεξιά της σκηνής στο Σύνταγμα.

Στο πρώτο άρθρο περιλαμβάνονται τα έργα των: Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη, Χαρίδημου Κιοστεράκη, Δημήτρη Ρογγίτη, Andy Χατζάκη, Χριστίνας Κασσεσιάν, Αργύρη Λάκκα, Γιάννη Δάφλου, Αλεξάνδρας Μπαούση, Ν.Γ. Λυκομήτρος

Υπεύθυνος αφιερώματος: Νικόλας Κουτσοδόντης

 

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη

Mistral Gagnant

                                                Για να σε χαϊδεύει η μουσούδα του γραφτού μου
                                                                                       ―Μ.Χ.

Ι.

Χαϊδεύω τα πλήκτρα με τον τρόπο
που θα χάιδευα το δέρμα σου
σ’ εκείνο το σημείο
που θέλω να φιλήσω
μεταξύ μηρού και κοιλιάς
το σημείο που θέλω να μυρίσω
ξανά και ξανά· σε θυμάμαι ν’ ανοίγεις
σα νούφαρο   για μας
ν’ ανακαλύπτεις ό,τι εκρήγνυται εντός σου
και σε γαντζώνει απ’ τα πνευμόνια
και βγαίνει από την πλάτη σα φτερά·
σε θυμάμαι γυμνή     ελαστική          με την ταχύτητα
του αιλουροειδούς, την οξυδέρκειά και τη διαίσθησή του
και με την τρυφερότητα μιας γάτας
να γουργουρίζεις  από πάνω από κάτω μου·
σε θέλω
σε θέλω και μου λείπεις
σε θέλω για ώρες
δίπλα μου   γυμνή  μαζί μου  απέναντί μου
να χαζεύω να σε μυρίζω από μακριά από κοντά
σα λαγωνικό που ανακαλύπτει ομορφιά
στην πιο κρυφή χωμάτινη φωλιά
την πιο πολύτιμη κι ευγενική και σπάνια τρούφα

 

ΙΙ.

Σκέφτομαι πως σε σφίγγω στο κορμί μου
κολλάω την αγκαλιά μου στη δική σου
γωνιές σε κόγχες, καμπύλες σε καμπύλες
τα χαμογελαστά σου μάτια σπινθηροβολούν
γελάς βαθιά, πηγαία, με χαρά,
φωτιά αρπάζουν μάγουλα κι αυχένας
ο κόσμος σού χαμογελά
πόσο ανάγκη έχω να σε χαρώ
να ταξιδέψω, να σε δω, να ζήσω
αψήφιστα, να ξαναβρώ εικόνες
κι εμπειρίες μαγικές και αναπάντεχες,
μυρωδιές· για δέκα τώρα χρόνια
γυρνώ σαν το ποντίκι στον τροχό
καθηλωμένη· απορώ πώς έγραψα βιβλία·
τον κόσμο θέλω να τραντάξω όλον
να τον γιορτάσω, να ερωτευτώ
τους άνδρες,τις γυναίκες του, τα ηλιοβασιλέματά του
τις πόλεις και του δρόμους του
να ζήσω, να χορέψω τη ζωή. Το έχω επιθυμία,
φτερά να βγάλω εκεί που κόπηκαν.
Τι κι αν ο Αυρήλιος θ’ αποδοκίμαζε την απουσία στωικότητας,
σοφίας σ’ αυτά που λέω; Μία παρόρμηση ζητώ,
απαστράπτουσα, μια πολυπόθητη φωτιά
πριν απ’ την ηρεμία, για παρανάλωμα
να πω, να σε κοιτώ, να σε χορέψω,
να ταξιδέψω, ν’ αναστηθώ.
  

III.

Μ’ αρέσει να σ’ ακούω να μου λες ότι γυρνάς στο σπίτι
και καις τα χείλη σου μ’ ένα ουίσκι.
Φαντάζομαι πόσοι ανεμοστρόβιλοι γεννιούνται
μες στο δυνατό κι εύθραυστο στήθος σου
και τι ηλεκτρισμός γλείφει τα μέλη σου μέχρι και τ’ ακροδάχτυλά σου.

Μ’ αρέσει να σε βλέπω, με το μυαλό ολοφώτιστο,
να στέλνεις ποιήματα που θες να πούνε αυτά που ψάχνεις
να μου πεις εσύ. Φαντάζομαι πόσα αδάμαστα
αυτοκίνητα τρέχουν στις λεωφόρους του μυαλού σου
και τι συνδέσεις, ντεραπαρίσματα, συγκρούσεις συγκινούν.

Μ’ αρέσει να μου λες με θάρρος και με θράσος
το πώς ξεπέρασες για άλλη μια φορά τα όριά σου για να γευτείς
εμένα, εμάς, για να καταβροχθίσεις ό,τι επιθυμείς.
Φαντάζομαι πόσες φωτιές καίνε στην κοιλιά σου κι ανάμεσα στα πόδια σου
και πόσο τόση υγρασία, αντί να σβήνει, τις φουντώνει.

 

ΙV.

Να σε γιορτάζω θέλω. Στην κάθε μέρα της ομίχλης,
στις πράσινες πρασιές των καλοκουρεμένων κολλεγίων,
σε παμπ με φοιτητές, χαμόγελα, φιλοφρονήσεις
στα κρεμασμένα κίτρινα φωτάκια, φάρους
των παγωμένων Χριστουγέννων, καταφυγή
του ναυαγού που χύθηκε στην όχθη σου απ’ τα ξένα·
ν’ αναμετριέμαι με το οικείο σου και να κερδίζω·
να βρίσκω χώρο στη ζωή σου ακαρτέρητο.

Και να σε κλέβω θέλω. Την κάθε στιγμή που σου μιλώ
στο κάθε σου χαμόγελο, να σ’ απαγάγω μες
στα ζεστά τα καλοκαίρια των κυμάτων, του θυμαριού,
των βράχων, να σε ανοίγω σαν τρυφερό
λουλούδι που διψάει για ήλιο· και να με θες·
και να με θες σαν τη δροσιά του πρωινού σε χώμα άνυδρο
σαν σώμα άμαθο, κεραυνοβολημένο.
Να μας κοιτάει ο κόσμος και να σαστίζει.

 

V.

Μία γυναίκα χωρίς ενοχές θέλω να ’σαι κι εσύ.
Μες στο κορμί σου να κρύβονται όλοι οι ήλιοι,
να σκάνε χρυσαφένιοι στα ουράνια
σαν αυγά μάτια, υγροί · να μπαίνω μέσα σου
και να μπολιάζω τα σωθικά σου με χαρά,
να την κυοφορείς ετούτη τη χαρά όταν χωρίζουμε
κι αν ξανασμίγουμε, το φέγγος να σχίζεται σε λάμψη
και να απλώνει μες τον κόσμο χαρμονή.

 

Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Είναι ποιήτρια και μεταφράστρια. Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2018. Η ποίησή της, συχνά πολιτική και ερωτική, συνδυάζει το προσωπικό βίωμα με το ιστορικό αφήγημα και έχει μεταφραστεί και δημοσιευθεί σε 7 γλώσσες. Eίναι κάτοχος διδακτορικού τίτλου στα Μήντια και την Επικοινωνία από το πανεπιστήμιο του Bournemouth, με ειδίκευση στο διαδικτυακό διαδραστικό ντοκιμαντέρ (idoc) και τη σχέση του με την ιστορική αφήγηση και το συλλογικό τραύμα . Εργάζεται ως μεταφράστρια νορβηγικής λογοτεχνίας από το 2006 και αρθρογραφεί για ελληνικά και νορβηγικά ΜΜΕ.

 

*

Χαρίδημος Κιοστεράκης

 

 

Ο Κιοστεράκης Χαρίδημος είναι μαθηματικός και πληροφορικός

 

 

 

 

 

 

*

Δημήτρης Ρογγίτης

The leftovers

Και όταν με αναζητήσεις,
μην τρέξεις στο Πασαλιμάνι να με βρεις.
Μην χτυπήσεις το κουδούνι του σπιτιού.
Θα σου απαντήσουν
άγνωστοι.
Μην ρωτήσεις τα junkies και τους άστεγους τι απόγινα,
ούτε να με ψάχνεις στα τηλέφωνα.
Όταν επιστρέψεις και δεν με βρεις, μην πας θλιμμένος
στη γειτόνισσα. Δεν με ξέρει. Ούτε στις ολάνθιστες
νεραντζιές μην παραπονεθείς. Ποτέ τους δεν με αντάμωσαν.
Όταν θα τελειώνει το καλοκαίρι και θελήσεις
το κουρασμένο μου βλέμμα να αντικρίσεις,
περπάτα για άλλη μια φορά ως την Μαρίνα Ζέας.
Ξάπλωσε στην ακρογιαλιά και κοίτα τα μακρινά φώτα
της Αίγινας.
Εκεί ήταν που η γλώσσα του έρωτα άρχισε να ηχεί
εκεί φίλησα τα πρώτα χείλη, πάνω σε έναν βράχο
καθισμένος,
εκεί, κάπου εκεί Γιάννη, χόρεψα ένα βράδυ
ευτυχισμένος.
Μπορώ να σου πω, πως δεν θυμάμαι καθόλου
τα γλυκά εκείνα χείλη, αλήθεια, ούτε τον βράχο
πως έμοιαζε, και αν με ψηλαφίσεις,
θα δεις πως η τότε ευτυχία με έχει εγκαταλείψει.

Και τώρα φεύγω από τον Πειραιά, δύσκολα τον αποχωρίζομαι,
όπως και καθετί που αποχαιρετώ.
Έτσι λίγο πριν φύγω, σε φέρνω στο ποίημα και σε ζωντανεύω
ακριβώς δίπλα στην ακτή να πετάς βότσαλα στη θάλασσα.
Αν και θέλω τόσο πολύ να σε σφίξω στην αγκαλιά μου,
τόσο δυνατά,
που έστω για μια στιγμή να σμίξουμε σαν λιωμένα κεριά
και να πάρουμε μια ενιαία μορφή.
Παρόλα αυτά,
σου γράφω αυτό το ποίημα
και σε στέλνω σαν χάρτινο καραβάκι στη θάλασσα
του κόσμου,
στα κύματα που θα σε ταξιδέψουν στον δρόμο
της δικής σου Ιθάκης.
Εύχομαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος σου, γεμάτος περιπέτειες,
γεμάτος γνώσεις…

 

Ο Δημήτρης Ρογγίτης γεννήθηκε το 1999 στην Πάτρα και μεγάλωσε στην Ανδραβίδα Ηλείας. Σπούδασε στο τμήμα χρηματοοικονομικών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και είναι ακτιβιστής για τα δικαιώματα των μη ανθρώπινων ζώων. Εκτός της ποίησης ασχολείται και με τη ζωγραφική,με έργα του να κοσμούν δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές σε Ελλάδα και εξωτερικό. Οι Παπαρούνες του Γενάρη είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή.

 

 

*

Andy Χατζάκης

Εκείνο το παγκάκι

Δεν ξέρω αν ήταν Τετάρτη ή Πέμπτη. Θυμάμαι μόνο πως ήταν καθημερινή. Μια απ’ αυτές τις μέρες που δεν υπόσχονται τίποτα, αλλά καταλήγουν να σημαίνουν τα πάντα. Ίσως γιατί δεν το περιμένεις. Ίσως γιατί σε βρίσκουν απροετοίμαστο. Ίσως γιατί, όταν είσαι απροστάτευτος, εκεί είναι που σε αγγίζει πιο βαθιά το απλό.
Σε περίμενα σε μια πλατεία. Ήταν η ώρα που η πόλη αρχίζει να σιωπά χωρίς να κοιμάται. Μια ώρα παράξενη, ούτε μέρα, ούτε βράδυ. Ούτε νύχτα ακόμα. Κάτι ενδιάμεσο. Όπως εσύ. Όπως εγώ. Όπως εμείς, τις περισσότερες φορές.
Κάθισα σ’ ένα παγκάκι. Έμοιαζε με τα πάντα και με τίποτα. Θα μπορούσε να είναι το σκηνικό μιας ταινίας ή απλώς ένα έπιπλο για κουρασμένα πόδια. Εκείνη τη στιγμή όμως έγινε το κέντρο του κόσμου μου. Γιατί ήταν το μέρος που σε περίμενα. Και το σώμα μου, εκείνο το αδέξιο, εκτεθειμένο σώμα που κουβαλά ό,τι δεν λέγεται, ήξερε πως η αναμονή δεν είναι παθητική. Είναι πράξη. Είναι φλόγα που σιγοκαίει και δεν ζητάει χειροκρότημα.
Είχες αργήσει. Ή μάλλον, ήσουν απλώς ο εαυτός σου. Δεν ήσουν ποτέ του χρόνου. Δεν ήσουν ποτέ του προγράμματος. Κι εγώ ήμουν πάντα του «είπαμε στις οχτώ». Πάντα εκεί, πέντε λεπτά πριν, με τις φωνές μέσα μου να ξεκινούν τη συναυλία: «δεν με υπολογίζει», «δεν σέβεται», «δεν νοιάζεται». Μα όλες αυτές οι φωνές δεν ήταν για σένα. Ήταν για μένα. Για όλα εκείνα που ήθελα να πιστεύω ότι αξίζω. Για όλες τις φορές που δεν ήρθαν. Για όλες τις φορές που περίμενα. Όχι εσένα. Άλλους. Παλαιότερους. Πιο παγωμένους. Πιο μακρινούς.
Κοίταζα τη γωνία. Αυτή τη ρημάδα τη γωνία. Λες και από εκεί θα ξεπροβάλλει μια δικαίωση. Ένα «συγγνώμη που άργησα, αλλά είμαι εδώ». Τίποτα. Και ο κόσμος περνούσε. Κι εγώ βούλιαζα. Όχι με τρόπο θεαματικό. Όχι όπως πονάει κάποιος που σπάει. Αλλά όπως ξεφουσκώνει ένα λάστιχο. Σιωπηλά. Αργά. Υπόγεια.
Έστριψα ένα τσιγάρο. Με τον τρόπο που πάντα σου άρεσε. Τέλεια, συμμετρικά, με ιερότητα. Δεν ήταν απλώς συνήθεια. Ήταν πράξη αντίστασης. Ένα μανιφέστο: «κρατιέμαι». «Δεν θα καταρρεύσω εδώ, σε δημόσια θέα». Τα δάχτυλα βρήκαν καταφύγιο στη μηχανική τους ακρίβεια. Κι εγώ, για λίγο, ήμουν ήρεμος. Μικρή νίκη.
Και τότε εμφανίστηκες. Χωρίς βαρύγδουπα. Χωρίς φωνές. Χωρίς εξηγήσεις. Μπήκες μέσα στη σκηνή σαν να μην είχες λείψει ούτε λεπτό. Κι εγώ, ολόκληρος θυμός και εγκατάλειψη, έγινα ξαφνικά χώμα. Μόνο από ένα βλέμμα σου. Αυτό το μισό ειρωνικό, μισό τρυφερό βλέμμα που λέει «σε ξέρω». Και το χειρότερο, όντως με ήξερες.
«Πάλι καπνίζεις;» είπες. Και μου χαμογέλασες. Χωρίς ενοχές. Χωρίς φόβο. Σαν να ήξερες ότι θα λιώσω. Και έλιωσα.
Ήρθες κοντά. Μ’ ένα βήμα. Δεν χρειάστηκαν πολλά. Έσκυψες και με φίλησες στο μέτωπο. Αυτό ήταν. Το φιλί στο μέτωπο. Το σιωπηλό σου σε νιώθω. Το συγγνώμη χωρίς συγγνώμη. Το είμαι εδώ χωρίς να το πω. Και κατάλαβα. Πάντα καταλάβαινα. Ακόμα κι όταν έλεγα ότι δεν σε καταλαβαίνω. Πάντα ήξερα γιατί ερχόσουν αργά. Γιατί έφευγες γρήγορα. Γιατί γύριζες κάθε φορά. Κι εγώ, κάθε φορά, άφηνα το θυμό μου να πέσει κάτω, μαζί με το τσιγάρο. Και το πατούσα. Δυνατά. Όχι για να το σβήσω. Αλλά για να νιώσω ότι κάτι επέλεξα. Έστω και το πάτημα.
Δεν μου είχες πει ποτέ γιατί με φίλαγες στο μέτωπο. Και δεν σε ρώτησα ποτέ γιατί δεν το άλλαξες αυτό το μικρό μοτίβο σου. Ήξερα. Όπως ήξερες κι εσύ γιατί κάθε φορά που το πάταγα, το έκανα με ορμή. Γιατί ήταν το δικό μου γαμώτο. Το δικό μου δεν το αντέχω άλλο, τυλιγμένο σε μια κίνηση που επαναλαμβανόταν σαν προσευχή.
Αλλά έμενα. Και ερχόσουν. Κι αυτή η μικρή συμμετρία, αυτό το θαύμα του «παράτα όλα», με κρατούσε.
Δεν ήταν αγάπη όπως την μαθαίνεις. Δεν ήταν καθαρή. Δεν ήταν φτιαγμένη για τραγούδια. Ήταν βρώμικη. Ανώμαλη. Σαν εκείνα τα όνειρα που ξυπνάς με πόνο αλλά δεν θες να ξεχάσεις. Ήταν μια συνύπαρξη που δεν έβγαζε νόημα αλλά είχε νόημα. Που δεν χωρούσε στα παραμύθια, αλλά χωρούσε στο παγκάκι. Στο σώμα. Στο βλέμμα.
Η αγάπη σου, ακόμη και όταν δεν ερχόταν στην ώρα της, έφτανε. Και αυτό, τελικά, μου ήταν αρκετό.
Ίσως να είναι αυτό η αγάπη: να φτάνεις. Όχι σωστά. Όχι ιδανικά. Όχι όταν πρέπει. Αλλά με τον τρόπο που μπορείς. Και να βρίσκεις κάποιον που, αντί να φύγει, σου κρατά θέση. Σε ένα παγκάκι. Σε ένα τσιγάρο. Σε ένα κομμάτι από μέσα του.
Κι αυτό το βράδυ, εκείνο το τίποτα-και-όλα, εγώ σε περίμενα. Και ήρθες. Και αυτό ήταν ό,τι πιο κοντά στην ευτυχία έχω νιώσει ποτέ.

 

Andy Χατζάκης
Associate Creative Director
Με αφετηρία τη δημιουργικότητα και οδηγό τη στρατηγική σκέψη, κινούμαι στο σημείο όπου
οι ιδέες συναντούν την αλήθεια των ανθρώπων. Πιστεύω στις ιστορίες που δεν απλώς
επικοινωνούν, αλλά αφήνουν ένα αποτύπωμα: μια εικόνα, μια αίσθηση, μια μνήμη.
Στη δουλειά μου αναζητώ την ισορροπία ανάμεσα στην τέχνη και τον σκοπό, δημιουργώντας
μηνύματα με καθαρή αισθητική, ουσία και συναισθηματικό βάθος. Κάθε project είναι μια
ευκαιρία να αφηγηθώ κάτι αληθινό, κάτι που αντέχει πέρα από τον θόρυβο της στιγμής.
Για μένα, η δημιουργία δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι τρόπος να βλέπεις τον κόσμο λίγο πιο
βαθιά και να τον ερμηνεύεις μέσα από τη δύναμη της απλότητας.

*

Χριστίνα Κασσεσιάν

Μπλόσομ

Θέλω να βλέπω
τα πέπλα σου να ανασαίνουν
πέταλα τρυφερά σε κήπους ακατέργαστους

Σαν μελωδία υπόκωφη
να χαϊδεύεις τον κοχλία των αυτιών μου
και σαν δοξάρι ζωηρό

Να διαπερνάς τους πόρους μου
με ορμή

Ασταμάτητη να είσαι

Σαν μπόρα ξαφνική
να ξεδιψάς το δέρμα μου

Ανυπότακτη να είσαι

Ν’ ανοίγεις τα μάτια σου τα πρωινά
και να χαμογελάς σαν το παιδί

Ν’ ανθίζεις θέλω

Να σου φιλώ το μέτωπο και
ν’ αναβλύζουν λιβάδια καταπράσινα

Άνοιξη.

 

Η Χριστίνα Κασσεσιάν γεννήθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου, το 1976. Σπούδασε
Νομικά στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Διοίκηση
Πολιτισμικών Μονάδων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, ηλεκτρική κιθάρα και
σύγχρονη αρμονία στο Ελληνικό Ωδείο. Γράφει ποίηση στα ελληνικά και τα αγγλικά.
Από το 2000 συνεργάζεται με διάφορους εκδοτικούς οίκους ως μεταφράστρια,
επιμελήτρια γλώσσας και αρθρογράφος. Άρθρα γνώμης, βιβλιοκριτικές, ποιήματα
και διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ψηφιακά περιοδικά,
ανθολογίες και ιστοσελίδες πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Από το 2008 είναι μέλος
του συγκροτήματος bokomolech.

*

Αργύρης Λάκκας

Άτιτλο

Μανά, πρόσεχε με τις βελόνες
Μη στη ταραχή σου μέσα, τρυπήσεις κάνα δάχτυλο.

Άμα μέριαζες τις κουρτίνες
Και ήξερες που να κοιτάξεις,
Δε θα δυσκολευόσουν να με βρεις﮲
Είμαι σε κοινή θεά.

Άμα κοιτούσες στη παιδική χαρά,
Έξω απ’ το παράθυρο σου,
Θα μετρούσες τρία παγκάκια,
Το ξέρω, το τσέκαρα μια μέρα, που ήθελα να δω που έχεις μάτια και που όχι…

Αυτό που δεν ξέρεις,
αυτό που συνηγορήσαν όλα να μη μάθεις,
είναι ότι έτσι όπως είσαι, εγκαταστημένη στο δωμάτιο μου,
κρύβεται πίσω από τα σχοινιά, ένα τέταρτο παγκάκι﮲
ένα τυφλό σημείο.
Με αλλά λόγια ακόμη και αν κάποια δύναμη σε έσπρωχνε
στο παράθυρο εκείνη τη μέρα,
που στο πρώτο μας ραντεβού κάναμε το πρώτο μας τσιγάρο
και μου έδινε έναν υπεξαιρεμένο τόμο  «Ντίνο Χριστιανόπουλο»,
Πάλι δε θα ήξερες τι γίνεται! Μπροστά στα ματιά σου!

 

Ονομάζομαι Αργύρης Λάκκας, είμαι 21 ετών και κατάγομαι από τον Πύργο Ηλείας, με ιδιαίτερη πατρίδα την Ικαρία. Σπουδάζω Ψυχολογία στη Θεσσαλονίκη, ωστόσο οι δραστηριότητές μου δεν περιορίζονται στην επιστήμη: κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων, έχω συμμετάσχει σε καλλιτεχνικά εργαστήρια και εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας, ενώ κείμενά μου έχουν δημοσιευθεί. Η τέχνη για μένα είναι ο τρόπος που συμπληρώνει το σύνθετο μωσαϊκό της έκφρασης. Όταν ο λόγος αδυνατεί, η τέχνη αναλαμβάνει να μιλήσει, με τρόπο παραστατικό και άμεσο.

*

Γιάννης Δάφλος

Masculin – Masculin

Θέλω να σε γνωρίσω
μετά από την προβολή μιας ταινίας του Γκοντάρ
να καπνίσουμε μαζί στριφτά τσιγάρα
Να είναι άνοιξη
να με ρωτήσεις
Θες να φιληθούμε;
Κι εγώ να σε κοιτάξω
σαν παιδάκι που θέλει γλυκό

Κουράστηκα
να ξυπνάω μόνος μου τις Κυριακές

 

Ο Γιάννης Δάφλος γεννήθηκε το 1998 στα Ιωάννινα όπου και κατοικεί μέχρι σήμερα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων καθώς και του τμήματος Δημοσιογραφίας, Συντακτών και Ρεπόρτερς του ΙΙΕΚ ΔΕΛΤΑ Ιωαννίνων. Είναι τελειόφοιτος μεταπτυχιακός φοιτητής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Nεότερος και Σύγχρονος Κόσμος: Iστορία, Λαογραφία, Ανθρωπολογία» του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στην ειδίκευση της Λαογραφίας και Ανθρωπολογίας. Έχει συμμετάσχει με ποιήματά του στην ανθολογία ελληνικής κουήρ ποίησης καθώς και σετεύχη του περιοδικού αρνί.

 

*

Αλεξάνδρα Μπαούση

Last Christmas (Μονόπρακτο )

 

(Πλατεία.
Δύο γυναίκες 50 χρόνων στέκονται δίπλα σε ένα ολοφώτιστο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Η μία κρατάει μια τσάντα.)

Ντίντα: Χριστούγεννα 1980. Το θυμάμαι σαν χθες. Τότε σεγνώρισα, ήμασταν σε μια κατάμεστη ντίσκο και σε ξεχώρισα στο πλήθος. Μου άρεσαν τα μαλλιά σου, μόλις τα’ χες κάνει περμανάντ , φορούσες ένα στενό φλούο κολλάν που δε σου πήγαινε καθόλου. Με φίλησες κι ήξερα εκείνο το βράδυ πως είσαι η γυναίκα της ζωής μου.

Χριστούγεννα 1990. Είχε γεννηθεί το πρώτο μας παιδί. Εγώ είχα αρχίσει ήδη να νιώθω πως έχω γεννηθεί στο λάθος σώμα. Δοκίμαζα τις γόβες σου κρυφά. Ακούγονταν κι όλα αυτά για το AIDS κι όλοι μας έβλεπαν σαν τέρατα. Δε τολμούσα να σου πω τίποτα γιατί δεν ήθελα και να σε χάσω.

Χριστούγεννα 2000. Τα πρώτα Χριστούγεννα που περάσαμε χώρια. Το’ χα πάρει απόφαση πως αυτή η χιλιετία θα με έβρισκε γυναίκα. Είχα ξεκίνησα τις ορμόνες και όταν σου το είπα με έδιωξες από το σπίτι. Δε σε αδικώ όμως, κι εγώ ίσως το ίδιο θα έκανα στη θέση σου.

Χριστούγεννα 2010. Σου χτύπησα την πόρτα δαρμένη. Ένας μαλάκας στο μπαρ, που σύχναζα, με είχε πλακώσει στο ξύλο. Δεν ήξερα που να πάω. Εσύ μου άνοιξες. Δε με ρώτησες τίποτα μόνο με περιποιήθηκες και κοιμηθήκαμε μαζί.

Και τώρα Χριστούγεννα 2020 ακόμα και με μετακίνηση 6 είμαστε και πάλι μαζί.

Δε σε ρώτησα ποτέ με συχώρεσες;

Ελένη: Εσύ τι λες;

(Βγάζει από τη τσάντα ένα κουτί παπουτσιών και της το δίνει.)

Ντίντα: Δεν έπρεπε εγώ δε σου πήρα τίποτα.

( Ανοίγει το κουτί. )

Κόκκινη γόβα στιλέτο !!! Πως το ‘ξερες;

Ελένη: Τον άντρα μου δε ξέρω;

( Παύση. )

Συγγνώμη η δύναμη της συνήθειας, αλλά ξέρεις για μένα είσαι ακόμα ο Κώστας μου απλά με βυζιά.

Ντίντα:Ντίντα πια αλλά δε πειράζει είσαι η μόνη που μπορώ να το δεχτώ.

( Φιλιούνται στο στόμα. )

Ελένη:Πάντα!

( Οι δύο γυναίκες αγκαλιάζονται και προχωράνε μαζί αγκαλιασμένες.)

 

Η συγγραφέας ονομάζεται Αλεξάνδρα Μπαούση και είναι 26 χρονών. Τα τελευταία δύο χρόνια εργάζεται ως αναπληρώτρια δασκάλα. Έχει τελειώσει την Ανωτέρα Δραματική Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου και δραστηριοποιείται ως ηθοποιός. Έχει δημιουργήσει επίσης  με μία φίλη ηθοποιό θεατρική ομάδα με την επωνυμία UnderContractionη οποία μετράει πλέον ένα χρόνο λειτουργίας. Με τη δημιουργική γραφή ασχολείται από την εφηβική ηλικία, ενώ φέτος έχει ξεκινήσει και μεταπτυχιακό με θέμα τη δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

 

*

Ν.Γ. Λυκομήτρος

Διωκόμενη ηδονή

Αγχωμένα φιλιά
στο πίσω κάθισμα.
Πνιχτά αγκομαχητά
πίσω από τα θολωμένα τζάμια
και τρεμάμενα αγγίγματα
που διατρέχουν όλο μας το σώμα.
Ανοίγω την πόρτα.
Βαδίζουμε γυμνοί,
πιασμένοι χέρι-χέρι
κάτω από τα μεταλλικά αστέρια της μητρόπολης,
αδιαφορώντας
για τα επικριτικά βλέμματα των περαστικών,
των νοικοκυραίων
και των πάσης φύσεως
αρνητών της ηδονής.
Πρώτη δημοσίευση στην ιστοσελίδα του λογοτεχνικού περιοδικού «Σαλιγκάρι» (15/2/2024).

 

Ο Ν.Γ. Λυκομήτρος γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία και έκανε μεταπτυχιακό στη Μετάφραση-Μεταφρασεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 2010 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Ιχνηλάτες του τέλους» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης), η οποία την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε σε δίγλωσση έκδοση (ισπανικά-ελληνικά) υπό τον τίτλο “RastreadoresdelFin” (EdicionesIdea), σε μετάφραση και επιμέλεια του ποιητή MarioDomínguezParra. Τον Μάιο του 2011δημοσίευσε τον κύκλο ποιημάτων με τίτλο «Θροΐσματα Θανάτου» στο πλαίσιο της μηνιαίας ψηφιακής έκδοσης «Λογοτεχνικά Σημειώματα» (Τεύχος 9), που επιμελείτο ο ποιητής Θοδωρής Βοριάς. Το 2012 εξέδωσε το θεατρικό έργο “DeadEnd: Μητροπολιτικό ψυχόδραμα σε τρεις πράξεις”(Εκδόσεις Βακχικόν). Διατηρούσε τη στήλη «Ποιήματα και Χίμαιρες» στο fanzineChimeres (Τεύχη 22-28, 2012-2014), ενώ είναι ο διαχειριστής του ιστολογίου«Ο ήχος της απώλειας». Το2024 εξέδωσετη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Ο ήχος της απώλειας» (Εκδόσεις Βακχικόν). Είναι μέλος του PENGreece.