ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ
Έξω από το χωριό στήνουν τσαντήρια.
Για τα χωράφια έρχονται.
Γυρνάν κι από πόρτα σε πόρτα
για λίγο στάρι, αυγά, ρούχα, παλιά,
ό,τι μας βρίσκεται.
Δίνει η μάνα μου. Μα δεν το κουνούν.
Τα μάτια τους γρήγορα εξερευνούν το τοπίο.
Τίποτα άλλο;
Δεν έχω, λέει εκείνη
και κινεί προς τα έξω.
Μανταλώνει την αυλόπορτα δύο φορές.
Στην ανηφόρα, λαχανιάζω.
Νάτος ο κάμπος.
Πώς ξεχωρίζουνε τα σπίτια μας.
Όσο και να φυσήξει,
κανένας λύκος δεν θα μπει.
Τα σπίτια μας είναι γερά
Κανένας θάνατος δεν θα μας διαπεράσει.