Μαγνήτης

 

Σήμερα έσταξε λίγο αίμα
απ’ το ταβάνι μου
πάνω σε ένα σύννεφο.

Μια κούπα γάλα χύθηκε
πάνω σε μια πλαγιά
με μαύρους κρυστάλλους.

Είδα ένα νεκρό φύλλο
να πετά πάνω απ’ τη λεωφόρο.
Θυμίζοντας στους περαστικούς
ότι η εποχή έχει αλλάξει.

Κι αυτοί
τρέξανε να το πιάσουν.
Να το σωπάσουν.
Πέφτοντας πάνω στ’ αμάξια.

Στο πάρκο
μια μάνα έπνιξε δυο παιδιά
με ένα διάφανο σάλι.
Και έπειτα έφυγε με τα πόδια
στο παρελθόν.

Κι εγώ
κλεισμένος σε ένα σεντούκι
έμαθα να ξεχωρίζω
τα ηλεκτρικά σήματα
που κουβαλούν τις αναμνήσεις.

Πήρα το σάλι
και το έτριψα
μ’ ένα κομμάτι αμέθυστο
που φύλαγα στην τσέπη μου.

Το τύλιξα γύρω απ’ το πρόσωπό μου.
Και κόλλησα έναν μαγνήτη στο κεφάλι,
με την ελπίδα
ότι θα καταφέρω να τις εκτρέψω.

Πέθανα.

Δίχως περίστροφο.
Δίχως κρότο.
Δίχως θηλιά
ή σημάδια.

Έτσι απλά.
Γιατί τα κατάφερα.

Έτσι απλά.
Γιατί ξέχασα.

 

 

 

Σκιά και σκοτάδι

 

Σκοτεινά υπόγεια.
Σκάλες που μονάχα ανεβαίνουν.
Δε μπορώ να κατέβω.
Κι έτσι πεθύμησα αναμνήσεις
που ποτέ δεν έφτιαξα.

Μια σκιά στέκει στη μέση της πίστας.
Τα φωτορυθμικά δε την πιάνουν.
Ούτε τα χέρια την πιάνουν.

Ένα δάκρυ λυγάει μια βέργα.
Κι οι άνθρωποι γύρω αναρωτιούνται
“Πόσο βάρος κουβάλαγε αυτή η ψυχή;”

~

Απρόσωπες φιγούρες
εναλλάσσονται στα όνειρά μου
μα οι ρόλοι τους μένουν οι ίδιοι.
Οι δαίμονες
μου γυρίζουν την πλάτη
κι ακουμπούν στο τσιμέντο.
Αρχίζουν να μετράνε αντίστροφα
πριν ξεκινήσει το παιχνίδι.
Κι εγώ
ξεκινώ να τρέχω
μα πάντοτε με προφταίνουν…

Ένας τοίχος γράφει
“Να δεις που θα ‘ρθει μια μέρα
που θα τρέχουμε μονάχα
για να προλάβουμε το πλοίο
ή έστω
για να καρφώσουμε τη σημαία μας
πρώτοι σε κάποιο φεγγάρι.”

~

Με διάφανα υφάσματα καλύπτουν τη γύμνια τους οι άνθρωποι πια.

Ένας καθρέφτης
κι ένα κορίτσι.
Με σκιά βάφει τα μάτια της.
Πασχίζει να καλύψει
την αλήθεια που αντικρίζει.
Στα δάχτυλα αλκοόλ.
Το δέρμα της
καλυμμένο με δίχτυ.

Κανείς Πατέρας δε βρέθηκε να της πει
ότι απ’ τα δίχτυα
δε μπορείς να βγεις μόνη.
Έτσι κι αυτή
μόνιμα περιμένει
κάποιον να έρθει να τη λυτρώσει
από αυτή τη φυλακή
που με τόσο πάθος φόρεσε.

Για ένα βράδυ.
Ίσως,
για μια ζωή.

~

Μια λάμπα τρεμοπαίζει.
Το φως της σιγοσβήνει.
Μα κανείς δε θέλησε να ανάψει το κερί
που έστεκε εκεί δίπλα
και λαχταρούσε να έρθει η ώρα του.

Έτσι μαζί με εμάς
πένθησαν και τα κοράκια.
Κι έπειτα πέταξαν,
για να φάνε τη νεκρή σάρκα
των όσων υπήρξαμε.