Γιάννης Ζαχείλας

Χαϊκού της βροχής

Για δες, το άνθος
στρέφεται προς τον ήλιο
που εκρήγνυται.

Το γνωστό γέλιο
ακούστηκε στο σπίτι,
ένας από μας.

Ξέπλεκα μαλλιά,
ζεστή ματιά θυμίζει
το νανούρισμα.

Πιασμένα μαλλιά,
του υγιούς προσώπου
αποκάλυψη.

Δρόμοι του κέντρου,
οι φίλοι τριγυρνάνε
μέσα στο πλήθος.

Βράδυ στη λίμνη,
ψιλόβροχο σκεπάζει
την κιθάρα μας.

Θάλασσας καιρός
στέλνει στο παιδί σήμα
ωριμότητας.

Κάθε που βρέχει
ταξιδιώτης θυμάται
το πατρικό του.

Στρωμένο χιόνι,
τα γυαλιά του σκουπίζει
χλωμός στρατιώτης.

Ισορροπία,
απ’ το στενό κρεβάτι
ως τη θάλασσα.

Στον καλαμιώνα
χαζολογάει ψαράς,
ζέστη κι αλκοόλ.

Θάλασσας ηχώ,
και να σου ανοίγεται,
νους απρόσμενος.

Πόσο απέχει
η πιο ζεστή ελπίδα
απ’ το λιμάνι;

Όπως διαμάντι
το τραγούδι της πόλης
κόβει τη νύχτα.

Ανέβηκες σε
ήμερο ελέφαντα
χαμογελώντας.

Λάμψη στα μάτια
των άγριων αλόγων
στο μικρό Δέλτα.

 Χρόνος βαθαίνει
αυλάκια στο χωράφι
ταξιδεύοντας.

Φλοράλ φόρεμα,
η νυχτοπεταλούδα
σε πεθύμησε.

Χαμογέλασες,
ρώτησα τ’ όνομά σου
σε βαθύ ύπνο.

Τεχνητά φώτα,
κάποιος ψάχνει στο ποτό
το άρωμά της.

Πεζοπορία,
επίσημη παρτίδα,
δυο κρύες μπύρες.

Μαζί με ένα
γεωμετρικό γρίφο
ήρθε ο ύπνος.

Εγερτήριο,
καφές, σιωπή, σταθμός,
εισιτήριο.

Πρώτη Γενάρη,
νωπά τσιγαρόχαρτα
στο Αγρίνιο.

Βρεγμένο χώμα,
ασημένια λιόδεντρα
σε υψόμετρο.

Νύχτα και πάλι,
ακούραστε κυνηγέ,
ήρθ’ η σειρά της.

Κρύος αέρας
ξεγυμνώνει τα δέντρα
από τα φύλλα.

Ήλιου ακτίνα
μες απ’ τις γρίλιες φτάνει
ως το στήθος της.

Βρέχει, συναντά
σε καθρέφτη μηχανής
το είδωλό της.

Μαλλιά από μετάξι,
άδειο ψυγείο,
θερμά λαγώνια.(7-5-5)

Ψηλά η θέα
γκρίζα μπλοκ, φροντίζω
μια στενή βεράντα.

Καθαρή νύχτα,
ποτίζω καλαμπόκια,
σιγοσφυρίζουν.

Κέντρο Αθήνας,
μοιάζει ατυχές χιούμορ
στη γκρίζα ζώνη.

Θερμό φεγγάρι
έφερε κρύο φόβο
χωρίς αιτία.

Μισό τσιγάρο
πριν πεταλούδα φέρει
την ανατολή.