Η Γιορτή του Κέρβερου
Κι όταν κόλυμπαγες με μια πλαστική σανίδα στο χέρι. Κι ήσουν ακόμα παιδί. Φώναζες «γιαγιά βυσσινάδα». Κι είπες μετά «μάνα φεύγω». Κι όταν μετά η άμπωτη δεν ήρθε ποτέ, «Μα δεν ήταν στο χέρι μου». Χέρι μέσα στα αίματα. Δάχτυλα χυμένα να σπαρταράνε σαν ψάρια. Σε διατάξανε να τα φας. Μμμ παϊδάκι. Μέχρι το μεδούλι. Μόνος σου το ‘κοψες. Μου το ψιθυρίσανε.
Κι όλο σου λέω πως φτάνουμε. Κι είναι μέσα στα έλατα. Κι εκεί ‘ναι όμορφα. Κι έλατα δεν είδα πουθενά. Κι άλλα ξόρκια μαγικά να μας ξορκίσω δεν έχω. Και τότε γυρνάω να σε φιλήσω. Κι εσύ ακόμα να πονάς.
Κι όλο λες «Ο Κέρβερος, ο Κέρβερος, ο Κέρβερος». Αυτός με συντρίβει. Μα εγώ σ’ είδα απέναντι. Κι όλο λες «Δεν μπορεί. Θα το φαντάστηκες.».
Κι ήρθε μετά κι ο Δαρβίνος. Κι η εξέλιξη. Κι ο Ντα Βίντσι. Κι η Μόνα Λίζα. Κι όταν με ρωτάς «αν ήμασταν κάποτε πίθηκοι» και «γιατί η Τζοκόντα χαμογελάει», εγώ σε μισώ.
Στ’ ορκίζομαι σε είδα νεκρό κι ήσουν χαμογελαστός. Νεκρό, θεόνεκρο. Κι είχες δαμάσει τον Κέρβερο. Μην πίνεις άλλο. Μας πρέπουν, πια, μόνο γιορτές. Είσαι αθάνατος. Το ξέρω, γιατί, εγώ, σε είδα νεκρό.
Ντριπλάρω κότες
Ο ήχος της μπάλας στον τοίχο. Ποδοσφαιρόμπαλα, αερόμπαλα, μπαλάκι του τένις. Μεταμόρφωσα το ποδόσφαιρο σε άθλημα ατομικό.
Άλλαξα τη φύση του βόλει. Κι εδώ μόνη.
Την ντρίπλα τη μαθαίνεις πάντα μόνος. Άντε με το φάντασμα του Ζιντάν να σου ζητάει πάντα παραπάνω.
Α, ήταν τότε και μια κατσίκα, ο Ούντι Μπούντι, που ήταν καλύτερη από σένα στις κεφαλιές. Αλλά, δεν ήταν καλοκαίρι, ήταν Πάσχα και μύριζε κοκορέτσι. Κι ένας σκύλος, κόλει, που ούρλιαζε. Γαμημένη Περντίτα μην είσαι τόσο όμορφη.
Βραζιλιάνικα. Η Ροζαλίντα όμορφη. Η Μαριμάρ όμορφη.
Να καταστείλω τη σεξουαλική επανάσταση εντός μου. Το ανοσοποιητικό μου να επιτεθεί στη γέννηση της κάβλας.
Ο παππούς ακούει Χατζηνικολάου. Χάνω στην κολτσίνα. Νυχτώνει.
Ξημέρωσε. Φυτεύει μελιτζάνες κι ακτινίδια. Γλείφω σιρόπι βύσσινο απ’ τα δάχτυλα μου.
Ντριμπλάρω κότες. Καταπολέμησα τη μοναξιά εντός μου. Άφησα τον Ζιντάν ικανοποιημένο. Μου ‘πε θα παίξω στη Ρεάλ.
Δεν το πίστεψα.