Ηλιοτρόπιο 
Ήταν ένα γκριζοκαφετί θηλυκό μαλτέζ, χάθηκε στις γραμμές του τρένου, στην περιοχή της Νεάπολης. Την έλεγαν Φιφίκα. Εμείς, δηλαδή εγώ και η Γιοβάννα, την ψάχναμε ένα ολόκληρο απόγευμα. Δεν ήταν δικιά μας, έναν φίλο βοηθούσαμε. 
Λοιπόν άκου: εκεί που ψάχναμε ανάμεσα στα βαγόνια σκεφτόμουν ότι, βρουμε δεν βρούμε τον σκύλο, η νύχτα που ερχόταν έμοιαζε με καμαριέρα που τινάζει φρεσκοδιδερωμένα σεντόνια. Πρώτη ανέβαινε στα βαγόνια η Γιοβάννα, με τραβούσε από το χέρι, σφύριζε, έσκυβε κάτω από τους σκουριασμένους τροχούς, μπορεί κι εκείνη να είχε στον νου της τι θα κάναμε μετά. Πόσες πέτρες ανάμεσα στις ράγες, ίσως ξέμειναν από κάποιον λιθοβολισμό. Και σκουπίδια. Χιλιάδες χαρτάκια, τσαλακωμένα, ανάμεσα σε αποτσίγαρα και κουτιά από αναψυκτικά, ξέφτια πλαστικά από τη μόνωση των καλωδίων, όλων των ειδών οι βρωμιές – αλλά κι ένα πλαστικό ηλιοτρόπιο. Το γέλιο της Γιοβάννας τρόμαξε μια κουκουβάγια που κοιμόταν κάπου εκεί, και το πουλί άρχισε να φτεροκοπά προς τα δέντρα – είχαμε ξεχάσει ότι ψάχναμε τον σκύλο. 
Δεν τον βρήκαμε. Βγάλαμε τα παπούτσια έξω από την γκαρσονιέρα της και τσεκάραμε αμέσως για ζεστό νερό. Άνοιξα την τηλεόραση, η Γιοβάννα πέταξε τα ρούχα στο χωλάκι και μπήκε για ντους. Μου είπε να φτιάξω καφέ, αφού καταφέρω να βρω τα φίλτρα. Κι όμως, εύκολο. Στο βάθος, στο πρώτο ράφι. Κι όσο γουργούριζε η καφετιέρα πήγα να κατασκοπεύσω από την κλειδαριά. Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Μόνο την πλάτη της κατάφερα να δω. Ζευγάρωσα με κόπο δυο ισόπαχα φλιτζάνια, ένα λευκό κι ένα κόκκινο, και η μυρωδιά του αφρόλουτρου ξεχύθηκε σε όλο το σπίτι. Μπήκε η Γιοβάννα με την πετσέτα της και τα βρεγμένα μαλλιά και με σήκωσε για να ντυθεί. Κρέμασα το παντελόνι, πέταξα τα παπούτσια στη γωνία και βούτηξα μια πετσέτα, πλύθηκα, σκουπίστηκα, στέγνωσα μαλλιά. 
Τη βρήκα στον καναπέ, κάτω από το σεντόνι, κρατούσε την κούπα της και έκανε ζάπινγκ. Τι λες να φάμε, με ρώτησε και πήγε να δει αν το μισό πακέτο λαζάνια απ’ τις προάλλες ήταν στη θέση του. Συνδέθηκα στο φέισμπουκ και άναψα τσιγάρο. Αντί των συνηθισμένων memes, μια φίλη μου είχε ανεβάσει το βιντεοκλίπ του τραγουδιού Wonderful life. Πόσα χρόνια είχα να το ακούσω αυτό; 
Ο τραγουδιστής, παραθαλάσσια και μελαγχολικός, με τα χέρια στις τσέπες, κι όλα ασπρόμαυρα: το πλοίο σε αργή κίνηση –μάλλον ετοιμάζεται να ελλιμενιστεί–, το γεμάτο ανέμελους και ευτυχισμένους επιβάτες ρόλερ κόστερ, τα σύννεφα και ο ουρανός, οι αραγμένοι στην προκυμαία, τα αγόρια που κοιτάν τον φακό, η κοπέλα με το όμορφο προφίλ, ο τραγουδιστής που τρέχει σε σλόου μόσιον ενώ οι άλλοι σηκώνουν βλέφαρο για να δουν τι συμβαίνει (ή του έχουν γυρίσει την πλάτη, θεμιτό κι αυτό). Σαν να έβλεπα τον εαυτό μου τις ώρες μακριά της. 
Τότε όμως, δεν ξέρω γιατί, θυμήθηκα τον Ξενοφάνη, τον προσωκρατικό. Πάτησα repeat στο τραγούδι και άρχισα να βλέπω τα πρόσωπα που περνούσαν από την οθόνη με μορφή γαϊδάρου. Άραγε, τι θα γινόταν αν το ζώο αυτό, γαντζωμένο σε μια άλλη εξελικτική μοίρα, είχε κυριαρχήσει στον πλανήτη μας; Προφανώς τα ίδια: παλαιολιθική και νεολιθική εποχή, Τροία, Αγαμέμνων και Αχιλλέας που γκαρίζουν για μια ξεσαμάρωτη υπηρέτρια, ρωμαϊκά όργια με σανό και κριθάρι, διωγμοί κλωτσηδόν και αλώσεις πόλεων, αναγεννήσεις, διαφωτισμοί, τετράποδα να επελαύνουν στην Μαντσουρία… 
Οπότε, κάποια στιγμή θα έφταναν κι εδώ οι γάιδαροι. Σε ένα βιβντεοκλίπ σαν κι αυτό. Ο ερωτευμένος όνος και οι άλλοι που αγνάντευαν τη θάλασσα κουνώντας τις ουρές τους. 
Κι ένα πληκτρολόγιο να χτυπάς εδώ τούτες τις λέξεις, με λίγο πιο φαρδιά πλήκτρα.