Η Μύηση στο Άρρητο

Γράφει ο Εμμανουήλ Μαυροπαλιάς

 

Η γραφή χρησιμοποιείται συνήθως ως μέσο διερεύνησης και εξωτερίκευσης του ψυχισμού, επιδιώκοντας να θεσπίσει μια πραγματικότητα οριοθετημένη από τον δικό της Λόγο – έτσι, τα ποτάμια της σκέψης εκβάλλουν στο μελάνι και από εκεί μετουσιώνονται σε περιπλανώμενα θραύσματα στους ατέρμονους ωκεανούς του έλλογου. Πρόκειται για την απόπειρα συγκρότησης ενός σύμπαντος που αμφισβητεί τις κατακτήσεις του σύγχρονου πολιτισμού και, κατ’ επέκταση, της παρούσας πραγματικότητας. Μια διαχρονική, επαναλαμβανόμενη παγίδα στην οποία περιπίπτει το υποκείμενο κατά τη διαδικασία της γραφής – στην προσπάθειά του να οικοδομήσει την αγανάκτησή του, δεν συνειδητοποιεί πως αυτό που αναζητά βρίσκεται πίσω από εκείνο που πιστεύει ότι επιδιώκει. Κι όσο γράφει με πυρετώδη εμμονή, το άρρητο στέκει με σταυρωμένα χέρια και γελά, γνωρίζοντας πως ουδέποτε θα καταστεί ιδιοκτησία οποιουδήποτε Λόγου. Όντως – είναι παράδοξο. Θαρρείς πως πιστεύουμε ότι είναι δυνατόν να περάσουμε πάνω από τη σκιά μας.

Μύηση – έτσι οφείλει να γράφεται η λογοτεχνία – αλλά άξιος αυτής είναι εκείνος που θα ανακτήσει τα μυαλά του αφότου πρώτα τα έχει θυσιάσει, μαζί με τον Εαυτό του. Το ρήμα “γράφω” φέρνει στην επιφάνεια τη συνειδητοποίηση του απύθμενου, του αβυσσαλέου, του εκστατικού· εκείνου που, όσο βαθύτερα το αντλούμε, τόσο αποκαλύπτεται ανεξάντλητο, αδάμαστο, απεριόριστο. Αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα στραγγίζουν δια παντός τον Εαυτό που γράφει, τον διαπερνούν και τον περικυκλώνουν – εισδύουν στο αίμα, κυριαρχούν στους παλμούς της καρδιάς και στη συνέχεια χαϊδεύουν τον νου σαν το απαλό άγγιγμα μιας μούσας.

Η γραφή συνιστά τη ριζικότερη εμπειρία του ανθρώπου. Συνδεδεμένη με τον έσχατο κίνδυνο, τον υπέρτατο στόχο, τη δαπάνη ολόκληρου του ψυχισμού, οδηγεί στη συνειδητοποίηση ότι είμαστε ένα τίποτα – κι έπειτα, μετά το πέρας του κόσμου μας, το μελάνι καθίσταται εύφλεκτο δίχως οίκτο, όχι για να αποκαλύψει τι αληθινά είναι αυτό που γράφεται, αλλά για να οικειοποιηθούμε αυτό που αποσύρεται. Εκείνο που προηγείται της πράξης της γραφής, καθώς υφίσταται πριν από κάθε απόπειρα – εκεί όπου, υπό το βλέμμα του, τα αφηγήματά μας διαλύονται. Ο Εαυτός υποτάσσεται στην ωμότητα της διαπεραστικής του ματιάς. Κι αυτό καθιστά αναγκαία την έκθεση, ώστε να κατορθώσω να συλλάβω το Εγώ μου. Απαιτείται να ανοιχτώ, να υποστώ, να εξαντληθώ και να παραδοθώ ολοκληρωτικά· να εγκαταλείψω κάθε άμυνα, να τα διακινδυνεύσω όλα, ώστε να διεισδύσει εντός μου και να ανοικοδομηθούν τα εσώτερά μας από το βλέμμα του Άλλου – από εκείνον που φοβάμαι να αντικρίσω και να αποδεχτώ, καθώς ανέκαθεν πίστευα πως είναι το “μη Είναι”, ενώ στην πραγματικότητα αυτό το “μη Είναι” παραμένει διαρκώς υπεράνω του υποκειμένου που επιχειρώ να αναδείξω μέσω της γραφής. Ο Εαυτός που γράφει είναι η μέδουσα του ίδιου μου του εαυτού, διότι στο βλέμμα του παραλύουν όλα όσα υποτίθεται πως ανακαλύπτονται γράφοντας. Ο Εαυτός που γράφει είναι και ο πλέον ξένος, το ριζικά άλλο σε σχέση με εκείνο που πιστεύεται ότι είναι. Πρώτο και θεμελιώδες, λοιπόν, είναι να αποδράσουμε από αυτή την ετερότητα, χωρίς να «προσπαθήσουμε» – διότι, αν η διαφυγή μετατραπεί σε ενσυνείδητη απόπειρα, τότε καταβυθιζόμαστε ακόμη βαθύτερα στον παγιδευμένο Λόγο του εξουσιαστικού Εαυτού. Οφείλουμε να ερωτοτροπήσουμε με εναλλακτικές μεθόδους – με εκείνες που το είδωλό μας θα χαρακτήριζε άσεμνες.

Έργο και Εαυτός

Όσο το Εγώ προσπαθεί να αποικιοκρατήσει στο έργο, ο δημιουργός έρχεται σε αντιδιαστολή με το έως τώρα συνειδητό του διότι το έργο δεν είναι αυτό που φαίνεται, ανήκει μονάχα στον ίσκιο των γεγονότων και όχι στην πραγματικότητα ή στην εικόνα του. Η γραφή έρχεται και συντρίβει την αυτογνωσία του κειμένου. Οι ατόφιες λέξεις κατοικούν στο Είναι, και το Είναι διολυσθένεται στο Εγώ – η γραφή γίνεται η ηχώ εκείνου που έχει συγκαλυφθεί από την αρχή της πραγματικότητας. Εν δράση, ο συγγραφέας επί το έργο ανακαλύπτει το ατέρμονο, απορροφημένος από τη σήραγγα της μεταφυσικής, περιβαλλομένη από τις ιδιότητες που τον συγκροτούν και οριοθετούν τον Λόγο που προέρχεται από το εγώ. Βγαίνοντας από τη πνευματική αυτή μαύρη τρύπα βρίσκεται στο σαγηνευτικό βασίλειο της απουσίας του χρόνου. Ό χρόνος όπου τίποτα δεν αρχίζει και η κίνηση παραδίδεται στη υπέρβαση του μεγαλείου της όταν εμπλουτίζεται από το απόλυτο τίποτα. Φτάνοντας λοιπόν στο κρεσέντο της εμπειρίας, ο συγγραφέας είναι άυλος, καθώς είναι απελευθερωμένος από την υποδούλωση της αναγνώρισης και της σύλληψης του ίδιου του εαυτού . Παρόν λοιπόν στην απουσία, ο έλεγχος του νου περνάει στα χέρια του Εαυτού, δίνοντας του την ευκαιρία να παράγει έργο αντίστοιχο του Είναι. Ο Κάφκα για παράδειγμα το έκανε εξαίρετα με τους ήρωες του.

Μόνο σε ζωογόνο περίβλημα μπορεί να κυοφορήσει η εν ενεργεία ύπαρξη – ενώ το τέλος; Το τέλος βρίσκεται μονάχα στο αμετάκλητο. Μπορεί το έργο να φτάνει στην τελευταία σελίδα, ο Εαυτός όμως ως δημιουργός ζει μέσα στη σιωπή του τέλους, ψάχνοντας διώρυγες προκειμένου να διοχετεύσει το τίποτα του. Σε αντίθεση με τον  Εαυτό, όταν κάποιος γράφει έχοντας μπροστά το εγώ του, γράφει ανελεύθερα επειδή το εγώ δεν νοείται χωρίς την παρουσία του βλέμματος του άλλου. Αυτός που γράφει θέλοντας να αποτυπώσει αυτά που δήθεν ήδη νομίζει πως ξέρει, δαχτυλογραφεί με το Εγώ του. Από την άλλη, η γραφή του τίποτα λειτουργεί όχι για να γεμίσουμε με ακόμη περισσότερες άχρηστες στείρες λέξεις το χαρτί, αλλά ακολουθεί την αμφισβήτηση της  ίδιας της αναγνώρισης και αντί να αποτυπώνει τα ήδη ειπωμένα απομακρύνεται από τη διαβεβαίωση. Ένα συνεχές, χωρίς αφετηρία και τερματικό, πλούσιο από την απουσία, πνιγμένο από τις σωσμένες αναμνήσεις που ψάχνανε απελπισμένα καταφύγιο για να μην παρασυρθούν από τον βοριά της λησμονιάς. Ενδεχόμενα, απωθημένα, φλογεροί έρωτες περιφραγμένα από τριανταφυλλιές με σμιλευμένα αγκάθια. Ένας τόπος που βασιλεύουν οι φωνές που κρύφτηκαν από την επίκτητη μικρότητα μας. Ο δρόμος προς τα εκεί φαντάζει περιπετειώδες, γεμάτος παγίδες από τα συμπλέγματα-εξουσιαστές μας. Όσες φορές αποτύχουμε να φτάσουμε άλλες τότες θα νοσταλγούμε τη συνέχεια – και θα τρέχουμε συνεχώς στην ίδια καρέκλα, πιάνοντας τα ίδια μολύβια, προσπαθώντας ατέρμονα – ξανά και ξανά – να σκιαγραφήσουμε την διαδρομή του απόλυτου τίποτα! Αφού πρώτα μυηθούμε, αφού διαπράξουμε την δολοφονία του Εγώ και μαζί του βλέμμα που συνεχώς μας επιτηρεί και κατ επέκταση δημιουργεί τις ίδιες τις επιθυμίες μας. Το μολύβι δεν πιάνεται από εμένα, το μολύβι πιάνεται από το χέρι του, κι αν δεν γράψει τότε μοιάζει με προσομοίωση  του θανάτου – ή την αποδοχή ότι θα είμαστε για πάντα δέσμιοι του κατά φαντασία ονόματος που μας αντιπροσωπεύει.

Η παγίδα του Λόγου.

Ο Λόγος γίνεται θρύψαλα ακριβώς τη στιγμή της μεταβίβασής του· τη στιγμή που το υποκείμενο προσπαθεί να παραδώσει κάτι από τον εαυτό του σε έναν Άλλον. Κι όμως, αυτό που πραγματικά θέλει να πει διαφεύγει — δεν υπάρχει ως λέξη, δεν μπορεί να ειπωθεί. Ο Λόγος, λοιπόν, δεν απευθύνεται ποτέ στον Άλλον, αλλά σε εκείνον που υποτίθεται πως είναι ο Άλλος. Η αποτυχία δεν είναι ένα απλό σφάλμα μετάδοσης· είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο Λόγος. Αυτό που επιχειρεί να μεταφέρει το υποκείμενο δεν είναι πλήρως μεταβιβάσιμο, κι έτσι η γλώσσα εμφανίζεται ως σύμπτωμα αυτής της ίδιας της αποτυχίας.

Ένας μαέστρο του λόγου το γνωρίζει αυτό, και δεν προσπαθεί να δομήσει ένα κείμενο προκειμένου ξετρυπώσει το νόημα που έψαχνε και να το φέρει στην επιφάνεια. Τα πιο σπαρακτικά κείμενα μας κάνουν να νιώθουμε άβολα, αφού για να τα διαβάσουμε απαιτείται να επανεξετάσουμε τον τρόπο που βουτάμε στην ανάγνωση. Λόγου χάρη, είναι αδύνατον να μπούμε στο σύμπαν του Μπέκετ διαβάζοντας τον όντας αυτοί που νομίζουμε ότι είμαστε. Τι θα γίνει τότε; Θα χαθούμε στην ελλειπτικότητα του και θα πνιγούμε ζητώντας περισσότερες λέξεις να μας εξηγήσουν αυτό το οποίο δεν λέγεται.

(Παρόλα αυτά, είναι λεπτή η γραμμή της παγίδας που μπορούμε να πέσουμε. Δεν πρέπει να αφήσουμε το αφήγημα να νικήσει το έργο επειδή μπορεί ένας συγγραφέας δήθεν επιλέγει να ‘’μιλάει με τη σιωπή του’’ – όχι, για να έχει αξία το εκάστοτε άρρητο πρέπει πρώτα να έχει δαμαστεί άρτια ο λόγος)

Γράφουμε λοιπόν όχι για να αποδώσουμε κάτι, αλλά γιατί σεβόμαστε το άρρητο, και μόνο δια της γραφή μπορεί να βρει μία στέγη η οποία χρειάζεται το ατέρμονο των λέξεων προκειμένου να ζωντανεύει αποφεύγοντας τες. Δεν γράφουμε για να το αναδείξουμε, αλλά για να υπενθυμίσουμε πως τούτη η απόσταση που μας χωρίζει, είναι και παθιασμένη ενόρμηση.

Ακριβώς από τούτη την έλλειψη που μας διακατέχει και μας ωθεί αυθόρμητα να τρέξουμε στη λευκή σελίδα, ταυτόχρονα μας πυροδοτεί με έκσταση επί του έργου – άρα και επί της ζωής.

Η διάλυση του γράφοντος προσώπου είναι και η απελευθέρωση του – και η γραφή το μέσο προς αυτή, καθώς αποτελεί την ύστατη διαδικασία απώλειας όπου το γράφον υποκείμενο παραδίδεται στη φωνή του έργου και το Εγώ αναγκάζεται να σωπάσει. Το κείμενο γίνεται η απόλυτη σιγή, και όποιος σκύψει επάνω του θα ακούσει όχι λόγια, αλλά τον αντίλαλο όσων ποτέ δεν ειπώθηκαν· ένα ψίθυρο που δεν ανήκει σε κανέναν, μια σιωπή που προηγείται του κόσμου.

Η εμπειρία αυτή λειτουργεί σαν ιεροτελεστία – δοσμένος ολοκληρωτικά σε αυτό που γράφεται, δίνει την αίσθηση μιας μεταφυσικής, και είναι. Πρόκειται για ένα συνεχές όπου διακυβεύεται μέσα του το γράφον υποκείμενο διότι από την στιγμή που γράφουμε αμφισβητούμε, διαλύουμε φαντασιακές δομές που μας συνέθεταν και δίνουμε χώρο στο τίποτα να απαξιώσει τον εκάστοτε εαυτό καθώς αυτό που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή ξεπερνάει την ίδια μας την υποκειμενικότητα. Έτσι αποσυρόμαστε από την υποτιθέμενη κυριαρχία της ύπαρξης μας, αποσυρόμαστε από τον μεγαλύτερο αφέντη – το ίδιο το Εγώ μας – και πλέουμε στον πυθμένα των λέξεων, στα απομεινάρια της εμπειρίας. Είναι εντυπωσιακή η έκσταση που προκαλεί το τίποτα της απουσίας, που ταυτόχρονα έρχεται και γεμίζει τη κενή ματιά μας, αυτός ο πυρετός που είναι απαραίτητος, διότι δημιουργεί τους τελευταίους κόσμος όπου θα καίγονται ελεύθερα οι καρδιές μας.

 

Ονομάζομαι Εμμανουήλ Μαυροπαλιάς, γεννήθηκα στην Έδεσσα το 1999 και από το 2018 διαμένω μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Είμαι απόφοιτος του προγράμματος Εργοθεραπείας του Πανεπιστημίου Queen Margaret της Σκωτίας και σχεδιάζω να ξεκινήσω ένα δεύτερο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στον τομέα της Φιλοσοφίας, στον οποίο προτίθεμαι να αφοσιωθώ πλήρως. Παράλληλα, δραστηριοποιούμαι συστηματικά στη μελέτη και συγγραφή θεωρητικών κειμένων, ενώ επιπλέον ασχολούμαι με τη συγγραφή βιβλιοκριτικών που εστιάζουν σε λογοτεχνικά, θεατρικά, ψυχαναλυτικά και φιλοσοφικά έργα.