Θεατρικές
σημάνσεις στην ποίηση του Σταύρου
Καμπάδαη
Της
Ευσταθίας Δήμου
Η αναζήτηση
και η ανίχνευση θεατρικών στοιχείων
μέσα σε ποιητικά κείμενα συνιστά ένα
εγχείρημα που αφορά πολύ μεγαλύτερο
μέρος της σύγχρονης ποιητικής παραγωγής
από αυτό που θα μπορούσε κανείς αρχικά
να φανταστεί. Κι αυτό γιατί, πολλές
φορές, οι τεχνικές του θεάτρου περνούν,
συνειδητά ή ασυνείδητα, μέσα στο
οπλοστάσιο των ποιητών οι οποίοι τις
προσαρμόζουν και τις χρησιμοποιούν
αναλόγως των στόχων και των αναγκών
τους. Από αυτή την άποψη, αποκτά ιδιαίτερο
ενδιαφέρον ο εντοπισμός και ο προσδιορισμός
του τρόπου με τον οποίο οι θεατρικές
τεχνικές χωνεύονται μέσα σε μία ποιητική
δημιουργία. Μια τέτοια απόπειρα θα
πραγματοποιηθεί εδώ με αφορμή το ποιητικό
έργο του Σταύρου Καμπάδαη, ενός ποιητή
που μετρά δέκα χρόνια παρουσίας στο
χώρο της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.
Ο Σταύρος
Καμπάδαης εμφανίζεται το 2010 με την
ποιητική συλλογή Με
την Τρίτη παίρνεις το χρίσμα ή καίγεσαι;,
ενώ έκτοτε έχει δημοσιεύσει άλλες πέντε
ποιητικές συλλογές, οι τρεις από τις
οποίες μάλιστα γνώρισαν επανεκδόσεις.
Ήδη, στην πρώτη αυτή ποιητική συλλογή,
μπορεί να γίνει αντιληπτή η παρουσία
στοιχείων που προσιδιάζουν στο θέατρο,
η χρήση των οποίων δίνει μία ιδιαίτερη
χροιά και ένα ξεχωριστό ύφος και ήθος
στα ποιήματα του βιβλίου. Η ύπαρξη των
στοιχείων αυτών εντοπίζεται και στις
επόμενες ποιητικές συλλογές, είτε πάνω
στην ίδια γραμμή και λογική, είτε
εξελισσόμενη και προσλαμβάνοντας άλλη
απόχρωση και άλλες διαστάσεις.
Το βασικότερο
θεατρικό χαρακτηριστικό που προβάλλει
άμεσα, από την πρώτη κιόλας ανάγνωση
των ποιημάτων του Καμπάδαη, είναι οι
διάλογοι που, είτε παρεμβάλλονται, είτε
εκτυλίσσονται και καταλαμβάνουν ολόκληρη
την έκταση του ποιήματος. Ο διάλογος,
που αποτελεί το θεμέλιο της δραματικής
τέχνης, την πρώτη ύλη του δραματικού
κειμένου, συνιστά, από μόνος του, μια
«δυνάμει» θεατρικότητα, χωρίς βέβαια
ούτε να την μονοπωλεί, ούτε να την
εκφράζει αυτοδίκαια. Στην περίπτωση
της ποίησης του Καμπάδαη η χρήση του
διαλόγου εκκινεί από την διάθεση του
ποιητή να επικοινωνήσει πρωτίστως με
τον εαυτό του. Παρατηρείται μάλιστα το
εξής ενδιαφέρον. Ενώ η συνομιλία που
ξεκινά και επιστρέφει στο ίδιο υποκείμενο
έχει το χαρακτήρα του εσωτερικού
μονολόγου, στον Καμπάδαη αντικειμενικοποιείται
σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο ένας και αδιαίρετος
εαυτός να διασπάται και να μοιράζεται
σε δύο συνομιλητές που αναλαμβάνουν
κάθε φορά διάφορους ρόλους. Σε αυτή την
περίπτωση μπορούμε κάλλιστα να μιλάμε
για έναν εσωτερικό διάλογο, ανάμεσα
στις δύο όψεις του ίδιου προσώπου. Οι
ρόλοι που μπορεί να υιοθετούνται
εναλλάσσονται από ποίημα σε ποίημα και
μπορεί να είναι, για παράδειγμα, αυτοί
του συμβούλου και του συμβουλευόμενου,
Σε
μια από τις τελευταίες/ επικοινωνίες
με τον εαυτό μου,/ εμπιστευτικά αυτός
μου είπε./ Η Αφάνεια./ Η Ασημαντότητα./ Ο
Αγνωστικισμός./ Είναι λέξεις/ που ίσως/
μας οδηγήσουν/ στο φως.
(«Λ. Πλάτωνος») ή του θύτη και του θύματος,
Τον
σημάδεψε/ και του είπε:/ “Ως εδώ φιλαράκο/
τελείωσε το παραμύθι.”/ Η μεταξύ τους
απόσταση/ δεν άφηνε περιθώρια/ για χαμένη
βολή./ Αυτός με αργά/ σταθερά βήματα,/
πλησίασε/ και έβαλε/ με μεγάλη/ σιγουριά/
το μέτωπο/ στην κάννη./ “Έλα ρίξε”/ είπε.
(«Είχαν αλλάξει οι ρόλοι»)
Πέρα όμως
από αυτόν τον τύπο διαλόγου που διεξάγεται
μέσα στο προσωπικό ποιητικό σύμπαν,
υπάρχει και ο τυπικός διάλογος ανάμεσα
σε πρόσωπα, η διεξαγωγή του οποίου
διαμορφώνει ένα είδος σκηνής, ένα μικρό
θεατρικό στιγμιότυπο που ανακαλεί τους
κώδικες της θεατρικής τέχνης. Σε αυτά
τα ποιήματα τα διαλεγόμενα πρόσωπα
είναι συνήθως δύο και συνομιλούν με
μικρές, κοφτές φράσεις, εν είδη
αποφθέγματος. -Εσύ
τι πίνεις;/ -Βότκα./ -Γιατί;/ -Να τιμήσω
τους βόρειους,/ που ντοπάρανε τόσους
αιώνες/ όλες τις αισθήσεις με αυτή./
-Εσύ;/ -Κρασί./ -Γιατί;/ -Να τιμήσω αυτό το
παλικάρι,/ που σε μια γιορτή,/ το νερό το
έκανε/ κρασί.
(«Εγώ μόνο μπύρα») Οι μικροί αυτοί
διάλογοι εκκινούν από πρόσωπα και θέματα
καθημερινά, ανθρώπινα, γήινα, αλλά
εξακτινώνονται σε ζητήματα υπαρξιακά
και φιλοσοφικά. Αυτή ακριβώς η ανύψωση
από το χαμηλό στο υψηλό, από το καθημερινό
και προσωρινό στο διαχρονικό και αιώνιο
υπηρετείται άριστα από την μετουσίωση
του ποιητή σε δραματουργό, από τη
μεταπήδηση στο θέατρο που, από τη φύση
του, ως είδος λογοτεχνικό, είναι πιο
καίριο και καταλυτικό, ακριβώς γιατί
ενέχει το στοιχείο της δράσης, είτε
λόγω, είτε έργω.
Ένα δεύτερο,
εξίσου θεμελιώδες θεατρικό χαρακτηριστικό
είναι η δημιουργία χαρακτήρων που, εξ
ορισμού, έχουν μια δραματική διάσταση
από τη στιγμή που η δράση τους στηρίζεται
και προωθείται με βάση τις πράξεις τους,
είτε αυτές είναι λεκτικές, είτε όχι,
όπως ακριβώς και η δράση των προσώπων
ενός θεατρικού έργου. Μέσα σε αυτό το
πλαίσιο οι χαρακτήρες που διαγράφονται
στους στίχους του Καμπάδαη μπορεί να
είναι τύποι ανθρώπων ή εξατομικευμένα
πρόσωπα. Από αυτή την άποψη, ιδιαίτερο
ενδιαφέρον έχει η δεύτερη κατά σειρά
συλλογή που φέρει τον τίτλο Διαπόμπευση,
η οποία αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου
από ποιήματα που τιτλοφορούνται με το
όνομα κάποιου προσώπου. Έτσι, δημιουργείται
ένα παλίμψηστο, ένα πολυπρόσωπο ποιητικό
έργο, οι χαρακτήρες του οποίου εκφέρουν
σε στίχους τον ρόλο που τους έχει ανατεθεί
από τον ποιητή. Ο ρόλος αυτός συνίσταται
στην αποκάλυψη και μιας διαφορετικής
οπτικής κάθε φορά πάνω στην ζωή και στα
ανθρώπινα, μιας οπτικής που, εν συνόλω,
αναδεικνύει τη στάση και την αντίληψη
που έχει για τη ζωή ο ίδιος ο ποιητής.
Παράλληλα
με τα πρόσωπα που αντλούνται από την
προσωπική πινακοθήκη του ποιητή,
αποτελούν δηλαδή ανθρώπους της ζωής
του, υπάρχουν και τα πρόσωπα εκείνα που
προέρχονται από το χώρο της τέχνης και
της λογοτεχνίας, πρόσωπα τα οποία
οικειοποιείται ο ποιητής για να μπορέσει
να ανοίξει ένα διάλογο μαζί τους. Έτσι,
ο διάλογος εδώ δεν διεξάγεται με τους
κλασσικούς όρους, αλλά συνιστά μια
συνομιλία με ομότεχνους και έχει, βέβαια,
ως θέμα του την τέχνη και τη δημιουργία.
Η μέθοδος αυτή, αρκετά γνωστή και
συνηθισμένη στην ποίηση, στον Καμπάδαη
αποκτά μιαν άλλη διάσταση, αυτήν της
ανατροφοδότησής του μέσα από το έργο
των άλλων ποιητών. Γιατί ο διάλογος που
ανοίγει εδώ έχει το χαρακτήρα ενός
σχολίου, μιας θέσης και άποψης πάνω στο
έργο και την προσφορά των προγενεστέρων
και μιας προσωπικής κατάθεσης για τον
τρόπο και το βαθμό στον οποίο η προηγηθείσα
ποιητική δημιουργία εισχώρησε και
διαμόρφωσε την ποίηση και την ποιητική
του.
Στο επίπεδο
της μορφοποίησης της ποιητικής σκέψης
και των εκφραστικών επιλογών, διαπιστώνεται
η εκτεταμένη χρήση των ερωτήσεων, ενός
σχήματος που αποτελεί κατεξοχήν
χαρακτηριστικό του θεατρικού λόγου. Οι
ερωτήσεις αυτές υπηρετούν μια τετραπλή
στόχευση. Άλλοτε θέτουν ένα δίλημμα στο
οποίο καλείται να απαντήσει ο αναγνώστης,
άλλοτε τίθενται για να παραμείνουν
αναπάντητες, άλλοτε για να υποβάλλουν
μία αυτονόητη απάντηση και άλλοτε για
να κινητοποιήσουν και να τροφοδοτήσουν
το διάλογο. Η σημασία που δίνει ο Καμπάδαης
στη χρήση των ερωτήσεων καταδεικνύεται
από την εκτεταμένη χρήση τους, αλλά και
από τον τρόπο με τον οποίο αυτές
διατυπώνονται, απλές, κατανοητές,
εύστοχες. Είσαι
ποιητής;/ Πώς
είναι να είσαι ποιητής;/ -Σαν να ζεις/
μέσα στον εγκέφαλό σου/ Μέσα στο μυαλό
σου/ Εκεί περνάς όλες τις ώρες σου/
δωμάτιο-πολυθρόνα-βιβλιοθήκη/ -Ετοιμάζεις
κάτι καινούργιο;/ -Υπάρχει μια συλλογή/
πίσω δεξιά στον εγκέφαλο/ Εκεί που είναι
η βιβλιοθήκη/ απλά δεν θυμάμαι/ σε ποιο
ράφι/ την έβαλα/ Μόλις/ τη βρω/ θα βγει
(«Συνέντευξη
με μια κριτικό λογοτεχνίας που ζει στο
Κολωνάκι αυτές με τα δύο επίθετα και
κύριο όνομα ξενικό»)
Μάλιστα,
είναι τέτοια η βαρύτητα που προσδίδει
ο ποιητής στο εκφραστικό αυτό σχήμα,
ώστε τα δύο από τα πέντε συνολικά βιβλία
του να τιτλοφορούνται με μία ερώτηση,
γεγονός που αποκαλύπτει την πρόθεση
του ποιητή να ανοίξει έναν διάλογο με
τον αναγνώστη, να τον κινητοποιήσει και
να τον φέρει μέσα στο ποιητικό του
σύμπαν, συμμέτοχο και πρωταγωνιστή.
Πρόκειται ουσιαστικά για μία μορφή
διαδραστικού θεάτρου, εφαρμοσμένη στο
ποιητικό τοπίο, όπου ο αναγνώστης –
θεατής καλείται από τον ποιητή –
δραματουργό να διαμορφώσει την ίδια
την ποιητική δημιουργία, να προσφέρει
το κέντρισμα και τα ερεθίσματα στον
ποιητή προκειμένου αυτός να τεχνουργήσει
τις συνθέσεις του.
Ένα ακόμα
βασικό χαρακτηριστικό που φέρνει τα
ποιήματα του Καμπάδαη κοντά στον θεατρικό
λόγο είναι η στιχουργία τους και, πιο
συγκεκριμένα, η σταθερή προτίμηση του
ποιητή σε μικρές, σύντομες, καίριες
φράσεις που φέρνουν στο μυαλό τις
στιχομυθίες τις αρχαίας ελληνικής
τραγωδίας. Ο ποιητικός λόγος έτσι αποκτά
ένα νεύρο, μια δύναμη και μια δυναμική
που συμπαρασύρει τον αναγνώστη στην
εξέλιξή του και του δημιουργεί την
αίσθηση μιας ορμητικής ροής, όπως ακριβώς
συμβαίνει με το θέατρο και τον λόγο που
αρθρώνουν οι ήρωες.
Πέρα όμως
από τα παραπάνω, καθαρά τεχνοτροπικά
χαρακτηριστικά, στοιχεία τεχνικής και
δόμησης, τρόπους έκφρασης, υπάρχει κάτι
που αναδεικνύει πολύ περισσότερο τη
θεατρικότητα των ποιημάτων του Καμπάδαη.
Το στοιχείο αυτό δεν είναι άλλο από την
πάλη, τον αγώνα που αναδεικνύεται ως
ειδοποιό χαρακτηριστικό των ποιημάτων
του. Το αγωνιστικό πνεύμα, που βρίσκεται
στην καρδιά της θεατρικής δημιουργίας,
συνιστά την κινητήριο δύναμη στην
στιχουργία του Καμπάδαη και, σε πολλά
ποιήματα, δίνει τον ρυθμό και τον τόνο.
Η διάθεση του ποιητή είναι αγωνιστική
και, ταυτόχρονα, αγωνιώδης και το στοιχείο
αυτό είναι που μετουσιώνει τα ποιήματά
του σε μικρές σκηνές πάλης, πάλης με τον
κόσμο, με τον εαυτό, με τις έννοιες, τις
ιδέες, τις λέξεις.
Η στιχουργία
του Σταύρου Καμπάδαη έχει δείξει, από
τα πρώτα της φανερώματα, ότι διαθέτει
τη δική της, ξεχωριστή και ιδιαίτερη
φυσιογνωμία και αυτό βασίζεται εν
πολλοίς στη χρήση δραματουργικών και
θεατρικών τεχνικών. Από αυτή την άποψη
αποτελεί ένα πρόσφορο έδαφος για να
παρακολουθήσει κανείς τον διάλογο και
την επαφή των δύο αυτών μορφών τέχνης
και να προβεί έτσι σε συμπεράσματα για
τα σημεία σύγκλισης και απόκλισής τους.