Η αναρχία της όρασης
Γράφει ο Γιώργος Δρίτσας
(Για το Μύρων Παβένος, Οπτικά πεδία, εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2024)
Οι παλιοί μύθοι λέγανε ότι το Χάος ήταν η πρωταρχική θεότητα, πριν τα σπάργανα της παναρχαίας μήτρας του κόσμου πλάσουν την αναπνοή, την όραση και τα λοιπά κομμάτια της ζωής. Όταν ακόμη το σκοτάδι και τα νάζια των μορφών έταζαν χορούς σε συνάξεις φαντασμάτων – σ’ άδοξες σπηλιές αρχαίων νουφάρων. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο τον «απολίτιστο» αλλά βαθύτατα δίκαιο, έλουζε τη Γη το βασίλειο της αναρχίας των μικρών κόκκων γαλαξιακής γύρης, που ονομάσαμε εν τέλει άστρα. Όλα αυτά προτού δομηθεί η ιδέα της δημιουργίας, που χώρισε τον «γνωστό» κόσμο σε μέρη. Στον «γνωστό» κόσμο, αυτόν δηλαδή των μερών, ο πολιτισμός έγινε αργότερα η απόλυτη αλήθεια και λησμονήθηκε ως δαίμονας το «άγνωστο».
Όπως και νάχει, η όραση, αν και η ίδια εκ των πραγμάτων αποτελεί μια μερισμένη αίσθηση, παραμένει η μόνη επαφή με τον κόσμο, στην οποία δεν διαμεσολαβεί άμεσα η, χειριστικότερη όλων, λογική. Την κατάδυση αυτή, πέρα της δομημένης αυτής λογικής – με δείκτη το βλέμμα στα γεγονότα, μάς περιγράφει ο Μύρων Παβένος στο ημιποιητικό, ημιδοκιμιακό αλλά σίγουρα φιλοσοφικό βιβλίο του, Οπτικά πεδία. Μέσα στο οποίο, παίζοντας με διάφορες φόρμες, εναλλάσσει το στυλ του μεταξύ δοκιμίου και ποίησης, μεταξύ πεζογραφικής αφήγησης και μεγάλης κλίμακας συνθετικού ποιήματος, που ενσωματώνει τη θέαση του συγγραφέα για τον κόσμο.

Παίρνοντας, όμως, τα πράγματα από την αρχή ο τίτλος επεξηγείται ήδη από το εισαγωγικό σημείωμα στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Οπτικά πεδία είναι, λοιπόν, ο ευρύτερος ορατός χώρος· δηλαδή όλο αυτό το χωρικό εύρος που μπορούν να αντιληφτούν τα μάτια μας, μετατρεπόμενα σε φορέα ενός «όλου» που περικλείει τα πάντα και μετατρέπει τα συναισθήματα σε πρωτογενείς σκέψεις, χωρίς τη διαμεσολάβηση ενός κάποιου εύκολου υπερορθολογισμού.
Ο συγγραφέας, εκκινώντας από αυτή την πρωτογενή αίσθηση της όρασης και του ματιού, θυμίζοντάς μας τον Μερλώ-Ποντύ, ξεκινάει μια ολική αποδόμηση του παρόντος. Καθώς, για αυτόν, όλα «σβήνουν» μπροστά στο ανεξερεύνητο σύμπαν της όρασης. Όλες οι δεσμεύσεις του πολιτισμού, τα κράτη, οι θρησκείες, τα σύνορα και οι ηθικές υποχρεώσεις, εκμηδενίζονται μέσα στο μάτι του Κύκλωπα, το μάτι της αλήθειας που είναι ο ίδιος ο φυσικός άνθρωπος.
Η ζωή, εξάλλου, πρέπει να ερμηνεύεται ως αυτή η σπειροειδής πορεία προς το «άγνωστο» και όχι ως μια ακόμη συνηθισμένη παραλαβή καθηκόντων από τα συρτάρια των κλωνοποιημένων ενοικούντων των μεγαλουπόλεων. Ο καλλιτέχνης, ως επαναστάτης, σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να γίνει ο αφηγητής του Χάους και όχι των εύκολων αληθειών (σελ. 21). Η ποίηση, ούτως ή άλλως, είναι ένα πεδίο πάλης με τα ειωθότα,, έχοντας έναν πολιτισμικό ρόλο αφυπνιστικό και απελευθερωτικό (σσ. 26-27).
Η φαντασία και η πραγματικότητα, εξάλλου, είναι άσπονδοι φίλοι και όχι άσπονδοι εχθροί, όπως μας έχουν μάθει (σελ. 39). Η ουτοπία, ως στερνό παιδί αυτής της ένωσης βρίσκεται πάντα στα όρια του ύστατου πολέμου με τον φόβο, τον φόβο απέναντι σε κάθε είδους καταπίεση (σελ. 50). Και το ξαδερφάκι της, η αναρχία, βρισκόμενη πάντα ενάντια στους διάφορους καταχραστές της, παλεύει μέσα στα όνειρα, χωρίς δομές, έτοιμη να γκρεμιστεί ανέμελα (σελ. 59).
Κλείνοντας, πρέπει να πούμε ότι το βιβλίο αυτό είναι, για μένα, ένα εκρηκτικό μανιφέστο, ζωσμένο μ’ απασφαλισμένες χειροβομβίδες και δυναμίτες. Ο πειραματισμός του είναι τόσο ζωντανός που περιφέρει τη γλώσσα σ’ ατέρμονες πορείες γύρω από το μυαλό του αναγνώστη, για να καταλήξει εν τέλει σε μια πνευματική εξέγερση, της οποίας την αντιεξουσιαστική μελωδία πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να ακούσουμε.
ΕΞΟΔΟΣ (απόσπασμα)
Χρόνος με τη γέννησή του επιβιβάστηκε σε ένα τρένο που δε θα ξαναγυρίσει ποτέ στην αφετηρία του.
Εμείς φοβάμαι θα βγάλουμε τα όπλα πυροβολώντας το φως γιατί έχουμε μπερδέψει τα αστέρια με οβίδες, με τρένα που έρχονται κατά πάνω μας.
Σε αυτή την άβυσσο θα πνιγόμουν αν δεν φώναζα, οι μπουρμπουλήθρες που αναδύονται είναι ό,τι τώρα εσύ διαβάζεις, ξέρεις πένονται ακόμη εκεί, περιμένοντας.
Ήθελες να κάνεις έρωτα μαζί μου, δεν το άντεξες.
Έτσι αποφάσισες να πέσεις γυμνός στο Ιόνιο. Ζευγαρώνουν τα όνειρα και τα μάτια εμποδίζουν το μέλλον, αν δεν βγάζουν τα παπούτσια τους.
Ο Γιώργος Δρίτσας γεννήθηκε το 1994 στην Κόρινθο. Είναι απόφοιτος του Φ.Π.Ψ. (Φιλοσοφία, Παιδαγωγική, Ψυχολογία) της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, στο οποίο και συνέχισε τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές του. Το 2016 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Η ηχώ του Ζαρατούστρα, σε μορφή αυτοέκδοσης, ενώ από τις εκδόσεις Οδός Πανός κυκλοφορούν οι, κοινής θεματικής, ποιητικές συλλογές του σκιά θανάτου (2022) και το ματωμένο όνειρο (2023), με παλιά και νέα ποιήματά του. Ποιήματα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί σε διαδικτυακά και έντυπα περιοδικά και ανθολογίες.