Εγώ κάνω ταξίδια μόνο για έρωτες/ και για κομμουνιστικές εκδηλώσεις.
Γράφει ο Νικόλας Κουτσοδόντης
(Για την ποιητική συλλογή Καρπάθια του Άγγελου Μπέρτου, εκδ. Θίνες 2025)
Το προσωπικό βίωμα θεωρείται ένα μέσο της κουήρ ποίησης, όπως δέχεται ο ποιητής George Le Nonce[1], παραθέτοντας το σκεπτικό της Eve Kosofsky Sedgwick. Θα μπορούσε κανείς να πει οτι είναι και θεμελιακό μιας ποίησης και μιας εποχής που θεοποιεί το άτομο μέχρις σημείου «φετιχοποίησης της ατομικότητας», απομονώνοντας το τελικά και βάζοντας το στρεβλά αντιμέτωπο διαρκώς με τον κόσμο, δήθεν για να τονίσει την μοναδικότητά του. Παρόλα αυτά, το ποιητικό Εγώ ήταν πάντοτε παρών, ως και κυρίαρχο στον ποιητικό λόγο. Αν ανατρέξουμε στον βρετανό μαρξιστή ποιητή και θεωρητικό της αισθητικής, που σκοτώθηκε στον Ισπανικό εμφύλιο, τον Κρίστοφερ Κώντγουελ, «ο άνθρωπος μαθαίνει τις ομοιότητες του Εγώ των άλλων ανθρώπων στην προσπάθεια να το αλλάξει, το οποίο είναι απαραίτητο όταν συνυπάρχεις»[2]. Σύμφωνα με τον ίδιο ποιητή, η τέχνη είναι η έκφραση της ελευθερίας του ανθρώπου στον κόσμο των αισθήσεών του, των συναισθημάτων του, που είναι ακριβώς και ο χώρος στον οποίο ο ποιητής συνειδητά παρεμβαίνει, «αποκαλύπτοντας όλες τις πιθανές αλλαγές που προκύπτουν από πιθανούς τρόπους που η τέχνη επιδρά»[3].
Επομένως ο ατομικός κόσμος του Εγώ, ο κόσμος των ενστίκτων και των συναισθημάτων, μέσω της ποίησης, της συνειδητής παρέμβασης του ποιητή που βουτά μέσα του για να βγάλει αυτά τα σπάνια όστρακα, αυτές τις μοναδικές στιγμές, τα συμβάντα, τον πλούτο της ανθρώπινης εμπειρίας, κοινωνεί αυτά τα αποτελέσματα της δράσης του σε όλους/όλες/όλα μας. Πρόκειται δηλαδή για την ανάδειξη των ανθρώπινων πραγμάτων, που έρχονται να βρουν τον καθένα και τη καθεμιά μας, τις εμπειρίες, τα ατομικά βιώματα, τη βιογραφία μας, η οποία γίνεται και βιογραφία της εποχής, της κοινωνίας και φυσικά και της τάξης ή ακόμα, στην περίπτωση που εξετάζουμε, της λοατκια+ κοινότητας.
Λαμβάνοντας υπόψιν την Αρχή της Απροσδιοριστίας του θεμελιωτή της κβαντομηχανικής Heisenberg, όπου κάθε γνώση της πραγματικότητας περιλαμβάνει μια αλλαγή της πραγματικότητας, το ατομικό Εγώ στην ποίηση – και εδώ στην κουήρ ποίηση – έρχεται να αλλάξει, άλλοτε δραστικά και καθοριστικά ίσως, άλλοτε διακριτικά και απαλά, αργά, τις μικρές μας ζωές, όταν κλείνουμε το βιβλίο και από αναγνώστες γινόμαστε ξανά πολίτες, παιδιά των γονιών μας και της εποχής μας, άνθρωποι της τάξης μας.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Άγγελου Μπέρτου, «Καρπάθια», έχει ένα μεγάλο προνόμιο. Είναι μια εξαιρετικά δουλεμένη σύνθεση, επιστημονικά επιμελημένη από τον Παναγιώτη Ελ Γκεντί, με κύριους πυλώνες της την καταγωγή, την οικογενειακή ρίζα, την διαπραγμάτευση της και την εσωτερική πάλη του κουήρ ατόμου με αυτήν, στην πορεία ενηλικίωσης του. Περιγράφοντας αυτή την έλξη- απώθηση στον γενέθλιο τόπο, την αλήθεια της φυγής, την ανακάλυψη του σώματος, του εαυτού, τελικά καταλήγει και στην πολιτική επιλογή της υπεράσπισης της τάξης. Η υπεράσπιση της εργατικής τάξης και το θετικό πρόσημο στη σεξουαλικότητα, η αποδοχή της ομοφυλόφιλης ταυτότητας τελικά, είναι και οι διαχωριστικές γραμμές του ενήλικα, που μπαίνουν και καθιστούν αυτοεξόριστο το άτομο που πρωταγωνιστεί στα ποιήματα.
Ο George Le Nonce πάλι, μιλώντας για την κουήρ κριτική, τόνισε σαν στόχους της, μεταξύ άλλων, την «ανίχνευση της δυναμικής των φύλων» και την «ἐξέταση τῶν τρόπων μὲ τοὺς ὁποίους οἱ ἀποτυπώσεις αὐτὲς σχετίζονται μὲ τὶς κυρίαρχες νόρμες τῆς συγκεκριμένης ἱστορικῆς στιγμῆς»[4].
Με ποιόν τρόπο, λοιπόν, στα «Καρπάθια, ο Μπέρτος εξυπηρετεί ή όχι αυτούς τους στόχους και πως μας γνωρίζει την πραγματικότητα, συμβάλλοντας ή όχι στην αλλαγή της;

Η εισαγωγή του βιβλίου είναι ένα ποίημα που μας τοποθετεί σε έναν εσωτερικό χώρο, στο σαλόνι, τον χώρο υποδοχής, το μέρος που εξετάζεται η οικογενειακή ζωή στα μάτια των μουσαφιραίων και που λαμβάνει χώρα, αποδεικνύεται και γενικά επιτελείται ο ρόλος του φιλόξενου, του οικογενειάρχη, του χουβαρντά. Αυτά, φυσικά, παλιά, προ κρίσης. Εκτός αν μιλάμε για το νησί της Καρπάθου και την οικονομική επιφάνεια των μεσαίων και ανώτερων τάξεων του νησιού.
Στο σημείο αυτό να πούμε πως η συλλογή είναι χωρισμένη σε πέντε μέρη, τα πεντόλιρα, κι ένα έκτο, την χρυσή αλυσίδα, και όλα μαζί τα μέρη σχηματίζουν ένα κόσμημα. Εδώ είναι και ένα βασικό θεμέλιο της συλλογής, η παράδοση του νησιού της Καρπάθου, του γενέθλιου τόπου. Το κόσμημα αυτό είναι η κολαΐνα, που φοριέται από τις πρωτότοκες κόρες, τις Κανακαρές, οι οποίες παίρνουν το μεγαλύτερο πάντα μερίδιο της οικογενειακής περιουσίας. Αυτά τα πεντόλιρα είναι αρμαθιές νομισμάτων από σημερινά αμερικάνικα 10δόλαρα ως περουβιανά soles, Βενέτικα φλουριά και Βυζαντινά Αγιοκωνσταντινάτα, φλουριά τα οποία χάνονται στα βάθη του χρόνου και της ιστορίας του νησιού, και τα οποία, επάνω στην κολαΐνα, αποδεικνύουν το κύρος και τα πλούτη της μελλοντικής νύφης[5].
Ας επιστρέψουμε όμως στο πρώτο ποίημα. «Αυτό το σαλόνι/ έχει χαλασμένο παρκέ», διαβάζουμε και αντιλαμβανόμαστε αυτή την εσωτερική σύγκρουση, το ελάττωμα, την αποτυχία που μοιάζει να ακολουθεί, όπως το διαβάζω εγώ, το μη ετεροκανονικό παιδί της οικογένειας, αυτό που ομολογεί «Κι εγώ φοράω παπούτσια από βότσαλο». Αυτή θα μπορούσε να είναι η φράση πολλών κουήρ αγοριών στην Ελλάδα, παιδιών που προσπαθούν να φτιάξουν το χαλασμένο παρκέ της οικογένειας, τη μόστρα που χαλάσανε στους γονείς. Παιδιά που ζουν ακόμα στο κράτος των νικητών του εμφυλίου όπου υπάρχει «Στη δεξιά γωνία/ το πικάπ με το ματωμένο βελόνι».
Έτσι μας εισάγουν στο ταξίδι τους τα «Καρπάθια». Με μια παράθεση των βασικών πτυχών των οικογενειακών, πολιτικών, ιστορικών, αλλά και ντόπιων, Καρπαθιώτικων ιστοριών του βιβλίου, που μοιράζονται μαζί μας με θάρρος και ατόφια ειλικρίνεια.
Στην πρώτη ενότητα, γίνεται η μετάβαση από την Κάρπαθο στην Αθήνα με ένα στοιχειωμένο καράβι. Δεν είναι άλλο από το παρόν και το παρελθόν που μαστίζουν το ποιητικό υποκείμενο. Το βάρος της ιστορίας της γκέι κοινότητας με την εκατόμβη των νεκρών της τη δεκαετία του ’80 από AIDS και η ήττα του ΔΣΕ στον ελληνικό εμφύλιο, δηλαδή η ήττα της Κομμουνιστικής Αριστεράς, τον κυκλώνει, αλλά αυτός καπνίζει ανέμελα στην πλώρη. Πηγαίνει στην Αθήνα με αυτά τα φαντάσματα, τα οποία σαν να ζητούν τον χαμό του, σαν να προφητεύουν οτι θα πεθάνει νωρίς. Αλλά εκείνος με μια εκθαμβωτική, αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε φάμπιουλους, κίνηση κατάφασης στη ζωή, πετάγεται στα σινεμά.
Έπειτα έχουμε ένα από τα επίμονα μοτίβα της συλλογής, το Καρπάθειο πανηγύρι. Εδώ δρουν οι ξενιτεμένοι «μπρούκληδες», δηλαδή οι Ελληνοαμερικανοί λεφτάδες, εδώ μαγειρεύονται οι καλοί γάμοι και εμφανίζεται πρώτη φορά η Κανακαρά: (Οι γονείς την Κανακαρά/ πίσω απ’ τον χορό πονηρεύουν/ με ποιόν να πιαστεί, που να πάει να κάτσει δίπλα). Με το Αυγουστιάτικο Πανηγύρι μας αποκαλύπτεται ένας τόπος με διάθεση συναλλαγής, εξαγοράς, χυδαίου δούναι και λαβείν που τελικά κορυφώνεται με τη βία του σπασίματος ενός μπουκαλιού, του κατουρήματος και του σφαξίματος μιας γίδας, πάνω στο τσακίρ κέφι, την αποκορύφωση. Εκεί όλη η πατριαρχική συνθήκη, όλη η επιβολή δύναμης επί των αδυνάτων και όλη η εξουσία της γεμάτης τσέπης, της πετυχαισιάς στο εξωτερικό, έρχεται και δένει.

Σταθερή επιλογή του ποιητή, η οποία αναδύεται σταδιακά στις επόμενες ενότητες, είναι η ερωτικοποίηση του ανθρώπινου σώματος, αλλά και αντικειμένων. Το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφει στα παιδικά του χρόνια, στην πρώτη άβολη ερωτική αφύπνηση και στην ανακάλυψη της σωματικότητας του παιδιού: «Το μάρμαρο το έγλειφα/ και χαϊδευόμουν». Πιο μετά, έχοντας πια μεγαλώσει και φύγει στην πόλη για σπουδές, αυτή η πόλη έχει αίμα, έχει καύλα, μα κι ένα ανελέητο βίαιο ξόδεμα που το καθιστά: «ψοφίμι σε προχωρημένη σήψη». Το ποιητικό υποκείμενο γυμνώνεται κυριολεκτικά, αλλά και στην αλήθεια του, μπρος στον αναγνώστη, με όλα τα σωματικά του υγρά, για να αποκαλύψει, σε ένα μοναδικά τραγικό και βαθιά ανθρώπινο κλείσιμο, την αναπόδραστη ανάγκη, τη γλυκιά φθορά: «Έμεινα μόνο κόκαλα/ μα αυτός/ με αγαπάει».
Η σχεδόν ψυχαναλυτική καταβύθιση στο παρελθόν, στο παιδικό δωμάτιο, επιμένει σαρκικά και ηδονικά: «Η φυλακή μου είναι μαλλιαρή» και «Άντρα να βρομούν τα χέρια μου/ μητέρα ο λαιμός μου/ τα κάγκελα ολόλευκα/ με μυρωδιά τσιγάρου». Η παιδική φυλακή, το δωμάτιο που τον κρατούν πεισματικά εγκλωβισμένο στην παιδικότητα οι γονείς, αυτό στο οποίο θέλουν να τον κλειδώσουν εκτός της αληθινής του φύσης, των ομοερωτικών του φαντασιώσεων, της ομοφυλοφιλίας του, γίνεται ένας τόπος καταλυτικός, όπου κυριαρχεί το χρήμα: «Το αόρατο χέρι του Άνταμ Σμιθ/ με έχει γραπώσει από τον σβέρκο» και οδηγεί τελικά σε μια εξαφάνιση, σε ένα σβήσιμο του εαυτού, μια αναίρεση τέτοια ώστε «Κάθομαι με τις μυρωδιές τους/ και κανένας σκύλος δεν μπορεί να με βρει».
Στη συνέχεια του ποιήματος, το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται πια μακριά, για σπουδές. Εκεί έρχεται αντιμέτωπο με την πραγματικότητα της κουλτούρας του σεξουαλικού καταναλωτισμού και μάλλον παραμένει πάλι κατάδικος, ένας κατάδικος που αναφλέγεται από το πάθος του και συγκλονιστικά λέει: «Κατεβάζω τον ήλιο να χαρεί/ μα οι τρίχες ήταν βουτηγμένες στη βενζίνη». Εδώ βρίσκεται και η παρηγοριά που μπορεί να προσφέρει ο ποιητής στον εαυτό του, αγκαλιάζοντας τον εαυτό που αναδύεται μέσα στα ποιήματά του. Κάθε του προσπάθεια παραμένει μια ανάφλεξη.
Στην επόμενη ενότητα, καταπιάνεται με την φυγή και χρησιμοποιεί ένα ακόμα επίμονο μοτίβο του, αυτό της «συκιάς», που έχει βαθιές ρίζες στο χώμα της πατρίδας, αλλά και που δεν είναι άλλη από την «αδερφή», τον ομοφυλόφιλο άντρα. «Θυμάμαι τη συκιά στο σπίτι ένα πραγματικά απελπισμένο δέντρο», αφηγείται με θαυμάσιο, γρήγορο ρυθμό και με ανυπόκριτη αγωνία, τη «συκιά», που «οι πρώτες αχτίδες του ήλιου αστόχησαν» πάνω της και τελικά «έγινε χταπόδι στεριανό με χίλια πόδια αποφάσισε να ξεραθεί ζωντανή».
Ένας ακόμα από τους πυλώνες της συλλογής, και βασικό κομμάτι της ενηλικίωσης στην πορεία του ποιητικού υποκειμένου, είναι η κομματική του ζωή, η εμπειρία του στην Κομμουνιστική Νεολαία. «Είναι δυνατόν, σύντροφε/ να μην τρώμε μαζί;», θα μπορούσε να είναι μια φράση-παράπονο, αν δεν ήταν μια ρητή επίκληση στο χρέος όσων έχουν τον ιστορικό ρόλο να πάρουν την εξουσία και να καταργήσουν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, μια επίκληση στους εργάτες να στηρίζουν ουσιαστικά τους συντρόφους τους και να μιλούν ανοιχτά και για τα λοατκια+ θέματα.

Η έννοια του πολιτικού είναι αδιαχώριστη από το προσωπικό, κι έτσι το ίδιο το σπίτι γίνεται σημείο πολιτικής, ομολογώντας πως: «Έχω ένα σπίτι φτιαγμένο από σάρκα». Η τρυφερότητα και η αναζήτηση ασφάλειας εντός της φωλιάς, του χώρου όπου το ζευγάρι ζει και μαζεύει δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τον εχθρικό εξωτερικό κόσμο της εκμετάλλευσης είναι εδώ παρόντα: «Μάρσιπος είναι το σπίτι μας» και «η πόρτα τρίζει, αγάπη μου/ δεν θα τη φτιάξω όμως/ να σε ακούω να ‘ρχεσαι». Παρακάτω, σε ένα ποίημα που θυμίζει την ταινία Χοιροστάσιο του Παζολίνι, το ποιητικό υποκείμενο αναφέρει: «Περιμένουμε τον Γενικό Γραμματέα κάτι δεκαετίες τώρα/ να βγει απ’ την κρεβατοκάμαρα της Κίρκης», ενώ αφιερώνει και ένα ποίημα στον κομμουνιστή ομοφυλόφιλο ράπερ Το Βδέλυγμα, που αυτοκτόνησε. Η πεμπτουσία της συλλογής ίσως να μπορούσε να συνοψιστεί στους στίχους: «Ο πατέρας με κοιτούσε περιφρονητικά/ ήξερε μήπως ότι το αγαπημένο μου γλειφιτζούρι/ το έχω για τον σύντροφο;».
Γενικά, για να απαντήσουμε στα αρχικά ερωτήματα που θέσαμε: Τα «Καρπάθια» είναι μια βαθιά πολιτική συλλογή, από αυτές τις πολύ σπάνιες που μιλούν καταρχάς γεμάτες πόνο, ένταση και παρρησία για την επώδυνη ενηλικίωση, την πάλη και τον αγώνα των λοατκια+ ατόμων να αποδεχτούν τον εαυτό τους. Η αποτύπωση αυτή της δυναμικής του φύλου φαίνεται από όλες τις επιστροφές, τις επισκέψεις στο παιδικό δωμάτιο, στις αφυπνίσεις, στα αλγεινά παλέματα με την έλξη και τον πόθο, ενώ η εκτενής και πλούσια εικονοποιία, η γεωγραφία των οικογενειακών σχέσεων και πλεγμάτων, αλλά και της Καρπάθιας παράδοσης συνιστούν και το στοιχείο της σύγκρουσης, της σχέσης και της συσχέτισης με τις νόρμες, τους κανόνες, τα πλαίσια που σπάει αλλά και συναρμολογεί απ’ την αρχή, θέλει δεν θέλει, το κουήρ υποκείμενο. Η πολιτική του ταυτότητα δε, συνιστά μια συνολικότερη ριζοσπαστική ρήξη, ιδίως με τον κόσμο που άγεται και φέρεται από τη συναλλαγή και το χρήμα, το παρόν οικονομικοκοινωνικό σύστημα, όπου στους λαιμούς των λίγων κρέμονται οι κολαΐνες των μέσων παραγωγής, του τεράστιου πλούτου που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά στα παράσιτα του κόσμου.

Νομίζουμε πως ο/η/το αναγνώστης μέσα από το συγκροτημένο, ποιητικό Εγώ του βιβλίου, δεν θα βρει μονάχα μια φωνή που καθρεφτίζει τον εαυτό της αλλά ένα κοινωνικοποιημένο Εγώ, που τολμά να φιλοτεχνήσει εικόνες γευστικές (θα βγάζει έξι μπέικον), οσφραντικές (άντρα βρομούν τα χέρια μου), θερμικές (μάρσιπος είναι το σπίτι μας), κιναισθητικές (και οι κούνιες που κρεμάσανε στα δέντρα/ ακουμπούν στα χαλίκια), δίνοντας έτσι πολλά πλούσια πατήματα αισθήσεων και ερεθισμάτων στον αναγνώστη να βρει τον εαυτό του, να αναγνωρίσει ακόμα και πρωτόγνωρες αισθήσεις, αποκαλύψεις και κομμάτια που ταιριάζουν μέσα του, ώστε να δει τον κόσμο διαφορετικά, από τα μάτια όσων παλεύουν για έναν κόσμο δικαιότερο, ηδονικότερο και ανθρωπινότερο. Ο Άγγελος Μπέρτος έκανε το χρέος του ήδη από την πρώτη του συλλογή, χρωμάτισε τις λέξεις του με ιδιαίτερο τρόπο, πετυχαίνοντας μια πλούσια ιδιοφωνία, και τοποθετώντας τες έτσι που να στέκουν μοναδικές και να λάμπουν. Νομίζουμε ότι πλησίασε αυτό που ο Κώντγουελ θεωρούσε δουλειά των ποιητών, δηλαδή να «φέρουν μεγάλο κομμάτι νέας πραγματικότητας με έναν ευρύτατα επιδραστικό και ζωντανό χρωματισμό και τόνο στις λέξεις»[6]. Και οι λέξεις είναι ακριβώς τα εργαλεία του για να τιμήσει τον άνθρωπο όπως του πρέπει.
[1] George Le Nonce, «Est-ce que vous pourriez supporter la poésie que vous avez? Θέσεις γιὰ τὴν Queer Ποίηση καὶ τὴν Queer Κριτικὴ στὴν Ἑλλάδα τοῦ 21ου αἰώνα», Poetry Crisis, 2023
[2] Christopher Caudwell, Illusion and reality. A study of the sources of poetry, International Publishers, 1970, pg. 140
[3] Ibid. pg. 141
[4] George Le Nonce
[5] Μανώλης Κασσώτης, «Θα πρέπει να δηλωθούν οι καρπάθικες κολαΐνες; , Εφημερίδα Ροδιακή, 17.12.2015
[6] Christopher Caudwell, Illusion and reality. A study of the sources of poetry, International Publishers, 1970, pg. 216-217
Ο Νικόλας Κουτσοδόντης είναι ποιητής και μεταφραστής με καταγωγή από την Άνδρο. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: Χαλκομανία (Εντύποις 2017, Θράκα 2024), Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι (Θράκα 2021, β’ έκδοση 2023), Ίσως φύγεις στο εξωτερικό (Θράκα, 2024). Έχει μεταφράσει το βιβλίο του Κροάτη ποιητή Μάρκο Πόγκατσαρ, Ο συλλέκτης των Κυριακών (Θράκα, 2024), ενώ υπήρξε υπεύθυνος έκδοσης της πρώτης Ανθολογίας Ελληνικής Κουήρ Ποίησης (Θράκα, Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ-Παράρτημα Ελλάδας, 2023). Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών και του Δικτύου Λογοτεχνών, ενώ τo 2024 εκλέχθηκε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.














